-
1 ῥυθμός
ῥυθμός, ὁ, ion. ῥυσμός, jede Bewegung, bes. wobei ein gewisses Maaß stattfindet. Dah. – 1) eigtl. das Zeitmaaß, der Takt, bei dem Tanz, der Musik, dem Versmaaß od. in sonst einer abgemessenen, taktmäßigen Bewegung, wofür auch wir das Wort Rhythmus brauchen; χορείας, Ar. Th. 955; πότερα περὶ μέτρων ἢ περὶ ἐπῶν ἢ ῥυϑμῶν, Nubb. 628, vgl. 637. 638; Plat. Conv. 187 b sagt ὥςπερ γε καὶ ὁ ῥυϑμὸς ἐκ τοῦ ταχέος καὶ βραδέος διενηνεγμένων πρότερον, ὕστερον δὲ ὁμολογησάντων γέγονε; τῇ τῆς κινήσεως τάξει ῥυϑμὸς ὄνομα εἴη, Legg. II, 655 a; βαίνειν ἐν ῥυϑμῷ, ib. 170 b; oft mit ἁρμονία verbunden, wie Conv. 187 c; ἐν ῥ υϑμῷ ὀρχεῖσϑαι, Xen. Cyr. 1, 3, 10 An. 5, 4, 14, der auch ῥυϑμοὺς σαλπίζειν vrbdt, 7, 3, 32, nach dem Takte blasen od. mit der Trompete den Takt angeben, womit Pol. 4. 20, 6 zu vergleichen: αὐλὸν καὶ ῥυϑμὸν εἰς τὸν πόλεμον ἀντὶ σάλπιγγος εἰςήγαγον οἱ Λακεδαιμόνιοι, Luc. ἐν ῥυϑμῷ ἔβαινε πρὸς αὐλόν, Prom. 6; auch οὐκ οἶδ' ὅπως ἐπλήγην ὑπὸ τοῠ ῥυϑμοῠ τῶν ὀνομάτων, vit. auct. 21, u. sonst; Plut. u. A. – Bes. bei sp. Rhett. u. Gramm. der Wohlklang der Rede, der Tonfall, der aus schönem Ebenmaaße der Sylben, Wörter u. Sätze entspringt. – 2) Gleichmaaß, Ebenmaaß des Raumes, richtiges, schönes Verhältniß der Theile, vgl. Xen. Mem. 3, 10, 10, wo vom ῥυϑμός der Harnische gesprochen wird, und es dem ἁρμόττοντας ποιεῖν entspricht; die nach einem bestimmten Ebenmaaße bestimmte Form oder Gestalt, γραμμάτων ῥυσμός, die Gestalt der Buchstaben, Her. 5, 38, wie von der Gestalt eines Trinkgefäßes Alexis bei Ath. III, 125 f; vgl. auch Theocr. 26, 23. – 3) überhaupt das rechte Maaß, σωζόμενον ῥυϑμόν, Aesch. Ch. 786. – Auch die Art u. Weise, die Gemüthsart, Theogn. 958, wo es mit ὀργή u. τρόπος verbunden ist; der Zustand des Menschen überhaupt, οἷος ῥυϑμὸς ἀνϑρώπους ἔχει, Archil. frg. 31, 7. – Proportion, Verhältniß, κατὰ τὸν αὐτὸν ῥυϑμὸν ἔχει, Plat. Legg. V, 728 f. – Es ist wohl von ῥέω abzuleiten oder mit ῥέπω, ῥομβέω verwandt. – [Die Attiker und die spätern Dichter brauchen die erste Sylbe nicht selten kurz.]
-
2 ῥυθμός
Grammatical information: m.Meaning: = ἡ τῆς κινήσεως τάξις (Pl. Lg. 665a), `regular movement, beat, rhythm, measure, consistence, proportion, form' (IA., Archil., Thgn., A.).Other forms: Ion. ῥυσμός.Compounds: Often as 2. member, e.g. εὔ-ρυθμος `with a beautifully regular movement, rhythmically, well-proportioned' with - ία f. (Att.).Derivatives: ῥυθμ-ικός `rhythmic' (Pl.; Chantraine Études 135), - ιος `id.' (Hdn. Gr.); - ίζω, also w. prefix, esp. μετα-, `to make regular, to organise, to set up, to instruct, to form' (IA.), - έω `to organise, to determine' (Athen Va), - όομαι `to develop' (Democr. 197 [- σμ-]; - όω uncertain ibd. 33).Origin: IE [Indo-European] [1003] *sreu̯- `stream'Etymology: Already the shortness of the ῠ (e.g. A. Ch. 797) makes the connection with ἔρυμαι, ῥύομαι `avert, protect' with ῥῡτήρ `protector, guardian' (Leemans Ant. class. 17, 403ff., Renehan ClassPhil. 58, 36f. after Jaeger Paideia 1, 174f. [prop. "keep in bonds"]) or with ἐρύω `draw' with ῥῡτήρ `rein' (Krogmann KZ 71, 110f. after Hirt), which is also semant. not very evident, quite improbable. For the old explanation from ῥέω `flow, stream', against which rightly Benveniste Journ. de psych. norm. et pathol. 44 (1951) 401 ff., Wolf WienStud. 68, 99 ff. (with survey of other interpretations), Porzig Satzinhalte 237. So orig. meaning "streaming, stream" as symbol of a quiet and even movement (cf. Curtius 353). On the meaning of ῥυθμός still E. Wolf Bed. von ῥυθμός bei Platon (Diss. Innsbruck 1947), Leemans l.c., Waltz Rev. et. lat. 26, 109 ff. ( ῥυθμός and numerus). S. also C. Sandoz, Les noms grecs de la forme (Neuchâtel 1971) 58-77.Page in Frisk: 2,664-665Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥυθμός
-
3 ρυθμός
-
4 ῥυθμός
-
5 ῥυθμός
-
6 ῥυθμός
ῥυθμός, ὁ, jede Bewegung, bes. wobei ein gewisses Maß stattfindet. Dah., (1) eigtl. das Zeitmaß, der Takt, bei dem Tanz, der Musik, dem Versmaß od. in sonst einer abgemessenen, taktmäßigen Bewegung, wofür auch wir das Wort Rhythmus brauchen; ῥυϑμοὺς σαλπίζειν vrbdt, nach dem Takte blasen od. mit der Trompete den Takt angeben; Rhett. u. Gramm., der Wohlklang der Rede, der Tonfall, der aus schönem Ebenmaße der Silben, Wörter u. Sätze entspringt; (2) Gleichmaß, Ebenmaß des Raumes, richtiges, schönes Verhältnis der Teile; vom ῥυϑμός der Harnische, wo es dem ἁρμόττοντας ποιεῖν entspricht; die nach einem bestimmten Ebenmaße bestimmte Form oder Gestalt; γραμμάτων ῥυσμός, die Gestalt der Buchstaben, wie von der Gestalt eines Trinkgefäßes; (3) überhaupt das rechte Maß. Auch die Art u. Weise, die Gemütsart; der Zustand des Menschen überhaupt; Proportion, Verhältnis -
7 ρυθμος
ион. ῥυσμός ὅ (в атт. тж. ῠ)1) размеренность, ритм, тактτῇ τῆς κινήσεως τάξει ῥ. ὄνομά (ἐστιν) Plat. — определенный порядок движения называется ритмом;
μετὰ ῥυθμοῦ Thuc. и ἐν ῥυθμῷ Plat., Xen. — в такт, ритмично;ῥυθμοὺς σαλπίζειν Xen. — трубить в такт;ῥυθμῷ τινι Eur. — в известном порядке3) соразмерность, складность(τοῦ θώρακος Xen.)
4) вид, форма(τῶν γραμμάτων Her.)
