-
1 σφαγεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαγεύς
-
2 σφαγεῖον
A bowl for catching the blood of the victim in sacrifices, E.El. 800, IT 335, Cyc. 395 (dub. l.), Ar.Th. 754, IG 22.1543: pl., ib.1424a145:—in A.Ag. 1092, for ἀνδρὸς σφάγιον Dobree restored ἀνδροσφαγεῖον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαγεῖον
-
3 σφαγή
σφᾰγ-ή, ἡ,A slaughter; the sg. is freq. in E., as Hec. 571, 1037, al.; in pl., A.Eu. 187, 450, S.El.37, E.Hec. 522, al.; ἕστηκε.. μῆλα πρὸς σφαγὰς πυρός ready for the sacrificial fire, A.Ag. 1057; πολυθύτους τεύχειν ς. to offer many sacrifices, S.Tr. 756: also in Prose,ὑπὸ σφαγῆς Pl.R. 610b
;θανάτους τε καὶ σφαγάς Id.Lg. 682e
;σφαγὰς ποιεῖσθαι X.HG 4.4.2
; σφαγὰς τῶν γνωρίμων ποιήσαντες ib.2.2.6, cf. Isoc.8.96, D.19.260;ἐν ταῖς πόλεσι σφαγὰς ἐμποιοῦντες Isoc.5.107
.2 with collat. sense of a wound, αἷμα τῶν ἐμῶν ς. S.Tr. 573, cf. 717; ἐκφυσιῶν.. αἵματος σφαγήν the blood gushing from the wound, A.Ag. 1389; καθάρμοσον σφαγάς close the gaping wound, E.El. 1228 (lyr.);ἐσφάγη.. σφαγὴν βραχεῖαν Ath.9.381a
.II the throat, the spot where the victim is struck (κοινὸν μέρος αὐχένος καὶ στήθους σφαγή Arist. HA 493b7
), Antipho 5.69: pl.,ἐν σφαγαῖσι βάψασα ξίφος A.Pr. 863
;ἐς σφαγὰς ὦσαι ξίφος E.Or. 291
; so in prose,οἰστοὺς.. ἐς τὰς σ. καθιέντες Th.4.48
, cf. Sor.2.63; εἰς τὴν κεφαλὴν.. διὰ τῶν ς. Arist. HA 511b35. -
4 σφαγιάζομαι
A slay a victim, sacrifice, Hdt.9.61, 72: abs., ἐσφαγιάζετο αὐτῷ [ τῷ ποταμῷ] Id.6.76 (but just below, σφαγιασάμενος τῇ θαλάσσῃ ταῦρον); σ. τῇ Ἀγροτέρᾳ X.HG4.2.20
, cf. An.4.5.4; σ. εἰς τὸν ποταμόν ib.4.3.18.II [voice] Act. [full] σφαγιάζω, Ar.Av. 569 (anap.), D.S.13.86, Parth.35.2, Plu.2.221a: also [tense] pres. [voice] Pass.,ὅταν χίμαιρα σφαγιάζηται X.Lac.13.8
; [tense] pres. part. [voice] Pass., Ar.Av. 570 (anap.): [tense] aor. part. [voice] Pass.σφαγιασθείς Hdt.7.180
, SIG685.27 (Crete, ii B.C.), BMus.Inscr.1036 (Caria, ii/i B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαγιάζομαι
-
5 σφαγιασμός
σφᾰγ-ιασμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαγιασμός
-
6 σφαγίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαγίδιον
-
7 σφάγιον
σφᾰγ-ιον, τό,A victim, offering,σφάγιον ἔθετο ματέρα E.Or. 842
(lyr.);σὴν παῖδ' Ἀχιλεῖ σ. θέσθαι Id.Hec. 109
(anap.); διδόναι τύμβῳ ς. ib. 119 (anap.); : mostly in pl., ;τὰ σ. ἐγίνετο καλά Hdt.6.112
, cf. A.Th. 379, X. An.1.8.15;οὐ γάρ σφι ἐγίνετο τὰ σ. χρηστά Hdt.9.61
, cf. 62; τὰ σ. οὐ δύναται καταθύμια γενέσθαι ib.45; τῶν σ. οὐ γινομένων (without any Adj.) not proving favourable, ib.61; σ. ἔρδειν, τέμνειν, A.Th. 230, E.Supp. 1196;προφέρειν Th.6.69
;ἅπτεσθαι τῶν ς Antipho 5.12
; τὰ σ. δέξαι, addressed to a goddess, Ar.Lys. 204.2 in E. also, slaughter, sacrifice,δοῦλα σφάγια Hec. 135
(anap.);σφάγια τέκνων Or. 815
