-
1 δίφρους
δίφροςchariot-board: masc acc pl -
2 νωμάω
νωμάω, verstärktes νέμω, 1) vertheilen, zutheilen, bes. Speise u. Trank, νώμησαν δ' ἄρα πᾶσιν ἐπαρξάμενοι δεπ άεσσιν, Il. 1, 471 Od. 3, 340. 7, 183 u. sonst; Antimach. bei Ath. XI, 468 a. – Gewöhnlich 2) handhaben, bewegenundlenken, schwingen u. dgl., nur mit der Nebenbdtg des Geregelten, Kunstgemäßen, die Bewegung beherrschen, bes. von Waffen; Ἄρης δ' ἐν παλάμῃσι πελώριον ἔγχος ἐνώμα, Il. 5, 594; οἶδ' ἐπὶ δεξιά, οἶδ' ἐπ' ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν, 7, 238; νωμῶν ῥόπαλον, Pind. frg. 77; auch δράκοντ' ἐπ' ἀσπίδος, P. 8, 49; vgl. ἐν χαλκηλάτῳ σάκει Σφίγγ' ὠμόσιτον ἐνώμα, Aesch. Spt. 324, von dem Wappen des Schildes; δόρυ, Pers. 313; βέλη, Ch. 161; λόγχην ἐνώμα, Eur. Phoen. 1394; von anderen Werkzeugen u. Geräthen, deren Handhabung Geschicklichkeit erfordert, σκῆπτρον Il. 3, 218, vom Ruder, Od. 12, 218, vgl. 10, 32. 22, 10; ἁνία χερσίν, Pind. I. 1, 15; ἁνία ἀντ' ἐρετμῶν δίφρους τε νωμάσοισιν, P. 4, 18; übtr., νώμα δικαίῳ πηδαλίῳ στρατόν, lenken, 1, 86, wie ἐν πρύμνῃ πόλεως οἴακα νωμῶν Aesch. Spt. 3; sp. D.; – die Glieder des Leibes geschickt gebrauchen, λαιψηρὰ πόδας καὶ γούνατ' ἐνώμα, behend rührte er, bewegte er Hände und Füße, Il. 15, 369; γούνατ' ἐνώμα φευγέμεναι, Il. 10, 359; λαμπρὸν ἐν σκότῳ νωμῶντ' ὀφρύν, das Auge rollen, Aesch. Ch. 283; ὥρα νιν φυγᾷ πόδα νωμᾶν, Soph. O. R. 468. – 3) übertr., κέρδεα νωμῶν, Od. 20, 257, wie αἰὲν ἐν στήϑεσσι νόον πολυκερδέα νωμῶν, 13, 255, listige Anschläge in der Seele bewegen, im Sinne haben; ἐν ὠσὶ νωμῶν καὶ φρεσί vrbdt Aesch. Spt. 25, = ἀκούειν καὶ φρονεῖν; – übh. bedenken, wahrnehmen, beobachten, ὦ πάντα νωμῶν Ιειρεσία, Soph. O. R. 300, Hesych. erkl. κρίνων; vgl. Her. 4, 128; Eur. Phoen. 1262, ἐμπύρους ἀκμὰς ῥήξεις τ' ἐνώμων, wo der Schol. παρετήρουν, ἐσκόπουν erkl.; Plat. Crat. 411 d sagt τὸ γὰρ νωμᾶν καὶ τὸ σκοπεῖν ταὐτόν; vgl. Her. νωμῶντες αὐτοὺς σῖτα ἀναιρεομένους, 4, 128. Oefter bei sp. D., wie Theocr. 22, 33. 109; Ap. Rh. 4, 1006. 1056, u. in der Anth.; – absol., sinnen, H. h. Cer. 374. – Auch intr., sich bewegen, schweben, Lob. ad Ai. 604.
