-
1 βοό-στικτος
βοό-στικτος, ϑυηλή, zw., Nonn. D. 5. 281.
-
2 βοό-στολος
βοό-στολος, vom Stier getragen, Nonn. D. 1, 66.
-
3 βοό-τροχος
βοό-τροχος, von Rindern durchlaufen, Nonn. D. 14, 377, Gräfe ändert - τρόφος.
-
4 βοό-κραιρος
βοό-κραιρος, ochsenhornig, Nonn. D. 13, 314 u. öfter.
-
5 βοό-κτιτος
βοό-κτιτος, durch eine Kuh gegründet, τείχεα Θήβης Nonn. D. 25, 415, Anspielung auf die Kuh des Kadmus.
-
6 βοό-κλεψ
-
7 βοό-γληνος
βοό-γληνος, Nonn. D. 7, 260 u. öfter, = βοῶπις.
-
8 βοο-σφαγία
βοο-σφαγία, ἡ, das Rinderschlachten, Ep. ad. 287 ( Plan. 101).
-
9 βοο-σκόπος
βοο-σκόπος, nach Rindern spähend, Ochsen bewachend, Nonn. D. 20, 84 u. öfter.
-
10 βοο-τρόφος
βοο-τρόφος, Rinder ernährend, D. Per. 558.
-
11 βοο-κτασία
βοο-κτασία, ἡ, das Ochsentödten, Ap. Rh. 4, 1724; Antip. Sid. 18; Leon. T. 51 (VI, 115. 263).
-
12 βοο-ζύγιον
βοο-ζύγιον, τό, = βουζύγιον.
-
13 βοο-ειδής
βοο-ειδής, ές, ochsengestaltig, Sp.
-
14 βοο-κλόπος
βοο-κλόπος, Ochsen stehlend, Orph. Arg. 1055 Nonn. D. 1, 137.
-
15 βοο-δμητήρ
βοο-δμητήρ, ῆρος, Stierbändiger, -überwältiger, λέων Qu. Sm. 1, 524. 588.
-
16 βοο-βοσκός
βοο-βοσκός, ὁ, Ochsenhirt, Suid.
-
17 βοοπρόσωπος
βοο-πρόσωπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοοπρόσωπος
-
18 βοοβοσκός
βοο-βοσκός, ὁ,A herdsman, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοοβοσκός
-
19 βοόγληνος
βοό-γληνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοόγληνος
-
20 βοοζύγιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοοζύγιον
См. также в других словарях:
СОХА — • Arātrum, αροτρον, или плуг, орудие для разрыхления пахотной земли или для вспашки поля, изобретенное будто бы Бузигом или Триптолемом. Plin. 7, 56, 199. Гесиод изображает два вида греческого плуга (op. et. d. 431 слл.): 1.… … Реальный словарь классических древностей
КИПР — • Cyprus, ή Κύπρος, в Ветхом Завете Киттим, по имени города Кития, н. Кибрис, один из самых значительных островов Средиземного моря, в углу между Киликией и Сирией, отделяющийся от первой Киликийским проливом (Αυλών). Древние… … Реальный словарь классических древностей
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
ιερακοτρόφος — ο (ΑΜ ἱερακοτρόφος, ον) αυτός που τρέφει γεράκια (νεοελλ. μσν.) το αρσ. ως ουσ. ο ιερακοτρόφος ο γερακάρης, αυτός που τρέφει και εκπαιδεύει γεράκια αρχ. ως ουσ. ο μαθητής τού Ιέρακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + τροφος < τρέφω (πρβλ. βοο… … Dictionary of Greek
ιπποσόας — ἱπποσόας και ίπποσσόος, ό, θηλ. ἱπποσόα (Α) 1. αυτός που κεντρίζει, που διεγείρει τους ίππους για να τρέξουν («ἱπποσόας Ἰόλαος», Πίνδ.) 2. το θηλ. ίπποσόα επίθ. τής θεάς Αρτέμιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + σόας (< σεύω «κυνηγώ»). Τα υπόλοιπα… … Dictionary of Greek
κεμαδοσσόος — κεμαδοσσόος, ον (Α) αυτός που κυνηγάει ελάφια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεμάς, άδος + σσόος (< σεύω «κυνηγώ»), πρβλ. βοο σσόος, ιππο σσόος] … Dictionary of Greek
κυνοκλόπος — κυνοκλόπος, ον (Α) αυτός που κλέβει σκύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. βοο κλόπος, φρενο κλόπος] … Dictionary of Greek
κυνοραιστής — και κυνορ(ρ)αίστης και κυνοραϊστής, ο (Α κυνοραιστής, οῡ) παράσιτο τών σκύλων, κρότωνας, τσιμπούρι («ἔνθα κύων κεῑτ Ἄργος ἐνίπλειος κυνοραιστέων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ρ(ρ)αίστης / ρ(ρ)αϊστής (< ραίω «συντρίβω, καταστρέφω») πρβλ … Dictionary of Greek
μοσχοθύτης — μοσχοθύτης, ὁ (Α) αυτός που θυσιάζει ή σφάζει μόσχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχο + θύτης (< θύω «θυσιάζω»), πρβλ. βοο θύτης, μηλο θύτης] … Dictionary of Greek
Boopie — Bo|opi̲e̲ [zu gr. βου̃ς, Gen.: βοος = Rind, Ochse, Kuh u. gr. ὠψ, Gen.: ὠπος = Auge; Gesicht] w; : „Kuhäugigkeit“, schmachtender Gesichtsausdruck bei Hysterie … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke