Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σφάξ

См. также в других словарях:

  • σφάξ — Πόλη και λιμάνι της Τυνησίας, πρωτεύουσα διοικητικής περιφέρειας. Είναι χτισμένη κοντά στα ερείπια της αρχαίας ρωμαϊκής πόλης Ταπαρούρα και αποτελεί σήμερα το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι της χώρας. Έχει αξιόλογη βιομηχανία, κυρίως υπερφωσφορικών… …   Dictionary of Greek

  • σφάξ — σφά̱ξ , σφήξ wasp masc nom/voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφάξ' — σφάξαι , σφάζω slay aor imperat mid 2nd sg σφάξαι , σφάζω slay aor inf act σφάξα , σφάζω slay aor ind act 1st sg (homeric ionic) σφάξε , σφάζω slay aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… …   Dictionary of Greek

  • διασφάξ — η (AM διασφάξ) 1. κάθε άνοιγμα που δημιουργήθηκε βίαια, χαράδρα, φαράγγι, βαθιά σχισμή βράχου, ρέμα 2. χάσμα στη γη αρχ. 1. σχισμή αιμοφόρων αγγείων 2. σχισμή τού ήπατος 3. σχισμή ή κοιλότητα γύρω από τα βράγχια τών ψαριών 4. το γυναικείο αιδοίο …   Dictionary of Greek

  • νεοσφάξ — νεοσφάξ, ό και ἡ (Α) νεοσφαγής·. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεο(ο) * + *σφαξ (< σφάζω), πρβλ. δια σφάξ] …   Dictionary of Greek

  • Sfakia — Σφακιά The village of Sfakia. Location …   Wikipedia

  • σφάζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. σφάττω και βοιωτ. τ. σφάδδω Α 1. θανατώνω κάποιον κόβοντάς του τον λαιμό 2. (γενικά) φονεύω, σκοτώνω με μαχαίρι, ξίφος ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο 3. μτφ. πληγώνω βαθιά, βασανίζω, ταλαιπωρώ (α. «τα λόγια της τόν έσφαξαν» β. «βλέπε …   Dictionary of Greek

  • σφήκα — και σφήγκα, η / σφήξ, ηκός, ὁ, ΝΜΑ, και σπαν. σφήξ, ηκός, η, και δωρ. τ. σφάξ, ακός, Α κοινή σήμερα ονομασία υμενόπτερων εντόμων τα οποία, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια vespidae και είναι πολύ συγγενικά με τις… …   Dictionary of Greek

  • σφήξ — ηκός, ὁ, ΜΑ, και σπαν. σφήξ, ηκός, ἡ, και δωρ. τ. σφάξ, ακός, Α βλ. σφήκα …   Dictionary of Greek

  • σύρτις — Ονομασία δύο αβαθών κόλπων της Λιβυκής θάλασσας, που σχηματίζονται από τις ακτές της Λιβύης και της Τυνησίας. 1. Μεγάλη Σ. Σχηματίζεται από τις νοτιοανατολικές ακτές της Τυνησίας και της Τριπολίτιδας, έχει άνοιγμα 216 χλμ. και βάθος 97 χλμ. Τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»