-
3 καθ-ίστημι
καθ-ίστημι (s. ἵστημι, perf. κατεστέαται Her. 1, 196), 1) trans., praes. u. impf., fut. u. aor. I, bei Sp., wie D. Hal. de vi Dem. 54 auch perf. καϑέστακα, niedersetzen, – a) hinstellen, hinbringen; νῆα, das Schiff halten lassen, Od. 12, 185, oder an's Ufer bringen, wie τούς μ' ἐκέλευσα Πύλονδε καταστῆσαι καὶ ἐφέσσαι, 13, 274, mich nach Pylos hinzuschaffen; so κατέστησαν αὐτὸν ἐς Δῖον Thuc. 4, 78; ἔςτε ἐπὶ τὰ Κόλχων ὅρια κατέστησαν τοὺς Ἕλληνας, bis sie die Griechen auf die Gränze hingebracht, Xen. An. 4, 8, 8, wie πάλιν εἰς Ἰωνίαν, zurückbringen nach, 1, 4, 13; τινὰ εἰς τοὺς ἀρχικούς, darunter rechnen, Mem. 2, 1, 9; τὰ ὅμηρα εἰς Ῥώμην Pol. 22, 15, 11; τὸν ἄνϑρωπον πρὸς τὴν οἰκίαν Plut. Pericl. 5; – δίφρους, hinstellen, hinsetzen, Soph. El. 700; σὺ δέ μ' αὐτὸς ἆρον, σύ με κατάστησον Phil. 867; ποῖ δεῖ καϑιστάναι πόδα Eur. Bacch. 184, wo soll ich den Fuß hinsetzen? – αὐτὴν ἐπὶ κλίμακος Plut. Num. 10; ἐς τὸ φανερόν τινα, an einen hohen Platz stellen, Xen. An. 7, 7, 22; vgl. πρὶν ἐς φῶς καταστῆσαι βίον Eur. Alc. 363. – b) Soldaten aufstellen, εἰς τὸ αὐτὸ σχῆμα ἐναντίαν τὴν φάλαγγα Xen. An. 1, 10, 10; Wächter, Späher, σκοπούς 6, 1, 11, προφύλακας 3, 2, 1. – c) in ein Amt einsetzen; ὕπαρχον Her. 7, 105, τυράννους 5, 92; τύραννον εἶναι παῖδα 94; βασιλέα Xen. An. 3, 2, 5; πότε ρον ἐᾷς ἄρχειν ἢ ἄλλον καϑίστης ἀντ' αὐτοῦ Cyr. 3, 1, 12; ἄρχοντα ἡμῖν καϑίστησι Plat. Rep. X, 606 d; Folgde überall, ὑπάτους Pol. 1, 16, 1, pass. ὕπατοι κατασταϑέντες 1, 17, 6, ἀγορανόμος καϑεσταμένος, zum Aedil gemacht, 10, 4, 6; λαφυροπώλας, als eine Behörde, Xen. An. 7, 7, 56; ἄλλοις τινὰ δικάζειν Cyr. 1, 3, 6; τοῖς παισὶν ἐπίτροπον, den Kindern einen Vormund bestellen, Plat. Legg. VI, 766 d; κληρονόμον, zum Erben einsetzen, IX, 856 e; ἐγγυητάς, Bürgen stellen, XI, 937 b, wie Ar. Eccl. 1064; δικαστάς, Richter einsetzen, zu Richtern aufstellen, Plut. 917. Vgl. παράδειγμα, ein Beispiel aufstellen, Isocr. 2, 31; νόμους, Gesetze aufstellen, geben, Eur. Or. 890; πολιτείαν, den Staat einrichten, die Staatsverfassung ordnen, Plat. Legg. I, 640 d; τὴν δημοκρατίαν καὶ τὰ δικαστήρια Arist. pol. 2, 10; übh. einrichten, anordnen, καὶ διοικεῖν τι Plut. Pomp. 42; so auch διάπλοον καϑίστασαν Aesch. Pers. 374; τὰς κόρας, die Pupillen seines Schielenden) in die richtige Lage bringen, Alexis Ath. VIII, 340 a. – d) ähnlich sind die Verbindungen εἰς μοναρχίαν αὐτόν, in die Alleinherrschaft einsetzen, Eur. Suppl. 352, εἰς ἀρχήν Lys. 12, 5. 26, 8, εἰς μείζο υς τιμάς Plat. Rep. VII, 537 d, ἐπὶ τὰς ἀρχάς Isocr. 12, 134, ἐπὶ πολλῶν N. T., an welche sich der so geläufige Gebrauch ἔς τί τινα καϑιστάναι reih't, in eine Lage, einen Zustand versetzen, ἐς ἀπορίαν, Plat. Soph. 238 d, ἐς φόβον, in Verlegenheit, Furcht versetzen, Thuc. 2, 81, εἰς ἀϑυμίαν Plat. Legg. V, 731 a; Lys. 12, 4 u. sehr oft bei Oratt., εἰς κινδύνους, εἰς διαβολὰς καὶ εἰς κινδύνους, Lys. 13, 17; εἰς συμφοράς Isocr. 