-
1 τελέστρια
A s.v. Αἰσχίνης.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελέστρια
См. также в других словарях:
φοιβήτρια — ἡ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) αυτή που καθαιρεί, που εξαγνίζει 2. η θεά Ίσις. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοιβῶ «εξαγνίζω, καθαίρω» + κατάλ. τρια (πρβλ. καθάρ τρια, τελέσ τρια)] … Dictionary of Greek
πάστρια — ἡ, Α κεντήστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάσσω* «διακοσμώ, κεντώ» + επίθημα τρια (πρβλ. τελέσ τρια)] … Dictionary of Greek
τελεστής — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Κρητικός, πατέρας της ωραίας Ιάνθης την οποία αγάπησε παράφορα ο Ίφις από τη Φαιστό. Η θεά τους όμως, από αντιζηλία, μεταμόρφωσε την Ιάνθη σε έφηβο. 2. Ο τελευταίος από τους Βακχίδες, βασιλιάς της… … Dictionary of Greek