Ἕλλην ῥ. πέπλων Eur. — греческий покрой одежд;τίνι ῥυθμῷ φόνου κτείνει Θυέστου παῖδα ; Eur. — каким образом убил он сына Тиеста? -
8 ῥυθμός
I measured motion, time, whether in sound or motion, Democr.15c; = ἡ τῆς κινήσεως τάξις, Pl.Lg. 665a, cf. 672e;ὁ ῥ. ἐκ τοῦ ταχέος καὶ βραδέος, ἐκ διενηνεγμένων πρότερον, ὕστερον δὲ ὁμολογησάντων γέγονε Id.Smp. 187b
, cf. Suid. s.v.; rhythm, opp. μέτρον and ἁρμονία, Ar. Nu. 638 sq., Pl.R. 397b, 398d, 601a, Arist.Rh. 1403b31;λόγοι μετὰ μουσικῆς καὶ ῥυθμῶν πεποιημένοι Isoc.15.46
; of Prose rhythm, Arist.Rh. 1408b29, D.H.Comp.17: defined by Aristox.Rhyth.1, Aristid.Quint.1.13.2 special phrases: ἐν ῥυθμῷ in time, of dancing, marching, etc.,βαίνειν ἐν ῥ. Pl.Lg. 670b
, cf. X.An.5.4.14;ὀρχεῖσθαι Id.Cyr.1.3.10
; ἐν τῷ ῥ. ἀναπνεῖν respire regularly, Arist.Pr. 882b1; soσωζόμενος ῥ. A.Ch. 797
(lyr.);μετὰ ῥυθμοῦ βαίνοντες Th.5.70
; ῥυθμὸν χορείας ὑπάγειν keep time, Ar.Th. 956 (lyr.); θάττονα ῥυθμὸν ἐπάγειν play in quicker time, X.Smp.2.22;πυρριχίῳ δρόμῳ καὶ ῥυθμῷ Hdn.4.2.9
, cf. Plb.4.20.6: pl., paces, Alcid.Soph. 17.II measure, proportion or symmetry of parts, at rest as well as in motion, κατὰ τὸν αὐτὸν ῥ. Pl.Lg. 728e.III generally, proportion, arrangement, order,ῥυθμῷ τινι E.Cyc. 398
(codd., but θ' ἑνὶ is prob.); οὐκ ἀπὸ ῥυσμοῦ εἰκάζω not without reason, Call. Epigr.44.5.IV state or condition of anything, temper, disposition, Thgn.964 (coupled with ὀργή and τρόπος); οἷος ῥυσμὸς ἀνθρώπους ἔχει Archil.66.7
; ; μένει.. χρῆμ' οὐδὲν ἐν ταὐτῷ ῥ. Eup.356.V form, shape of a thing, Democr.5i; identified by Arist. with σχῆμα, Metaph. 985b16, 1042b14; μετέβαλον τὸν ῥ. τῶν γραμμάτων changed the form or shape of the letters, Hdt.5.58; of Chian boots, Hp.Art.62; of the shape of a cup, Alex.59; of a breastplate, X.Mem.3.10.10; [ τοῦ θυσιαστηρίου] LXX 4 Ki.16.10;Αὐτονόας ῥ. ωὑτός Theoc.26.23
; so of the natural features of a country, D.P.271, 620; structure of a substance, κεγχροειδὲς τῷ ῥ., τῷ ῥ. σπογγῶδες, Dsc.5.77,118.VI manner, fashion of a thing,Ἕλλην ῥ. πέπλων E.Heracl. 130
; τίνι ῥ. φόνου; by what kind of slaughter? Id.El. 772, cf. Supp.94; ἐν τριγώνοις ῥυθμοῖς triangular- wise, A.Fr.78. [[pron. full] ῠ by nature, A.Ch. 797 (lyr.), E.Supp.94, etc.; [pron. full] ῡ by position in Thgn.964, etc.] -
9 ρυθμός
ο1) ритм; ритмичность, размеренность; 2) стройность; симметрия; 3) темп;η άνοδος τού ρυθμού της παραγωγής — рост темпов производства;
ρυθμοί ανάπτυξης темпы роста;4) стиль (зданий, мебели, посуды и т. п.); ордер (архит.); 5) муз. такт;σημαίνω τον ρυθμό — отбивать такт;
βηματίζω με ρυθμό — шагать в такт;
παίζω στον ρυθμό — играть в такт;
6) размер (стиха) -
10 ῥυθμός
-οῦ ὁ N 2 1-1-0-1-2=5 Ex 28,15; 2 Kgs 16,10; Ct 7,2; Wis 17,17; 19,18measured motion, rhythm Wis 17,17; rhythm, tune Wis 19,18; proportion, form, shape 2 Kgs 16,10ῥυθμοὶ μηρῶν the shapely contours (lines) of your thighs Ct 7,2Cf. LARCHER 1985 977.1085; LE BOULLUEC 1989, 286; RENEHAN 1975, 177; WEVERS 1990, 451 -
11 ρυθμός
[ритмос] ουσ α ритм, мерность, размеренность. (αρχιτ) стиль, ордер, (μουσ) такт. -
12 ρυθμός
(πχ. δωρικός)l'ordre -
13 ρυθμός
1) cadence2) relation3) rythme -
14 ρυθμός
rytmus -
15 ρυθμός
1) pace2) style3) tempoΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ρυθμός
-
16 παρά-ρυθμος
παρά-ρυθμος, = παράῤῥυϑμος, w. m. s.
-
17 παράῤ-ῥυθμος
παράῤ-ῥυθμος, außer dem Rhythmus, ohne Takt, παράρυϑμ' εὔρυϑμα δινεύματα, Ar. Thesm. 121; – vom Pulse, Galen.
-
18 τρίῤ-ῥυθμος
τρίῤ-ῥυθμος, mit, von drei Takten oder Füßen, Gramm.
-
19 τετράῤ-ῥυθμος
τετράῤ-ῥυθμος, aus vier Takten od. Versfüßen bestehend, Schol. Ar. Ach. 665.
-
20 φιλόῤ-ῥυθμος
φιλόῤ-ῥυθμος, den Rhythmus, den Tact, das Zeitmaaß liebend, Plut. de music.
См. также в других словарях:
ῥυθμός — any regular recurring motion masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… … Dictionary of Greek
ρυθμός — ο 1. εναλλαγή κινήσεων με ορισμένη τάξη: Κωπηλατούσαν με ρυθμό. 2. εναλλαγή φθόγγων και ήχων (στη μουσική και την ποίηση) με ορισμένη τάξη: Το ποίημα αυτό δεν έχει ρυθμό. 3. συμμετρία, αναλογία των μερών μεταξύ τους και προς το σύνολο: Τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νέος Ρυθμός — Ρυθμός που επικράτησε σε ολόκληρη την Ευρώπη στην τελευταία δεκαετία του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού κυρίως στον τομέα των εφαρμοσμένων τεχνών και της αρχιτεκτονικής. Ο Ν.Ρ., που είδε το φως στις «σετσεσιόν» του Μονάχου και της Βιέννης,… … Dictionary of Greek
σύνθετος ρυθμός — (ordo compositus). Αρχιτεκτονικός ρυθμός του 1ου αι. μ.Χ., που τον χρησιμοποίησαν ιδιαίτερα οι αρχιτέκτονες της Αναγέννησης, και μάλιστα στον 16o αι. θιασώτες του ρυθμού αυτού ήταν οι Βινιόλα και Παλάντιο στην Ιταλία και ο Ντελόρμ στη Γαλλία. Ο σ … Dictionary of Greek
τοσκανικός ρυθμός — Ονομάζεται έτσι ο αρχαιότερος και πιο απλός από τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς των Ρωμαίων. Αποτελεί αρχαϊκή παραλλαγή του ελληνικού δωρικού ρυθμού, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η έλλειψη τρίγλυφων ραβδώσεων στους κίονες πάνω στο… … Dictionary of Greek
βικτοριανός ρυθμός — Καλλιτεχνικό ρεύμα στον χώρο της αρχιτεκτονικής, της διακόσμησης και των επίπλων. Την ονομασία του αυτή οφείλει στην περίοδο (1835 85) κατά την οποία επικράτησε, περίοδος που συμπίπτει με το διάστημα της βασιλείας (1837 1901) της βασίλισσας… … Dictionary of Greek
κορινθιακός ρυθμός — Ο τρίτος και μεταγενέστερος ρυθμός της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, μετά από τον δωρικό και τον ιωνικό. Συνιστά παραλλαγή του ιωνικού, από τον οποίο διαφέρει μόνο στη μορφή του κιονόκρανου. Το κορινθιακό κιονόκρανο αποτελείται από τον κάλαθο … Dictionary of Greek
μανουελινός, ρυθμός — Διακοσμητικός ρυθμός στην πορτογαλική αρχιτεκτονική της εποχής του βασιλιά Μανουέλ A’ (1495 1521). Την περίοδο εκείνη όταν η Πορτογαλία γνώρισε αξιόλογη καλλιτεχνική, πολιτική και οικονομική ανάπτυξη. Το μ. στιλ διακρίνεται για τη φαντασία και τη … Dictionary of Greek
δωρικός ρυθμός — Ο αρχαιότερος από τους τρεις ρυθμούς της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής· οι άλλοι δύο είναι ο ιωνικός και o κορινθιακός. Πήρε την ονομασία του από τους Δωριείς και διαμορφώθηκε στην Ελλάδα και στις ελληνικές αποικίες της νότιας Ιταλίας και της… … Dictionary of Greek
ιωνικός ρυθμός — Ο ένας από τους τρεις αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της ελληνικής αρχαιότητας. Διαμορφώθηκε τον 7o και 6o αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, όπως υποδηλώνει η ονομασία του και αποδεικνύουν οι τόποι ανεύρεσης των αρχαιότερων τεκμηρίων. Ο ι.ρ. είναι ελαφρύτερος… … Dictionary of Greek