Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δια-σφάξ

См. также в других словарях:

  • διασφάξ — η (AM διασφάξ) 1. κάθε άνοιγμα που δημιουργήθηκε βίαια, χαράδρα, φαράγγι, βαθιά σχισμή βράχου, ρέμα 2. χάσμα στη γη αρχ. 1. σχισμή αιμοφόρων αγγείων 2. σχισμή τού ήπατος 3. σχισμή ή κοιλότητα γύρω από τα βράγχια τών ψαριών 4. το γυναικείο αιδοίο …   Dictionary of Greek

  • νεοσφάξ — νεοσφάξ, ό και ἡ (Α) νεοσφαγής·. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεο(ο) * + *σφαξ (< σφάζω), πρβλ. δια σφάξ] …   Dictionary of Greek

  • σφάζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. σφάττω και βοιωτ. τ. σφάδδω Α 1. θανατώνω κάποιον κόβοντάς του τον λαιμό 2. (γενικά) φονεύω, σκοτώνω με μαχαίρι, ξίφος ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο 3. μτφ. πληγώνω βαθιά, βασανίζω, ταλαιπωρώ (α. «τα λόγια της τόν έσφαξαν» β. «βλέπε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»