-
1 ενεδρευω
1) (где-л.) устраивать засаду(ἐς τὸν Ἐνυάλιον Thuc., med. εἰς Φλιοῦντα Xen.)
χωρίον κρεῖττον ἐνεδρεῦσαι Plut. — место, более удобное для засад;ἐ. τινά Dem., Plut.; — строить козни против кого-л.2) pass. (где-л.) попадать в засаду, перен. становиться жертвой кознейπρὸς ἀσφάλειαν τοῦ μέ ἐ. Arst. — чтобы предохранить себя от засады;
τῷ χρόνῳ ἐνεδρευθῆναί τι Dem. — коварным образом быть лишенным достаточного времени для чего-л.;παντὴ τρόπῳ ἐνηδρευμένος Luc. — будучи жертвой всяческих козней -
2 συνεπιλαμβάνω
A take part with a person,λόγῳ καὶ ἔργῳ σ. τινί Th.2.8
;τοῦ βίου Max.
Tyr.14.7;πρὸς ἀσφάλειαν ἑκατέρῳ ἑκάτερος Id.16.8
: c. dat. rei,τῇ σωτηρίᾳ τῆς νεώς.. Id.21.4
: abs., assist, PPetr.3p.57 (iii B.C.), Arr.An.6.3.3, Gal.6.212.II [voice] Med., take part in together, partake in, c. gen. rei, τοῦ στρατεύματος, τοῦ πολέμου, Hdt. 3.48, 5.45, cf. Th.8.26: abs., Id.1.115, OGI244.36 (Daphne, iii/ii B.C.).2 σ. τινί τινος take part with or assist one in a thing,σ. τινὶ τοῦ ἔργου Luc.Prom.13
, cf. Im.8; σ. τισὶ σωτηρίας help them towards it, Plb.11.24.8, etc.; σ. τισὶ τοῦ φόβου contribute towards increasing their fear, Th.6.70: c. dat. pers. only, take part with, support, Id.3.74, Plb.5.90.2, etc.; συνεπιλαβοῦ (sc. αὐτῷ) ἵνα κομίσηται help him to recover (the money), PCair.Zen.553.9 (iii B.C.);συνεπιλαβόμενος τοῦ ἐντυχεῖν αὐτὸν Ἀπολλωνίῳ τὴν ταχίστην PMich.Zen.23.7
(iii B.C.).3 c. gen. pers., τῶν Ἑλλήνων ς. help in (the persuasion of) the Greeks, Plu.Them.12.4 c. gen. rei, take also into consideration, Ptol.Phas.p.11 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεπιλαμβάνω
-
3 σύστασις
A bringing together, introduction, recommendation, πατρικὴν ἔχων ς. Plb.1.78.1; ἡ πρός τινα ς. Id.4.82.3, cf. SIG591.62 (Lampsacus. ii B.C.), D.H.Rh.5.2, Plu.Them.27;σ. τῆς πρός τινα εὐνοίας J.AJ15
.b.7; care, guardianship, ἔτινηπίας οὔσας ([etym.] ἀπέδωκεν[]) (ii B.C.); power of attorney, PTeb.317.14 (ii A.D.), etc.2 communication between a man and a god,ταῦτα σοῦ εἰπόντος τρίς, σημεῖον ἔσται τῆς συστάσεως τόδε PMag.Par.1.209
, cf. 220,260, al., PMag.Lond.47.1,121.505.II proof, Alex.Aphr.in Metaph.12.3, 409.16; confirmation, εἰς σύστασιν [ τῶν ἀξιωμάτων] καὶ πίστιν ib.271.14;σ. καὶ πίστεις τινός Hermog. Id.1.10
;πρὸς σύστασιν καὶ ἀσφάλειαν ἐπωμοσάμην PLond.1.77.62
(vi A.D.), cf. BGU1187.31 (i B.C.).B ([etym.] συνίσταμαι) standing together, close combat, conflict,ἐν τῇ σ. μάχεσθαι Hdt.6.117
, cf. 7.167; ἡ ἐν ταῖς συμπλοκαῖς μάχη καὶ ς. Pl.Lg. 833a;ἡ ἐκ σ. μάχη Hdn.4.15.3
;ὅταν.. σύστασιν ὁ ἀγὼν ἔχῃ Plu.Demetr.16
, cf. Aem.20: metaph., disturbance in the human body,καθάρσεων καὶ συστάσεων τοῦ σώματος ἀρίστη ἡ διὰ τῶν γυμνασίων Pl. Ti. 89a
;καταστεῖλαι τὴν σ. τὴν ἀπὸ τοῦ γυμνασίου Antyll.
ap. Orib.6.26.5; σ. ὅλου τοῦ σώματος (as a plague-symptom) Ruf. ap. eund.44.17.2; ξ. τῆς γνώμης conflict of mind, intense anxiety, Th.7.71;μένος μὲν ξ. τε σῶν φρενῶν δεινή E.Hipp. 983
; soἤν τις πόνος ἢ σ. γίνηται τῷ ἀνθρώπῳ Hp.Morb.Sacr.17
vulg. (f.l. for τάσις).2 meeting, accumulation, e.g. of humours,σ. οὑγροῦ περὶ τὴν ὑπερῴην Id.Coac. 233
; of water. Thphr.CP5.14.5 (pl.), cf. D.S.3.36; of winds, ib. 51, POxy.1768.9 (iii A.D., dub.): metaph., ; combination,τραγῳδίαν.. εἶναι τὴν τούτων σ. πρέπουσαν ἀλλήλοις Id.Phdr. 268d
.3 knot of men assembled, E.Andr. 1088 (pl.), Heracl. 415 (pl.); [full] κατὰ ξυστάσεις γιγνόμενοι forming into knots, Th.2.21, cf. X. Eq.7.19.b political union, more general than ἑταιρεία or σύνοδος, Isoc.3.54, cf. D.45.67; ἐθνικαὶ ς. national unions, Plb.23.1.3;κατὰ συστάσεις κωμάζειν D.C.Fr.39.7
.II composition, structure, constitution of a person or a thing,τῶ κόσμω Ti.Locr.99d
, cf. Pl.Ti. 32c; τῶν ὡρῶν, τῆς ψυχῆς, Id.Smp. 188a, Ti. 36d; of the parts of an animal, Arist.PA 646a20, GA 744b28, al.;σώματος Sor.1.111
;τῶν ἀτόμων Epicur.Nat.35
G.; ἡ περὶ τὴν κεφαλὴν ς. Pl.Ti. 75b; φυσικὴ ς. Arist. Cat. 9b18;ἡ σ. τῆς πόλεως Id.Pol. 1295b28
, cf. 1332a30;τῶν πραγμάτων Id.Po. 1450a15
; τοῦ μύθου ib. 1452a18; abs., plot of a drama, ib. 1453a31;τὴν σ. ἔχειν ἐκ τοῦ ψεύδους Phld.Rh.1.361
S.; περὶ τρόπων συστάσεως, title of work by Chrysipp.; προσώπου ς. expression of face, Plu.Per.5.b abs., political constitution, Pl.R. 546a, Lg. 702d, etc.c χωρίον ἀμπελικὸν ἐν συστάσει ἀρουρῶν ὅσων ἐστίν consisting of.., PGiss.56.7 (vi A.D.).2 coming into existence, formation, , cf. c;πόλεων σ. καὶ φθοράς Id.Lg. 782a
; ἡ ἐξ ἀρχῆς τῶν ὅλων ς. D.S.1.7, cf. Plu.2.427b;τὴν σ. λαμβάνειν Arist.HA 547b14
, Plb.6.4.13, etc.; of a river,τὴν ἀρχὴν τῆς σ. λαμβάνειν Id.9.43.1
;σ. ἐπιβουλῆς Id.6.7.8
.3 of bodies, density or consistency, πυκνότης καὶ ς., opp. ὑγρότης καὶ διάχυσις, Thphr.Vent. 58;σ. καὶ πῆξις Plu.2.130b
; degree of solidity, consistency,σπέρμα.. τρυφερὰν ἔτι καὶ νεοπαγῆ τὴν σ. ἔχον Sor.1.46
, cf. 58; solid knot or lump, [ μαστοὶ] θρομβώδεις συστάσεις ἔχοντες ib.88;μέχρι συστάσεως ἐμπλαστρώδους ἑψηθέν Gal.11.134
, cf. 6.249, Dsc.3.7;τὰ ὑδατωδῶς ὑγρὰ πάχος καὶ σ. μηδεμίαν ἔχοντα Gal.16.761
; λεαίνεται μέχρι ς. Orib.Fr.55.4 a substance, πλάττειν ἐκ πηλοῦ ζῷον ἤ τινος ἄλλης ὑγρᾶς ς. Arist.PA 654b30, cf. Plu.2.696a; ξηραὶ ς. Arist.HA 519b19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύστασις
-
4 ποιέω
ποιέω, [dialect] Dor. [full] ποιϝέω IG4.800 ([place name] Troezen), etc.: [dialect] Ep. [tense] impf.Aποίεον Il. 20.147
; [var] contr.ποίει 18.482
; [dialect] Ion.ποιέεσκον Hdt.1.36
, 4.78: [tense] fut. ποιήσω: [tense] aor. ἐποίησα, [dialect] Ep.ποίησα Il.18.490
: [tense] pf. πεποίηκα:—[voice] Med., [dialect] Ion. [tense] impf.ποιεέσκετο Hdt.7.119
: [tense] fut.ποιήσομαι Il.9.397
: in pass. sense, Hp.Decent.11, Arist.Metaph. 1021a23: [tense] aor. ἐποιησάμην, [dialect] Ep.ποι- Od.5.251
, al.: [tense] pf. πεποίημαι in med. sense, And.4.22, Decr. ap. D. 18.29:—[voice] Pass., [tense] fut. ποιηθήσομαι ([etym.] μετα-) D.23.62, v. supr.;πεποιήσομαι Hp.Mul.1.11
,37: [tense] aor.ἐποιήθην Hdt.2.159
, etc. (used as [voice] Med. only in compd. προς-): [tense] pf.πεποίημαι Il.6.56
, etc.:—[dialect] Att. [full] ποῶ (EM 679.24), etc., is guaranteed by metre in Trag. and Com., as , , , etc., and found in cod. Laur. of S., cod. Rav. of Ar., also IG12.39.6 ([etym.] ποήσω), 82.9 ([etym.] ποεῖ), 154.7 ([etym.] ἐποησάτην), etc.; but ποι- is always written before -οι, -ου, -ω in Inscrr.: πο- also in [dialect] Aeol. ,75, Sapph. Supp.1.9, al., and Arc. ποέντω, = ποιούντων, IG5(2).6.9 (Tegea, iv B.C.); cf. ποιητής.A make, produce, first of something material, as manufactures, works of art, etc. (opp. πράττειν, Pl.Chrm. 163b), in Hom. freq. of building, π. δῶμα, τύμβον, Il.1.608,7.435;εἴδωλον Od.4.796
; π. πύλας ἐν [πύργοις] Il.7.339; of smith's work, π. σάκος ib. 222;ἐν [σάκεϊ] ποίει δαίδαλα πολλά 18.482
, cf. 490, 573: freq. in Inscrr. on works of art, Πολυμήδης ἐποίϝηh' (= ἐποίησε ) (vi B.C., cf. Class.Phil.20.139); (vi/v B.C.), etc.; ἐποίησε Τερψικλῆς ib.3b(Milet., vi B.C.), etc.;τίς.. τὴν λίθον ταύτην τέκτων ἐποίει; Herod.4.22
; εἵματα ἀπὸ ξύλων πεποιημένα made from trees, i.e. of cotton, Hdt.7.65;ναὸν ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἀργυρίου X.An. 5.3.9
;πλοῖα ἐκ τῆς ἀκάνθης ποιεύμενα Hdt.2.96
;καρβάτιναι πεποιημέναι ἐκ βοῶν X.An.4.5.14
: c. gen. materiae,πωρίνου λίθου π. τὸν νηόν Hdt.5.62
;ἔρυμα λίθων λογάδην πεποιημένον Th.4.31
;φοίνικος αἱ θύραι πεποιημέναι X.Cyr.7.5.22
: rarely to be made with.., 1.4; also τῶν τὰ κέρεα.. οἱ πήχεες ποιεῦνται the horns of which are made into the sides of the lyre, Hdt.4.192; also δέρμα εἰς περικεφαλαίας πεποίηται Sch.Patm.D.in BCH1.144:—[voice] Med., make for oneself, as of bees, οἰκία ποιήσωνται build them houses, Il.12.168, cf. 5.735, Od.5.251, 259, Hes.Op. 503; [ῥεῖθρον] π., of a river, Thphr. HP3.1.5; also, have a thing made, get it made,ὀβελούς Hdt.2.135
;στεφάνους οὓς ἐποιησάμην τῷ χορῷ D.21.16
, cf. X.An.5.3.5; τὸν Ἀπόλλω, i.e. a statue of A., Pl.Ep. 361a;αὑτοῦ εἰκόνας Plu. Them.5
, cf. Inscr.Prien.25.9 (iii B.C.?).2 create, bring into existence,γένος ἀνθρώπων χρύσεον Hes.Op. 110
, cf. Th. 161, 579, etc.; the creator,Pl.
Ti. 76c;ἕτερον Φίλιππον ποιήσετε D.4.11
:—[voice] Med., beget,υἱόν And.1.124
;ἔκ τινος Id.4.22
; παῖδας ποιεῖσθαι, = παιδοποιεῖσθαι, X.Cyr.5.3.19, D.57.43; conceive,παιδίον π. ἔκ τινος Pl.Smp. 203b
:—[voice] Act. in this sense only in later Gr., Plu.2.312a; of the woman, παιδίον ποιῆσαι ib.145d.3 generally, produce, ὕδωρ π., of Zeus, Ar.V. 261: impers., ἐὰν πλείω ποιῇ ὕδατα, = ἐὰν ὕη, Thphr.CP1.19.3; π. γάλα, of certain kinds of food, Arist.HA 522b32; ἄρρεν π., of an egg, Ael.VH1.15; μέλι ἄριστον π., of Hymettus, Str.9.1.23; π. καρπόν, of trees, Ev.Matt.3.10 (metaph. in religious sense, ib.8); of men, κριθὰς π. grow barley, Ar. Pax 1322;π. σίτου μεδίμνους D.42.20
; π. πενίαν, πλοῦτον, of the stars, Plot.2.3.1.b Math., make, produce, τομήν, σχῆμα, ὀρθὰς γωνίας, Archim. Sph.Cyl.1.16,38, Con.Sph.12; :—[voice] Pass., πεποιήσθω ὡς.. let it be contrived that.., Archim. Sph.Cyl.2.6.d π. τὸ πρόβλημα effect a solution of the problem, Apollon.Perg.Con.2.49,51; π. τὸ ἐπίταγμα fulfil, satisfy the required condition, Archim.Sph.Cyl.1.2,3.4 after Hom., of Poets, compose, write, π. διθύραμβον, ἔπεα, Hdt.1.23, 4.14;π. θεογονίην Ἕλλησι Id.2.53
; π. Φαίδραν, Σατύρους, Ar.Th. 153, 157; π. κωμῳδίαν, τραγῳδίαν, etc., Pl.Smp. 223d;παλινῳδίαν Isoc.10.64
, Pl.Phdr. 243b, etc.; : abs., write poetry, write as a poet,ὀρθῶς π. Hdt.3.38
;ἐν τοῖσι ἔπεσι π. Id.4.16
, cf. Pl. Ion 534b: folld. by a quotation,ἐπόησάς ποτε.. Ar.Th. 193
; ; , etc.b represent in poetry, , cf. 364c, Smp. 174b; ποιήσας τὸν Ἀχιλλέα λέγοντα having represented Achilles saying, Plu.2.105b, cf. 25d, Pl. Grg. 525d, 525e, Arist.Po. 1453b29.c describe in verse,θεὸν ἐν ἔπεσιν Pl.R. 379a
; ἐποίησα μύθους τοὺς Αἰσώπου put them into verse, Id.Phd. 61b;μῦθον Lycurg.100
.d invent,καινοὺς θεούς Pl.Euthphr.3b
; ὑπὸ ποιητέω τινὸς ποιηθὲν [τοὔνομα] Hdt.3.115;πεποιημένα ὀνόματα Arist.Rh. 1404b29
, cf.Po. 1457b2; opp. αὐτοφυῆ, κύρια, D.H.Is.7, Pomp. 2.II bring about, cause,τελευτήν Od.1.250
;γαλήνην 5.452
;φόβον Il.12.432
;σιωπὴν παρὰ πάντων X.HG6.3.10
;τέρψιν τοῖς θεωμένοις Id.Mem.3.10.8
;αἰσχύνην τῇ πόλει Isoc.7.54
, etc.; also of things,ἄνεμοι αὐτοὶ μὲν οὐχ ὁρῶνται· ἃ δὲ ποιοῦσι φανερά X.Mem.4.3.14
;ταὐτὸν ἐποίει αὐτοῖς νικᾶν τε μαχομένοις καὶ μηδὲ μάχεσθαι Th.7.6
, cf. 2.89.b c. acc. et inf., cause or bring about that..,σε θεοὶ ποίησαν ἱκέσθαι [ἐς] οἶκον Od.23.258
;π. τινὰ κλύειν S.Ph. 926
;π. τινὰ βλέψαι Ar.Pl. 459
, cf. 746;π. τινὰ τριηραρχεῖν Id.Eq. 912
, cf. Av.59; π. τινὰ αἰσχύνεσθαι, κλάειν, ἀπορεῖν, etc., X.Cyr.4.5.48, 2.2.13, Pl.Tht. 149a, etc.: with ὥστε inserted, X.Cyr.3.2.29, Ar.Eq. 351, etc.: folld. by a relat. clause,π. ὅκως ἔσται ἡ Κύπρος ἐλευθέρη Hdt.5.109
, cf. 1.209;ὡς ἂν.. εἰδείην ἐποίουν X.Cyr.6.3.18
:—also [voice] Med., ἐποιήσατο ὡς ἐν ἀσφαλεῖ εἶεν ib.6.1.23.2 procure,π. ἄδειάν τε καὶ κάθοδόν τινι Th.8.76
;ὁ νόμος π. τὴν κληρονομίαν τισί Is.11.1
; λόγος ἀργύριον τῷ λέγοντι π. gets him money, D.10.76:—[voice] Med., procure for oneself, gain,κλέος αὐτῇ ποιεῖτ' Od.2.126
;ἄδειαν Th.6.60
;τιμωρίαν ἀπό τινων Id.1.25
;τὸν βίον ἀπὸ γεωργίας X.Oec.6.11
, cf. Th.1.5.3 of sacrifices, festivals, etc., celebrate,π. ἱρά Hdt.9.19
, cf. 2.49 ([voice] Act. and [voice] Pass.);π. τὴν θυσίαν τῷ Ποσειδῶνι X.HG4.5.1
; π. Ἴσθμια ib.4.5.2;τῇ θεῷ ἑορτὴν δημοτελῆ π. Th.2.15
;παννυχίδα π. Pl.R. 328a
; π. σάββατα observe the Sabbath, LXXEx.31.16; π. ταφάς, of a public funeral, Pl. Mx. 234b;π. ἐπαρήν SIG38.30
(Teos, v B.C.); also of political assemblies,π. ἐκκλησίαν Ar.Eq. 746
, Th.1.139;π. μυστήρια Id.6.28
([voice] Pass.);ξύλλογον σφῶν αὐτῶν Id.1.67
:—[voice] Med.,ἀγορὴν ποιήσατο Il.8.2
;ἢν θυσίην τις ποιῆται Hdt.6.57
(v.l.);δημοσίᾳ ταφὰς ἐποιήσαντο Th.2.34
;π. ἀγῶνα Id.4.91
;π. ἐκκλησίαν τοῖς Γρᾳξὶ περὶ μισθοῦ Ar.Ach. 169
.4 of war and peace, πόλεμον π. cause or give rise to a war,πόλεμον ἡμῖν ἀντ' εἰρήνης πρὸς Αακεδαιμονίους π. Is.11.48
; but π. ποιησόμενοι about to make war (on one's own part), X.An.5.5.24; εἰρήνην π. bring about a peace (for others), Ar. Pax 1199;σπονδὰς π. X.An.4.3.14
;ξυμμαχίαν ποιῆσαι Th.2.29
; but εἰρήνην ποιεῖσθαι make peace (for oneself), And.3.11;σπονδὰς ποιήσασθαι Th.1.28
, etc.:—[voice] Pass.,ἐπεποίητο συμμαχίη Hdt.1.77
, etc.5 freq. in [voice] Med. with Nouns periphr. for the Verb derived from the Noun, μύθου ποιήσασθαι ἐπισχεσίην submit a plea, Od.21.71; ποιέεσθαι ὁδοιπορίην, for ὁδοιπορέειν, Hdt.2.29;π. ὁδόν Id.7.42