(lyr.), cf. 658.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφάγιον
-
8 σφάγιος
A slaying, slaughtering, σ. μόρος slaughter, S.Ant. 1291 (lyr.); fatal, deadly, Hp.Fract.35;σ. ξίφεα Man.1.316
.II σφαγία· ἡ τῆς ἱερουργίας ἡμέρα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφάγιος
-
9 σφαγιστήριον
σφᾰγ-ιστήριον, τό,A = σφαγεῖον, Sch.Lyc.194.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαγιστήριον
-
10 σφαγίς
-
11 σφάγμα
-
12 σφαγῖτις
Aσφαγή 11
) of the throat,φλέβες σφαγίτιδες Arist.HA 514a4
, Gal.2.801, 14.718: sg., Id.2.798, Orib.45.17.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαγῖτις
-
13 σφάζω
Grammatical information: v.Meaning: `to slaughter (by cutting the throat), to kill, to sacrifice' (Il.).Other forms: - άττω (young-Att., anal. [Schwyzer 715]), - άδδω (Boeot.), aor. σφάξαι (Il.), pass. σφαγῆναι (IA. etc.), - χθῆναι (Pi., Hdt., E. in lyr. a.o.), fut. σφάξω (E. a.o.), pass. - γήσομαι (Att.), perf. midd. ἔσφαγμαι (Od.), act. ἔσφακα (late).Derivatives: 1. σφαγ-ή ( δια-, κατα-) f. `slaughter, killing; throat' (trag., Att. prose etc.) with - ῖτις ( φλέψ) `belonging to the throat (to the slaughter?)' (medic., Arist.; Redard 102), - εύς m. `slaughterer, sacrificial knife' (S., E., decrees ap. And., D. a.o.; Bosshardt 41). 2. - ιος `belonging to the slaughter, killing' (Hp., S. in lyr. a.o.); - ιον ( προ-), -mostly pl. - ια n. `victim, oblation, esp. before a battle' (IA.; Eitrem Symb. Oslo. 18,9ff.) with - ιάζομαι, - ιάζω `to slaughter, to sacrifice' (IA.), - ιασμός m. (E. in lyr., Plu. a.o.). 3. - ίς f. `slaughter-knife, sacrificial knife' (E. a.o.; also referring to σφαγή, Chantraine Form. 338) with - ίδιον (Suid.); but ἐπι-σφαγ-ίς `nape of the neck, where the axe strikes' and παρα-σφαγ-ίς `part next to the throat' (Poll.) Hypostases of σφαγή. 4. - εῖον n. `slaughtering-bowl, sacrificial bowl' (A., E., Ar., inscr.; from σφαγ-ή or - εύς?, cf. ἱερεῖον; on - ιον, - εῖον Schwyzer 470). 5. - ιστήριον = - εῖον (sch.). 6. σφάγμα n. `the killing' (sch.), futher only to the prefixed verbs, e.g. πρόσφαγ-μα (A., E. a.o.). 7. σφάκ-της m. `murderer' (late), in compp., e.g. καλαμο- σφάζω `one who kills with a pin' (Ph.), with - τικη μάχαιρα (Zonar.) 8. - τήρ m. `id.', only δια- σφάζω, χιμαρο- σφάζω (AP), - τρια f. `sacrificial priestess' (Ael.). 9. - τρον n. `sacrificial tax' (Palmyra IIp, Poll.). 10. - σφάξ, e.g. δια-σφάξ, - άγος f. `rip, split, chasm' (Hdt. a.o.). 11. - σφαγ-ία f., e.g. βοο- σφάζω `the killing of oxen' ( APl.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: The above regular system can be without difficulty be understood as a Greek creation from a primary verb σφάζω, σφάξαι or a noun σφαγ-. -- No agreement outside Greek. Untenable hypotheses are mentioned by Bq and WP. 2, 653 (after Prellwitz and Persson), also in Hofmann Et. Wb. (to Arm. spananem `kill'). Cf. φάσγανον. -- Furnée 300 connects φάσγανον as φασγ-\/ σφαγ-; hard to consider as certain.Page in Frisk: 2,825-826Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σφάζω
