-
1 Αργείος
-
2 Ἀργεῖος
-
3 Ἀργεῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀργεῖος
-
4 Αργειος
-
5 Ἀργεῖος
1 of Argosa adj. Ἀσίας εὐρυχόρου τρίπολιν νᾶσον πέλας ἐμβόλῳ ναίοντας Ἀργείᾳ σὺν αἰχμᾷ (ἐπεὶ ὁ Τληπόλεμος φυγὼνἐξ Ἄργους διὰ τὸν τοῦ Λικυμνίου τοῦ μήτρωος φόνον ἀπῄει μετὰ νεῶν καὶ κατὰ χρησμὸν ᾤκισε Ῥόδον. Σ.) O. 7.19 τότε γὰρ μεγάλας ἐξανίστανται Λακεδαίμονος Ἀργείου τε κόλπου καὶ Μυκηνᾶν i. e. gulf of Argolis P. 4.49 βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ, ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν (i. e. Ἄργος ἱερόν) N. 10.19b pro subs. νῦν δ' ἐφίητι (sc. ἁ Μοῖσα) <τὸγτ; τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ' χρήματα χρήματ ἀνήρ” i. e. of Aristodemos, cf. Alkaios Z 37, L-P. I. 2.9τὸν Ἀργείων τρόπον εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις I. 6.58
-
6 Ἀργεῖος
Ἀργεῖος: of Argos, Argive; Ἥρη Ἀργείη, as tutelary deity of Argos), Il. 4.8, Il. 5.908 ; Ἀργείη Ἑλένη, Il. 2.161, etc.; pl., Ἀργεῖοι, the Argives, freq. collective designation of the Greeks before Troy; Ἀργείων Δαναῶν, Od. 8.578, is peculiar.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἀργεῖος
-
7 Αργεί'
Ἀργεῖα, Ἀργεῖοςof: neut nom /voc /acc plἈργεῖε, Ἀργεῖοςof: masc voc sgἈργεῖαι, Ἀργεῖοςof: fem nom /voc pl -
8 Ἀργεῖ'
Ἀργεῖα, Ἀργεῖοςof: neut nom /voc /acc plἈργεῖε, Ἀργεῖοςof: masc voc sgἈργεῖαι, Ἀργεῖοςof: fem nom /voc pl -
9 Αργεία
Ἀργεί̱ᾱ, Ἀργεῖοςof: fem nom /voc /acc dualἈργεί̱ᾱ, Ἀργεῖοςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Ἀργεί̱ᾱͅ, Ἀργεῖοςof: fem dat sg (attic doric aeolic) -
10 Αργείω
Ἀργεί̱ω, Ἀργεῖοςof: masc /neut nom /voc /acc dualἈργεί̱ω, Ἀργεῖοςof: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————Ἀργεί̱ῳ, Ἀργεῖοςof: masc /neut dat sg -
11 Αργογενης
-
12 Αργείον
-
13 Ἀργεῖον
-
14 Αργείας
-
15 Ἀργείας
-
16 Αργείη
Ἀργεί̱η, Ἀργεῖοςof: fem nom /voc sg (epic ionic)——————Ἀργεί̱ῃ, Ἀργεῖοςof: fem dat sg (epic ionic) -
17 Αργείων
Ἀργᾶςmasc gen pl (epic)Ἀργεί̱ων, Ἀργεῖοςof: fem gen plἈργεί̱ων, Ἀργεῖοςof: masc /neut gen pl -
18 Ἀργείων
Ἀργᾶςmasc gen pl (epic)Ἀργεί̱ων, Ἀργεῖοςof: fem gen plἈργεί̱ων, Ἀργεῖοςof: masc /neut gen pl -
19 Αργείως
-
20 Ἀργείως
См. также в других словарях:
Ἀργεῖος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αργείος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Λικυμνίου από την Τίρυνθα. Σκοτώθηκε στην εκστρατεία του Ηρακλή εναντίον της Τροίας, στην οποία συμμετείχε μαζί με τον αδελφό του Μέλανα. 2. Ένας από τους γιους της Νιόβης (βλ. λ.). 3. Ένας Κένταυρος που… … Dictionary of Greek
Ιάκωβος Αργείος — Βλ. λ. Μάνος … Dictionary of Greek
Ἀργεῖον — Ἀργεῖος of masc acc sg Ἀργεῖος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργεῖα — Ἀργεῖος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργεῖαι — Ἀργεῖος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργεῖοι — Ἀργεῖος of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύκλειτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος γλύπτης (άκμασε μεταξύ 460 – 420 π.Χ. περίπου), ένας από τους 3 μεγαλύτερους –μαζί με τον Μύρωνα και τον Φειδία– γλύπτες του 5ου αι. π.Χ. Ήταν κυρίως χαλκοπλάστης και ασχολήθηκε και θεωρητικά με την τέχνη του… … Dictionary of Greek
Ἀργεῖ' — Ἀργεῖα , Ἀργεῖος of neut nom/voc/acc pl Ἀργεῖε , Ἀργεῖος of masc voc sg Ἀργεῖαι , Ἀργεῖος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργεία — Ἀργεί̱ᾱ , Ἀργεῖος of fem nom/voc/acc dual Ἀργεί̱ᾱ , Ἀργεῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργείας — Ἀργεί̱ᾱς , Ἀργεῖος of fem acc pl Ἀργεί̱ᾱς , Ἀργεῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)