, 110, 112, etc.; π. πλόον, for πλέειν, Id.6.95, cf. Antipho 5.21; π. κομιδήν, for κομίζεσθαι, Hdt.6.95; θῶμα π. τὴν ἐργασίην, for θωμάζειν, Id.1.68; ὀργὴν π., for ὀργίζεσθαι, Id.3.25; λήθην π. τι, for λανθάνεσθαί τινος, Id.1.127; βουλὴν π., for βουλεύεσθαι, Id.6.101; συμβολὴν π., for συμβάλλεσθαι, Id.9.45; τὰς μάχας π., for μάχεσθαι, S.El. 302, etc.; καταφυγὴν π., for καταφεύγειν, Antipho 1.4; ἀγῶνα π., for ἀγωνίζεσθαι, Th.2.89; π. λόγον [τινός] make account of.., Hdt.7.156; but τοὺς λόγους π. hold a conference, Th.1.128; also simply for λέγειν, Lys.25.2, cf. Pl.R. 527a, etc.; also π. δι' ἀγγέλου, π. διὰ χρηστηρίων, communicate by a messenger, an oracle, Hdt.6.4, 8.134.III with Adj. as predic., make, render so and so, ποιῆσαί τινα ἄφρονα make one senseless, Od.23.12; [δῶρα] ὄλβια ποιεῖν make them blest, i.e. prosper them, 13.42, cf. Il.12.30;τοὺς Μήδους ἀσθενεῖς π. X.Cyr.1.5.2
, etc.;χρήσιμον ἐξ ἀχρήστου π. Pl.R. 411b
: with a Subst., ποιῆσαι ἀθύρματα make into playthings, Il. 15.363;ποιεῖν τινα βασιλῆα Od.1.387
;ταμίην ἀνέμων 10.21
;γέροντα 16.456
;ἄκοιτίν τινι Il.24.537
;γαμβρὸν ἑόν Hes.Th. 818
; [μύρμηκας] ἄνδρας π. [καὶ] γυναῖκας Id.Fr.76.5
;πολιήτας π. τινάς Hdt.7.156
;Ἀθηναῖον π. τινά Th.2.29
, etc.;π. τινὰ παράδειγμα Isoc.4.39
: hence, appoint, instal,τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρών LXX 1 Ki.12.6
;δώδεκα Ev.Marc.3.14
:—[voice] Med., ποιεῖσθαί τινα ἑταῖρον make him one's friend, Hes. Op. 707, cf. 714; π. τινὰ ἄλοχον or ἄκοιτιν take her to oneself as wife, Il.3.409, 9.397, cf. Od.5.120, etc.; π. τινὰ παῖδα make him one's son, i.e. adopt him as son, Il.9.495, etc.; θετὸν παῖδα π. adopt a son, Hdt. 6.57: without υἱόν, adopt,ἐπειδὴ οὐκ ἦσαν αὐτῷ παῖδες ἄρρενες, π. Λεωκράτη D.41.3
, cf. 39.6,33, 44.25, Pl.Lg. 923c, etc.;π. τινὰ θυγατέρα Hdt.4.180
: generally,ἅπαντας ἢ σῦς ἠὲ λύκους π. Od.10.433
;π. τινὰ πολίτην Isoc.9.54
; ;τὰ κρέα π. εὔτυκα Hdt. 1.119
; τὰ ἔπεα ἀπόρρητα π. making them a secret, Id.9.45, etc.; also ἑωυτοῦ ποιέεται τὸ.. ἔργον makes it his own, Id.1.129; .IV put in a certain place or condition, etc.,ἐμοὶ Ζεὺς.. ἐνὶ φρεσὶν ὧδε νόημα ποίησ' Od.14.274
; ; , cf. 71;ἐν αἰσχύνῃ π. τὴν πόλιν D.18.136
;τὰς ναῦς ἐπὶ τοῦ ξηροῦ π. Th.1.109
;ἔξω κεφαλὴν π. Hdt.5.33
;ἔξω βελῶν τὴν τάξιν π. X.Cyr.4.1.3
;ἐμαυτὸν ὡς πορρωτάτω π. τῶν ὑποψιῶν Isoc.3.37
; of troops, form them,ὡς ἂν κράτιστα.. X.An.5.2.11
, cf. 3.4.21; in politics,ἐς ὀλίγους τὰς ἀρχὰς π. Th.8.53
; and in war, π. Γετταλίαν ὑπὸ Φιλίππῳ bring it under his power, D.18.48;μήτε τοὺς νόμους μήθ' ὑμᾶς αὐτοὺς ἐπὶ τοῖς λέγουσι π. Id.58.61
:—[voice] Med.,ποιέεσθαι ὑπ' ἑωυτῷ Hdt.1.201
, cf.5.103, etc.;ὑπὸ χεῖρα X.Ages.1.22
; π. τινὰς ἐς φυλακήν, τὰ τῶν ξυμμάχων ἐς ἀσφάλειαν, Th.3.3, 8.1;τινὰς ἐς τὸ συμμαχικόν Hdt.9.106
; τὰ λεπτὰ πλοῖα ἐντὸς π. put the small vessels in the middle, Th.2.83, cf. 6.67; π. τινὰ ἐκποδών (v. ἐκποδών); ὄπισθεν π. τὸν ποταμόν X.An. 1.10.9
.2 Math., multiply, π. τὰ ιβ ἐπὶ τὰ έ, τὰ ζ ἐφ' ἑαυτὰ π., Hero Metr.1.8, 2.14.V [voice] Med., deem, consider, reckon a thing as.., συμφορὴν ποιέεσθαί τι take it for a misfortune, Hdt.1.83, 6.61; δεινὸν π. τι esteem it a grievous thing, take it ill, Id.1.127, etc. (rarely in [voice] Act.,δεινὰ π. 2.121
.έ, Th.5.42); μέγα π. c. inf., deem it a great matter that.., Hdt.8.3, cf. 3.42, etc.;μεγάλα π. ὅτι.. Id.1.119
; ἑρμαῖον π. τι count it clear gain, Pl.Grg. 489c;οὐκέτι ἀνασχετὸν π. τι Th.1.118
: freq. with Preps., δι' οὐδενὸς π. deem of no account, S.OC 584; ἐν ἐλαφρῷ, ἐν ὁμοίῳ π., Hdt.1.118,7.138;ἐν σμικρῷ μέρει S.Ph. 498
;ἐν ὀλιγωρίᾳ Th.4.5
;ἐν ὀργῇ D.1.16
; ἐν νόμῳ π. consider as lawful, Hdt. 1.131; ἐν ἀδείῃ π. consider as safe, Id.9.42;παρ' ὀλίγον π. τι X. An.6.6.11
; περὶ πολλοῦ π., Lat. magni facere, Lys.1.1, etc.; περὶ πλείονος, περὶ πλείστου π., Id.14.40, Pl.Ap. 21e, etc.; περὶ ὀλίγου, περὶ ἐλάττονος, Isoc.17.58, 18.63;περὶ παντός Id.2.15
(rarelyπολλοῦ π. τι Pl.Prt. 328d
); πρὸ πολλοῦ π. c. inf., Isoc.5.138.VI put the case, assume that..,ποιήσας ἀν' ὀγδώκοντα ἄνδρας ἐνεῖναι Hdt.7.184
, cf. 186, X.An.5.7.9: without inf., ἐν ἑκάστῃ ψυχῇ ποιήσωμεν περιστερεῶνά τινα (sc. εἶναι) Pl.Tht. 197d:—[voice] Pass., πεποιήσθω δή be it assumed then, ib.e; those who are reputed..,Id.
R. 498a, cf. 538c, 573b:—but for τὸν φιλόσοφον ποιώμεθα νομίζειν ib. 581d read τί οἰώμεθα..;VII of Time, οὐ π. χρόνον make no long time, i. e. not to delay, D.19.163 codd.; μακρότερον ποιεῖς you are taking too long, PCair.Zen.48.4 (iii B.C.); μέσας π. νύκτας let midnight come, Pl.Phlb. 50d, cf. AP11.85 (Lucill.); ἔξω μέσων νυκτῶν π. τὴν ὥραν put off the time of business to past midnight, D.54.26; τὴν νύκτα ἐφ' ὅπλοις ποιεῖσθαι spend it under arms, Th.7.28(s.v.l.);ποιήσουσιν ἐν πλούτῳ ἔτη πολλά LXXPr.13.23
, cf. To.10.7; (ii B.C.), cf. PSI4.362.15 (iii B.C.);τὰς ἡμέρας ἐν τοῖς ὕδασι π. D.S.1.35
; tarry, stay,μῆνας τρεῖς Act.Ap. 20.3
, cf. AP11.330 (Nicarch.).VIII in later Greek, sacrifice, ; καρπώσεις ὑπέρ τινος ib.Jb.42.8: without acc., π. Ἀστάρτῃ sacrifice to Ashtoreth, ib.3 Ki.11.33.IX make ready, prepare, as food, μοσχάριον ib.Ge.18.7 sq.; π. τὸν μύστακα trim it, ib.2 Ki.19.24(25).X ποιεῖν βασιλέα play the king, ib.3 Ki.20 (21).7.B do, much like πράσσω, οὐδὲν ἂν ὧν νυνὶ πεποίηκεν ἔπραξεν D. 4.5; , cf. 18.62;ἄριστα πεποίηται Il.6.56
;πλείονα χρηστὰ περὶ τὴν πόλιν Ar.Eq. 811
;τὰ δίκαια τοῖς εὐεργέταις D.20.12
;ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε Hdt.3.134
fin.; ποιέειν Σπαρτιητικά act like a Spartan, Id.5.40;οὗτος τί ποιεῖς; A. Supp. 911
, etc.;τὸ προσταχθὲν π. S.Ph. 1010
; π. τὴν μουσικήν practise it, Pl.Phd. 60e, etc.; πᾶν or πάντα π., v. πᾶς D. 111.2, etc.: Math., ὅπερ ἔδει ποιῆσαι, = Q.E.F., Euc.1.1, etc.2 c. dupl. acc., do something to another, κακά or ἀγαθὰ ποιεῖν τινα, first in Hdt.3.75, al.; ἀγαθόν, κακὸν π. τινά, Isoc.16.50, etc.;μεγάλα τὴν πόλιν ἀγαθά Din.1.17
; alsoεὖ ποιεῖν τὸν εὖ ποιοῦντα X.Mem.2.3.8
; τὴν ἐκείνου (sc. χώραν)κακῶς π. D.1.18
; in LXX with Prep.,π. κακὸν μετά τινων Ge. 26.29
;ταῦτα τοῦτον ἐποίησα Hdt.1.115
; , cf. Nu. 259; also of things, ἀργύριον τωὐτὸ τοῦτο ἐποίεε he did this same thing with silver, Hdt.4.166: less freq. c. dat. pers.,τῷ τεθνεῶτι μηδὲν τῶν νομιζομένων π. Is.4.19
;ἵππῳ τἀναντία X.Eq.9.12
codd., cf. Ar.Nu. 388, D.29.37: c. dat. rei,τί ποιήσωμεν κιβωτῷ; LXX 1 Ki.5.8
:—in [voice] Med.,φίλα ποιέεσθαί τισι Hdt.2.152
,5.37.3 with an Adv., ὧδε ποίησον do thus, Id.1.112; πῶς ποιήσεις; how will you act? S.OC 652;πῶς δεῖ ποιεῖν περὶ θυσίας X.Mem.1.3.1
;ποίει ὅπως βούλει Id.Cyr.1.4.9
;μὴ ἄλλως π. Pl.R. 328d
; πρὸς τοὺς πολεμίους πῶς ποιήσουσιν; ib. 469b; ὀρθῶς π. ib. 403e; εὖ, κακῶς π. τινά, v. supr. 2: freq. c. part.,εὖ ἐποίησας ἀπικόμενος Hdt.5.24
, cf. Pl.Phd. 60c;καλῶς ποιεῖς προνοῶν X.Cyr.7.4.13
;οἷον ποιεῖς ἡγούμενος Pl.Chrm. 166c
; καλῶς ποιῶν almost Adverbial,καλῶς γ', ἔφη, ποιῶν σύ Id.Smp. 174e
;καλῶς ποιοῦντες.. πράττετε D.20.110
, cf. 1.28; fortunately,Id.
23.143.4 in Prose (rarely in Poetry, A.Pr. 935), used in the second clause, to avoid repeating the Verb of the first, ἐρώτησον αὐτούς· μᾶλλον δ' ἐγὼ τοῦθ' ὑπὲρ σοῦ ποιήσω I will do this for you, D.18.52, cf. 292, Hdt.5.97, Is.7.35.II abs., to be doing, act,ποιέειν ἢ παθεῖν πρόκειται ἀγών Hdt.7.11
; ποιεῖν, as a category, opp. πάσχειν, Arist.Cat. 2a3, cf. GC 322b11, Ph. 225b13.b of medicine, operate, be efficacious, Pl.Phd. 117b;λουτρὰ κάλλιστα ποιοῦντα πρὸς νόσους Str. 5.3.6
; πρὸς στραγγουρίαν, πρὸς τοὺς δαιμονιζομένους, Thphr.HP7.14.1, Ps.-Plu.Fluv.16.2: freq. in Dsc., , al.;εἰς τὰ αὐτά 2.133
: c. dat.,στομαχικοῖς Gal.13.183
: abs., ἄκρως π. ib.265; also of charms, PMag.Osl.1.361.2 Th. has a peculiar usage, ἡ εὔνοια παρὰ πολὺ ἐποίει μᾶλλον ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους good-will made greatly for, on the side of, the L., 2.8: impers., ἐπὶ πολὺ ἐποίει τῆς δόξης τοῖς μὲν ἠπειρώταις εἶναι, τοῖς δέ.. it was the general character of the one to be landsmen, of the others.., 4.12: the former passage is imitated by Arr.An.2.2.3, App.BC1.82, D.C.57.6. -
5 ασφαλεια
ион. ἀσφᾰλείη и ἀσφαλίη ἥ1) безопасность, защита(πρός τι Thuc. и ἀπό τινος Polyb.)
ἀσφαλείᾳ ἀνορθῶσαι πόλιν Soph. — восстановить безопасность города;ἀσφάλειάν τινι παρέχειν и διδόναι Xen. или παρέχεσθαι Plat. — гарантировать неприкосновенность или давать убежище кому-л.;δοῦναι ἑαυτόν τινι ὑπὲρ ἀσφαλείας Plut. — бежать (стать) под чью-л. защиту;δεηθεὴς τῆς ἀσφαλείης ἔτυχε Her. — он получил право безопасного прохода2) безопасный момент3) безопасное место, убежище4) уверенностьἀ. πολλή (ἐστιν) μέ ἂν ἐλθεῖν ἡμῖν διὰ μάχης Thuc. — можно быть уверенным, что они не станут воевать с нами
5) гарантия, разрешение6) достоверность, незыблемость, убедительностьἀ. λόγου Xen. — неопровержимый довод
-
6 καθίστημι
A in causal sense:—[voice] Act., in [tense] pres., [tense] impf., [tense] fut., and [tense] pf.καθέστᾰκα Hyp.Eux.28
, LXXJe.1.10, D.H.Dem.54, D.S.32.11, etc.; onceκαθέστηκα PHib.1.82i14
(iii B. C.): [tense] plpf.- εστάκει Demetr.
Sceps. ap. Ath.15.697d:—also in [voice] Med., [tense] fut. (Paus.3.5.1), [tense] aor. 1, more rarely [tense] pres. (infr. A. 11.2):— set down,κρητῆρα καθίστα Il.9.202
; νῆα κατάστησον bring it to land, Od.12.185; κ. δίφρους place, station them, before starting for the race, S.El. 710; ποῖ [ δεῖ] καθιστάναι πόδα; E.Ba. 184;κ. τινὰ εἰς τὸ φανερόν X.An.7.7.22
; set up, erect, of stones, Inscr.Cypr.94, 95 H.:—[voice] Med., [ λαῖφος] κατεστήσαντο βοεῦσι steadied it, h.Ap. 407.2 bring down to a place,τούς μ' ἐκέλευσα Πύλονδε καταστῆσαι Od.13.274
: generally, bring,κ. τινὰ ἐς Νάξον Hdt.1.64
, cf. Th.4.78; esp. bring back,πάλιν αὐτὸν κ. ἐς τὸ τεῖχος σῶν καὶ ὑγιᾶ Id.3.34
;κ. τοὺς Ἕλληνας εἰς Ἰωνίαν πάλιν X.An.1.4.13
; without πάλιν, replace, restore,ἐς φῶς σὸν κ. βίον E.Alc. 362
; ἃς (sc. τὰς κόρας) οὐδ' ὁ Μελάμπους.. καταστήσειεν ἄν cure their squint, Alex.112.5; ἰκτεριῶντας κ. Dsc.4.1; τὸ σῶμα restore the general health, Hp.Mul. 2.133:—[voice] Med., κατεστήσαντο (v.l. for κατεκτήσαντο)εὐδαιμονίαν Isoc. 4.62
:—[voice] Pass., οὐκ ἂν ἀντὶ πόνων Χάρις καθίσταιτο would be returned, Th. 4.86.3 bring before a ruler or magistrate, Hdt.1.209, PRyl.65.10 (i B. C.), etc.;τινὰ ἐπί τινα PCair.Zen.202.6
(iii B. C.), POxy.281.24 (i A. D.).2 ordain, appoint, , cf. 25: usu. without the inf.,κ. τινὰ ὕπαρχον Id.7.105
; ἄλλον [ ἄρχοντα]ἀντὶ αὐτοῦ X.Cyr.3.1.12
, etc.;βασιλέα ἐπί τινας LXX 1 Ki.8.5
, al.;τινὰ ἐς μοναρχίαν E.Supp. 352
;ἐπὶ τὰς ἀρχάς Isoc.12.132
;τινὰ τύραννον Ar.Av. 1672
;κ. ἐγγυητάς Hdt.1.196
, Ar.Ec. 1064; δικαστάς, ἐπιμελητάς, νομοθέτας, Id.Pl. 917, X.Cyr.8.1.9, D.3.10 (sed leg. καθίσατε, cf.καθίζω 1.4
); of games, etc., γυμνικοὺς ἀγῶνας κ. Isoc.4.1: rarely c. inf.,οἱ καθιστάντες μουσικῇ.. παιδεύειν Pl.R. 410b
:—so in [voice] Pass.,κυβερνᾶν κατασταθείς X. Mem.1.7.3
: [tense] aor. [voice] Med., appoint for oneself,τύραννον καταστησάμενοι παρὰ. σφίσι αὐτοῖσι Hdt.5.92
.á;ἄρχοντας X.An.3.1.39
, etc.b esp. of laws, constitutions, ceremonies, etc., establish, νόμους, τελετάς, E.Or. 892, Ba.21, etc.; πολιτείαν, δημοκρατίαν, Arist.Ath.7.1, Decr.ib. 29.3;ὀλιγαρχίαν Lys.12.42
; also, set in order, arrange, :—also in [voice] Med., ; ; ;πόλεις ἐπὶ τὸ ὠφέλιμον Id.1.76
; [ Εὔβοιαν] ὁμολογίᾳ ib. 114; πρὸς ἐμὲ τὸ πρᾶγμα καταστήσασθαι settle it with me, D.21.90.3 bring into a certain state,τινὰ ἐς ἀπόνοιαν Th.1.82
;ἐς ἀπορίαν Id.7.75
;εἰς ἀνάγκην Lys.3.3
;εἰς αἰσχύνην Pl.Sph. 230d
;εἰς ἐρημίαν φίλων Id.Phdr. 232d
; ;τινὰ εἰς ἀσφάλειαν Isoc.5.123
; τίνας εἰς ἀγῶνα καθέστακα; Hyp.Eux. 28, cf. Lycurg.2;κ. τινὰ ἐν ἀγῶνι καὶ κινδύνῳ Antipho 5.61
;τὴν πόλιν ἐν πολέμῳ Pl.Mx. 242a
;τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ X.Cyr.4.5.28
; κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν present himself for trial, Th.1.131, cf. Lycurg.6; κ. τινὰ εἰς τοὺς ἀρχικούς reckon him as one of.., X.Mem.2.1.9.4 c. dupl. acc., make, render so and so,ψευδῆ γ' ἐμαυτόν S.Ant. 657
;ἡ ἐπιθυμία κ. τινὰ ἀμνήμονα Antipho 2.1.7
; τὸ πιστὸν ὑμᾶς ἀπιστοτέρους κ. Th.1.68; κ. τι φανερόν, σαφές, Id.2.42, 1.32; τινὸς ἐπίπονον τὸν βίον κ. Isoc.10.17: c. part., κλαίοντα καθιστάναι τινά bring one to tears, E.Andr. 635: rarely c. inf., κ. τινὰ φεύγειν make him fly, Th.2.84, cf. E.Alc. 283, Luc.Charid.8:—[voice] Pass., .5 [voice] Med., get for oneself, .6 make, in periphrases,πάννυχοι.. διάπλοον καθίστασαν A.Pers. 382
:—[voice] Med., κρυφαῖον ἔκπλουν οὐδαμῇ καθίστατο ib. 385.B intr. in [tense] aor. 2, [tense] pf. καθέστηκα, and [tense] plpf. of [voice] Act. (also [tense] fut.καθεστήξω Th.3.37
, 102), and all tenses of [voice] Med. (exc. [tense] aor. 1 ) and [voice] Pass.: [tense] pf. καθέσταμαι in later Greek, IG22.1006.24 (ii B. C.), LXXNu.3.32, etc.:—to be set, set oneself down, settle, ἐς [ Αἴγιναν] Hdt.3.131, cf. Th.4.75; [ ὀδύναι]καθίσταντο ἐς ὑπογάστριον Hp.Epid.7.97
; of joints, ἐξίσταται ἀνωδύνως καὶ κ. goes out of joint and in again, Id.Art.8; κ. ἐς Ῥήγιον to make R. a base of operations, Th.3.86; simply, to be come to a place,ὅποι καθέσταμεν S.OC23
.b come before another, stand in his presence, Pi.P.4.135;λέξον καταστάς A.Pers. 295
(unless it be taken in signf. 4), cf. Hdt.1.152;κ. ἐς ὄψιν τινός Id.7.29
; , cf. 156;καταστὰς ἐπὶ τὸ πλῆθος ἔλεγε Th.4.84
.2 to be set as guard,ὑπό τινος Hdt.7.59
, cf. S.OC 356, X.An.4.5.19, etc.; to be appointed,δεσπότης.. καθέστηκα E.HF 142
;στρατηλάτης νέος καταστάς Id.Supp. 1216
; κ. Χορηγὸς εἰς Θαργήλια, στρατηγός, etc., Antipho 6.11, Isoc.4.35, etc.;οἱ πρόβουλοι καθεστᾶσιν ἐπὶ τοῖς βουλευταῖς Arist.Pol. 1299b37
; δικτάτωρ.. καθε[ στάμενος τὸ τέταρτον], = Lat. dictator designatus quartum, of Caesar, IG12(2).35b7 (Mytil.).4 also, stand or become quiet or calm, of water,ὅταν ἡ λίμνη καταστῇ Ar.Eq. 865
, cf. PHolm.16.3; θάλασσα γαληνὴ καὶ κ. Plb.21.31.10; πνεῦμα λεῖον καὶ καθεστηκός calm and settled, Ar.Ra. 1003; ὁ θόρυβος κατέστη subsided, Hdt.3.80; of laughter, Philostr. VA3.4; of a swelling, Hp.Prog.7;ἕως τὰ πράγματα κατασταίη Lys. 13.25
; also of persons, καταστάς composedly, A.Pers. 295 (but v. supr. 1b); [ ἡ ψυχὴ]καθίσταται καὶ ἠρεμίζεται Arist.Ph. 248a2
; ὁρῶμεν [ τοὺς ἐνθουσιαστικοὺς]..καθισταμένους Id.Pol. 1342a10
;καθεστηκυίας τῆς διανοίας Ocell.4.13
; καθεστῶτι προσώπῳ with composed, calm countenance, Plu.Fab.17;μαίνεσθαι καὶ ἔξω τοῦ καθεστηκότος εἶναι Luc.Philops.5
; τίς ἂν καθεστηκὼς φήσαιε; what person of mature judgement would say.. ? Phld.Po.5.15; ἡ καθεστηκυῖα ἡλικία middle age, Th.2.36; ἡλικία μέση καὶ κ. Pl.Ep. 316c; οἱ καθεστηκότες those of middle age, Hp.Aph.1.13: also, with metaphor from wine, mellow, of persons, Alex.45.8.5 come into a certain state, become, and in [tense] pf. and [tense] plpf., to have become, be,ἀντὶ φίλου πολέμιόν τινι κ. Hdt. 1.87
;οἱ μὲν ὀφθαλμῶν ἰητροὶ κατεστέασι, οἱ δὲ κεφαλῆς Id.2.84
;ἔμφρων καθίσταται S.Aj. 306
;τῶν ἄνωθεν ὑπόπτων καθεστώτων Epicur. Sent.13
;ἐς μάχην Hdt.3.45
;ἐς πόλεμον ὑμῖν καὶ μάχην κ. E.HF 1168
;ἐς πάλην καθίσταται δορὸς τὸ πρᾶγμα Id.Heracl. 159
;ἐς τὴν ἴησιν Hp.Prorrh.2.12
; ἐς τὸ αὐτό they recover, Id.Coac. 160 (later abs.,καταστῆναι καὶ μηδενὸς ἔτι φαρμάκου δεηθῆναι Gal.Vict.Att.1
);ἐς τοὺς κινδύνους Antipho 2.3.1
;ἐς φόβον Hdt.8.12
, Th.2.81; ἐς δέος, λύπην, Id.4.108,7.75;ἐς φυγήν Id.2.81
;ἐς ἔχθραν τινί Isoc.9.67
; εἰς ὁμόνοιαν, εἰς πολλὴν ἀθυμίαν, Lys.18.18, 12.3; καταστῆναι ἐς συνήθειάν τινος τὴν πόλιν ποιεῖν make the city become accustomed to it, Aeschin.1.165; had been,Hdt.
1.92, cf. 9.37;ἐν δείματι μεγάλῳ κατέστασαν Id.7.138
; καταστάντων σφι εὖ τῶν πρηγμάτων ib. 132; τίνι τρόπῳ καθέστατε; in what case are ye? S.OT10; φονέα με φησὶ.. καθεστάναι ib. 703;ἄπαρνος δ' οὐδενὸς καθίστατο Id.Ant. 435
;κρυπτὸς καταστάς E.Andr. 1064
;οἱ ἐν τούτῳ τῆς ἡλικίας καθεστῶτες ἐν ᾧ.. Antipho 2.1.1
; ἐν οἵῳ τρόπῳ [ἡ τῶν Ἀθηναίων ἀρχὴ] κατέστη how it came into being, Th.1.97, cf. 96; ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου (sc. τοῦ πολέμου ) from its first commencement, Id.1.1.6 to be established or instituted, prevail,καί σφι μαντήϊον Διὸς κατέστηκε Hdt.2.29
; ἄγραι.. πολλαὶ κατεστᾶσι ib.70, cf. 1.200; ὅδε σφι νόμος κατεστήκεε ib. 197;βροτοῖσιν ὃς καθέστηκεν νόμος E. Hipp.91
: c. inf.,θεὸν Ἀμφιάραον πρώτοις Ὠρωπίοις κατέστη νομίζειν Paus.1.34.2
: [tense] pf. part., existing, established, prevailing, τὸν νῦν κατεστεῶτα κόσμον Hdt 1.65;ἦν κατεστηκὸς οὐδὲν φόρου πέρι Id.3.89
; τοὺς κατεστεῶτας τριηκοσίους the regular 300, Id.7.205;οἱ καθεστῶτες νόμοι S.Ant. 1113
, Ar.Nu. 1400; τὰ καθεστῶτα the present state of life, S.Ant. 1160; also, existing laws, usages, τὰ τότε κ., τά ποτε κ., Pl.Lg. 798b, Isoc.7.56;ἐπὶ τοῖσι κατεστεῶσι ἔνεμε τὴν πόλιν Hdt.1.59
.7 of purchases, cost, πλέον ἢ ὅσου ἐμοὶ κατέστησαν more than they stood me in, And.2.11, cf. Plu.2.349a.8 stand against, oppose, πρός τινα dub. l. in Plb.23.18.5:—[voice] Pass.,Τιτήνεσσι κατέσταθεν Hes. Th. 674
.C [tense] aor. 1 [voice] Med. and sts. [tense] pres. [voice] Med. are used in trans. sense, v. supr. A. 11.2sq.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθίστημι
-
7 καθιστημι
ион. κᾰτίστημι (для перех. - impf. καταστήσω, aor. κατέστησα; для неперех. - aor. 2 κατέστην, pf. καθέστηκα, ppf. καθειστήκειν, fut. 3 καθεστήξω; med.: для перех. - praes. καθίσταμαι, fut. καταστήσομαι, aor. καταστεσάμην; для неперех. - только praes. и fut.)1) ставить, подавать ( на стол)(κρητῆροι Hom.)
2) ставить, устанавливать ( для старта)(δίφρους Soph.)
κατεστήσαντο βοεῦσι (sc. λαῖφος) HH. — (мореплаватели) поставили парус с помощью ремней3) останавливать(νῆα Hom.)
τὸ ἠρεμίζεσθαι καὴ καθίστασθαι Arst. — успокоение и остановка4) помещать, приводить, привозить, доставлять, тж. направлять(τινὰ Πύλονδε, τινὰ ἐς Νάξον Hom.; τινά τινι ἐς ἔλεγχον Her.; τοὺς Ἕλληνας εἰς Ἰωνίαν πάλιν κ. Xen.; τὰ ὅμηρα εἰς Ῥώμην Polyb.; τὸν στρατὸν εἰς Ἀρμενίαν Plut.)
ποῖ δεῖ κ. πόδα ; Eur. — куда направить (свои) стопы?;κ. τινὰ εἰς ἀγῶνας Plut. — привлекать кого-л. к судебной ответственности;κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν Thuc. — предстать самому (добровольно) перед судом;ἐς φῶς τὸν βίον τινὸς κ. Eur. — вернуть на (дневной) свет, т.е. воскресить кого-л.;ἡμῖν οὐκ ἂν ἀντὴ πόνων χάρις καθίσταιτο Thuc. — нам (лакедемонянам) эти труды не доставили бы никакой благодарности5) ставить, расставлять, выставлять(προφύλακας Xen.)
κ. τέν φάλαγγα Xen. — выстраивать войско6) выставлять, предлагать, давать7) тж. med. назначать(τινὰ ὕπαρχον и τινὰ ὕπαρχον εἶναι Her.; ἐγγυητάς τινι Arph., Plat.; ἄλλον ἄρχοντα Xen.; τινὰ εἰς ἀρχήν Lys. или ἐπὴ ἀρχήν Isocr.; νομοθέτας Arph.; τινὰ ἱερέα Arst.; τινὰ ἐπὴ τῆς θεραπείας αὐτοῦ NT.; εἰς τέν ἐσνάτην χώραν κατασταθεὴς ὑπό τινος Plut.)
καθίστασθαι τοὺς ἄρχοντας Xen. — назначить себе, т.е. избрать начальников8) устанавливать, учреждать, вводить(νόμους Eur., Arst.; τελετάς Eur.; ἀγῶνας Isocr.; τέν Ἱππίου τυραννίδα Arph.; ὀλιγαρχίαν, πολιτείαν Plat., Arst.)
9) предпринимать(κρυφαῖον ἔκπλουν Aesch.)
10) относить, причислять(τινὰς εἰς τοὺς ἀρχικούς Xen.)
11) ставить (в какое-л. положение), приводить (в какое-л. состояние)κ. τινὰ ἐς ἀπορίαν Plat. — приводить кого-л. в смущение;
κ. τινὰ ἐς φόβον Thuc. — приводить кого-л. в ужас;εἰς διαβολὰς καὴ κινδύνους καταστῆσαί τινα Lys. — возвести на кого-л. грозное обвинение;ἐντιμότερόν τινα κ. Xen. — осыпать кого-л. почестями;κλαίοντά τινα κ. Eur. — заставлять кого-л. плакать;τινὰ φεύγειν κ. Thuc. — обращать кого-л. в бегство;φανερόν τι κ. Thuc. — наглядно показывать что-л.;ἐς τὸ φανερόν τινα κ. Xen. — высоко вознести кого-л.;κ. τινὰ εἰς ἐρημίαν φίλων Plat. — лишать кого-л. общества друзей;ψευδῆ ἑαυτὸν κ. πόλει Soph. — показать себя лжецом перед городом;τέν ναυμαχίαν πεζομαχίαν καθίστασθαι Thuc. — превратить (свое) морское сражение в сухопутное;τέν ζόην καταστήσασθαι ἀπό τινος Her. — снискивать себе пропитание чем-л.;καταστῆσαι τὸν ἀκροατέν εἰς τὰ πάθη Arst. — разжечь страсти в слушателе;ἐλεεινὸν κ. ἑαυτόν Arst. — возбудить сострадание к себе;εἰς βίον ἄτυφον κ. ἑαυτόν Plut. — зажить непритязательной жизнью;ἀπωτάτω κ. τινος Plut. — увести далеко от чего-л.12) повергать, ввергать(τέν πόλιν ἐν πολέμῳ Plat.; εἰς συμφοράς Isocr.; τινὰ εἰς κινδύνους Anth.)
13) приходить, прибывать, поселяться(ἐς Αἴγιναν Her.; ἐς Ῥήγιον Thuc.)
ὅποι καθέσταμεν ; Soph. — куда мы прибыли?14) быть выставляемым15) быть назначаемым16) тж. med. становиться(ἐχθρός τινος καθίσταμαι NT.; ἀντὴ φίλου πολέμιον κ. Her.)
φύλαξ δέ μου πιστέ κατέστης Soph. — ты стала верным моим стражем17) тж. med. приходить (в какое-л. состояние), вступать(ἐς πόλεμόν τινι Eur., Arst., Plut.; εἰς μάχην Her., Plut.; εἰς διαφορὰν πρός τινα Plut.)
κ. ἐς τέν βασιλείαν Xen. — вступать на престол;κ. ἐς φόβον Her. — приходить в ужас;κ. ἐς λύπην Thuc. — впадать в уныние, опечаливаться;τίνι τρόπῳ καθέστατε ; Soph. — в каком вы положении?, что с вами?;ἐν οἵῳ τρόπῳ κατέστη ; Thuc. — как (это) возникло?;ἄπαρνος καθίστασθαί τινος Soph. — отрицать что-л.18) успокаиваться, униматься(ὅ θόρυβος κατέστη Her.; ἥ στάσις κατέστη Arst.)
ὅταν ἥ λίμνη καταστῇ Arph. — когда озеро спокойно;ἕως τὰ πράγματα κατασταίη Lys. — пока дела не уладятся;νόσημα κατέστη αὐτόματον Arst. — болезнь сама собой прекратилась;ὅταν νοσῶν τις καταστῇ Arst. — когда какой-л. больной выздоровеет;πνεῦμα καθεστηκός Arph. — спокойный ветер;θάλασσα καθεστηκυῖα Polyb. — спокойное море;καθεστῶτι προσώπῳ Plut. — со спокойным выражением лица;καθεστηκυῖα ἡλικία Plat. — спокойный (зрелый) возраст;καθεστηκυῖα τιμή Dem. — установившаяся цена;ἔξω τοῦ καθεστηκότος εἶναι Luc. — быть вне себя19) (как pf.-praes.) бытьὁ κατεστεὼς κόσμος Her. — установленный, т.е. существующий (государственный) строй;
τὰ καθεστῶτα Arst. — сложившиеся обстоятельства;τὸ γίγνεσθαι καὴ ἀπόλλυσθαι ταὐτὸν καθέστηκε τῷ ἀλλοιοῦσθαι Arst. — возникновение и исчезновение есть то же самое, что изменение
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
εφεδρεία — η (Α ἐφεδρεία) [εφεδρεύω] 1. το να εφεδρεύει, να κάθεται κάποιος πάνω σε κάτι («ἔχει δὲ καὶ τοὺς ὄνυχας βελτίους τῶν κολοιῶν, πεφυκότας πρὸς τὴν ἀσφάλειαν τὴς ἐπὶ τοῑς δένδρεσιν ἐφεδρείας», Αριστοτ.) 2. πολεμική δύναμη που παρακολουθεί από κοντά… … Dictionary of Greek
προκαθίζω — και ιων. τ. προκατίζω Α 1. (για πουλιά) πετώ λίγο προς τα εμπρός και έπειτα κάθομαι («κλαγγηδὸν προκαθιζόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κάθομαι ενώπιον τού δήμου και δικάζω («ἔνθα περ πρότερον προκατίζων ἐδίκαζε», Ηρόδ.) 3. προΐσταμαι, προεδρεύω 4.… … Dictionary of Greek