См. также в других словарях:
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
σφάζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. σφάττω και βοιωτ. τ. σφάδδω Α 1. θανατώνω κάποιον κόβοντάς του τον λαιμό 2. (γενικά) φονεύω, σκοτώνω με μαχαίρι, ξίφος ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο 3. μτφ. πληγώνω βαθιά, βασανίζω, ταλαιπωρώ (α. «τα λόγια της τόν έσφαξαν» β. «βλέπε … Dictionary of Greek
φάσφανο — το / φάσγανον, ΝΜΑ όργανο σφαγής, ξίφος, σπαθί, μαχαίρι αρχ. 1. το ξιφοειδές οστό, το ραχοκόκαλο ορισμένων ψαριών 2. βοτ. α) το φυτό ξιφίον, κν. γνωστό σήμερα ως σπαθόχορτο β) το φυτό ξάνθιον 3. το φυτό ασπάλαθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ., αβέβαιης… … Dictionary of Greek
κυνοσφαγής — κυνοσφαγής, ές (Α) (για την Εκάτη) αυτή προς τιμήν τής οποίας θυσιάζονται σκύλοι («τῆς κυνοσφαγοῡς θεᾱς», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) + σφαγής (< θ. σφαγ , πρβλ. ἐ σφάγ ην, παθ. αόρ. τού σφάζω / σφάττω), πρβλ. νεο σφαγής] … Dictionary of Greek
μηλοσφάγος — μηλοσφάγος, ον (Α) αυτός που θυσιάζει πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + σφάγος (< θ. σφαγ , πρβλ. ἐ σφάγ ην παθ. αόρ. τού σφάζω / σφάττω), πρβλ. ταυρο σφάγος, χοιρο σφάγος] … Dictionary of Greek
εθελοσφαγούμαι — ἐθελοσφαγοῡμαι ( έομαι) (Μ) προσφέρομαι να σφαγιασθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < εθέλω + θ. σφαγ (εσφάγην σφάζω)] … Dictionary of Greek
λάγανο — το (Α λάγανον) νεοελλ. πρόχειρο ψωμί ψημένο σε χόβολη, σε ζεστή στάχτη, σταχτόπιτα αρχ. λεπτή πίτα ζυμωμένη και ψημένη με λάδι, που μπορεί να αποτελείται και από πολλά λεπτά φύλλα ζύμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαγ (πρβλ. λαγαίω) + επίθημα ανο (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ναγεύς — ναυγεύς, ὁ (ΑΜ) το γουδοχέρι, ο κόπανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ναγ (πρβλ. νέ ναγ μαι, παθ. παρακμ. τού ρ. νάσσω «συνθλίβω, πιέζω») + επίθημα εύς (πρβλ. μαγ εύς, σφαγ εύς)] … Dictionary of Greek
παρασφαγίς — ἡ, Α το σημείο τής περιοχής τού τραχήλου ή τού λάρυγγα όπου σφάζεται το ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θ. σφαγ τού σφάζω (πρβλ. σφαγή) + επίθημα ίς] … Dictionary of Greek
παρθενόσφαγος — ον, Α αυτός που προέρχεται από αίμα σφαγμένης παρθένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + σφαγος (< θ. σφαγ τού σφάζω, πρβλ. ἐσφάγ ην), πρβλ. ταυρό σφαγος] … Dictionary of Greek
σφαγάδι — το, Ν σφαγάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σφαγ τού σφάζω (πρβλ. σφαγή) + κατάλ άδι (πρβλ. κοπ άδι)] … Dictionary of Greek