4, 113, in's Unglück bringen, stürzen; εἰς ταπεινότητα 4, 118; εἰς ἀτιμίαν 97; εἰς ἐρημίαν φίλων Plat. Phaedr. 232 d; εἰς αἰσχύνην, εἰς ὀνείδη, Soph. 230 d Menez. 246 d; εἰς φιλίαν Ep. VII, 328 d; εἰς δόξαν Euthyd. 305 d; selten ἐν ἀκινδύνῳ τοὺς φίλους καϑιστᾶσι, Xen. Cyr. 4. 5, 28, wie τὴν πόλιν ἐν πολέμῳ Plat. Menez. 242 a. – e) εἰς δίκην τινὰ καταστῆσαι, Einen vor Gericht ziehen, anklagen, Xen. An. 5, 7, 34; εἰς ἀγῶνα περί τινος Plat. Apol. 24 c; Is. 1, 5 Dem. 24, 7 u. sonst; ἑαυτὸν εἰς κρίσιν, sich vor Gericht stellen, Thuc. 1, 131. – f) seltener ist der inf. dabei, καταστῆσαι φεύγειν, zum Fliehen bringen, Thuc. 4, 84. Häufiger aber mit einem adject., wie reddere, wozu machen, als Einen hinstellen, ψευδῆ ἐμαυτὸν τῇ πόλει οὐ καταστήσω Soph. Ant. 653; Eur. Andr. 636; τὴν εὐλογίαν φανερὰν σημείοις, durch Zeichen kund thun, Thuc. 2, 42; ὑμᾶς ἀπιστοτέρους ἐς τοὺς ἄλλους 1, 68; vgl. Xen. An. 7, 7, 23; ἐντιμότερόν τινα, d. i. mehr ehren, 6, 1, 18; ἐμὲ ἔρημον καὶ ἄπορον κατέστησεν Plat. Phil. 16 b; ἡ ἐπιϑυμία ἀμνήμονά τινα καϑίστησι, sie läßt ihn vergessen, Antiph. 2 α 7; βελτίω τὴν διάνοιαν Isocr. 1, 18; ἄκυρα τὰ γνωσϑέντα Dem. 24, 9. Auch c. partic., κλαίοντά σε καταστήσει Eur. Andr. 636. – 2) intrans., perf. u. aor. II in denselben Verbindungen, meist geradezu als das Resultat der durch die trans. tempp. ausgedrückten Thätigkeit erscheinend, – a) hingebracht worden sein, hinkommen; καταστάντες ἐς Ῥήγιον Thuc. 3, 86; καταστάντες ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, nachdem sie zu den Regierenden gekommen waren, Her. 3, 46; vgl. ὅποι καϑέσταμεν Soph. O. C. 23; ἐσσύμενοι δ' εἴσω κατέσταν Pind. P. 4, 135; καταστὰς ἐπὶ τὸ πλῆϑος ἔλεγε, er trat auf, Thuc. 4, 84, wie καταστάντες ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας ἔλεγον Her. 3, 46; in λέξον καταστάς Aesch. Pers. 287 liegt auch zugleich das Ruhige, Gefaßte; vgl. καϑεστηκὸς καὶ λεῖον πνεῦμα Ar. Av. 1001, ϑάλασσα καϑεστηκυῖα, das ruhige Meer, Pol. 22, 14, 10, κατέστη ὁ ϑόρυβος, der Lärm legte sich, beruhigte sich, Her. 3, 80; ἕως τὸ πρᾶγμα κατασταίη, bis die Sache abgemacht, beseitigt sei, Lys. 13, 25; μαίνεσϑαι καὶ ἔξω τοῦ καϑεστηκότος εἶναι Luc. Philops. 5. – So auch vom Alter, οἱ ἐν τούτῳ τῆς ἡλικίας καϑεστῶτες Antiph. 2 α 1, ἡ καϑεστῶσα ἡλικία, das mittlere Alter, οἱ καϑεστηκότες, Leute von mittlerem Alter. – b) als Wächter, Posten dastehen, hingestellt worden sein, φύλαξ κατέστης Soph. O. C. 357, φυλακαὶ καϑεστήκασι Ar. Av. 1161, φυλακὴ καϑειστήκει Xen. An. 4, 5, 19; vgl. Plat. Rep. VI, 503 b. – c) zum König eingesetzt worden sein, in ein Amt eingetreten sein, δεσπότης ὑμῶν καϑέστηκα Eur. Herc. Fur. 142, ὅταν καταστῶσιν οἱ ἄρχοντες, sobald die Archonten eingesetzt sind, ihr Amt angetreten haben, Plat. Rep. VIII, 543 b; στρατηλάτης νέος καταστάς Eur. Suppl. 1216; στρατηγοὶ καταστάντες Isocr. 4, 35; ἡ καϑεστηκυῖα τιμή Dem. 34, 39. Auch ἐπεὶ εἰς τὴν βασιλείαν κατέστη, Xen. An. 1, 1, 3; von Richtern, οἱ καϑεστῶτες ἐπὶ τῶν φονικῶν Plut. Rom. 20. – Bes. häufig von Gesetzen, οἱ καϑεστῶτες νόμοι, die bestehenden Gesetze, Soph. Ant. 1100 Ar. Nubb. 1400 u. öfter in Prosa; auch vom Einrichten, Ordnen der Staatsangelegenheiten, τὸν νῦν κατεστεῶτα κόσμον Σπαρτιήτῃσι Her. 1, 65, vgl. καταστάντων εὖ τῶν πρηγμάτων 7, 132; ἐπειδὴ δ' ἡ πόλις εἰς ἓν ἦλϑε (nach der Vertreibung der Dreißig) καὶ τὰ πράγματ' ἐκεῖνα κατέστη, und die Staatsangelegenheiten geordnet waren, Dem. 20, 11. Daher τὰ καϑεστῶτα häufig = die bestehende Ordnung der Dinge, Dem. 20, 17; τὰ καϑεστῶτα κινεῖν, eine Umwälzung vorhaben, Neuerungen machen, Pol. 2, 21, 3 u. öfter; vgl. τό τι κινεῖν τῶν τότε καϑεστώτων Plat. Legg. VII, 798 b; ἥτις ἂν καϑεστηκυῖα ᾐ πολιτεία, welche Staatsverfassung gerade besteht, IV, 714 c; παρὰ τὸ καϑεστὸς ἔϑος, gegen die bestehende, herrschende Sitte, Plat. Tim. 46 b; Thuc. 1, 76 οὐδὲ πρῶτοι τοῦ τοιούτου ὑπάρξαντες, ἀλλ' ἀεὶ καϑεστῶτος, τὸν ἥσσω ὑπὸ τοῦ δυνατωτέρου κατείργεσϑαι, es ist ein alter Brauch, herkömmlich, daß der Schwächere u. s. w. – d) in einen Zustand versetzt sein, in eine Lage gerathen sein; εἰς κινδύνους καταστάς Antiph. 2 γ 1, u. sonst oft; τῆς πόλεως εἰς ἀπορίαν καταστάσης Plat. Menez. 243 a; ἐν τοιαύτῃ τύχῃ Conv. 203 c; εἰς τὴν αὐτὴν τύχην Is. 2, 24; εἰς ἀγῶνά τινι Eur. Andr. 328; ἐν διαφορᾷ τινι Antiph. 1, 1; εἰς ἔχϑραν πολλοῖς Plat. Polit. 308 a; εἰς ὁμόνοιαν κατέστη ἡ πόλις Lys. 18, 18; εἰς ἔλεγχον 16, 1; εἰς τοσαύτην μεταβολήν Isocr. 4, 60; ἐν μεγάλῃ δυςϑυμίᾳ Pol. 1, 71, 2. – el von Processen, εἰς κρίσιν Aesch. 1, 192, εἰς ἀγῶνα Andoc. 1, 33. – f) wozu gemacht sein, dastehen als, τοῖς οἴκοϑεν φίλοις ἐχϑρὰ καϑέστηκα Eur. Med. 507, δυςτυχής Andr. 386, φονέα μέ φησι Λαΐου καϑεστάναι, er sagt, ich stehe da als Mörder, sei der Mörder, Soph. O. R. 703; ὅς οἱ ἀντιστασιώτης κατεστήκεε Her. 1, 192; οἱ μὲν ἰητροὶ ὀφϑαλμῶν κατεστέασι 2, 84; καταστῆναι πάντων τῶν καλῶν σωμάτων ἐραστήν Plat. Conv. 210 b; bei Sp. καϑίσταται = γίγνεται, S. Emp. adv. log. 1, 130, καϑεστάναι = εἶναι, ib. 50 u. oft; ὅσου κατέστη, wie viel es kostete, Plut. glor. Ath. 6. – 3) med., sich stellen, für sich hinstellen, einrichten, in denselben Verbindungen, ἀεὶ εἰς τὸ ὄπισϑεν καϑίσταντο κάλλιστα, sie stellten sich immer hinter ihn, Plat. Prot. 315 b; – πολιτείαν κατεστήσατο, er richtete den Staat ein, Isocr. 4, 39; τύραννον καταστησάμενοι παρὰ σφίσι αὐτοῖσι Her. 5, 92; ἐπειδὰν καταστήσησϑε τοὺς ἄρχοντας Xen. An. 3, 1, 39; Pol. 9, 29, 10 u. sonst oft; – φρούρημα γῆς καϑίσταμαι Aesch. Eum. 676; κρυφαῖον ἔκπλο υν, unternehmen, Pers. 377; – καϑίστασϑαι εἰς τὴν τάξιν Xen. An. 1, 8, 3, ἐπὶ τὸ ἐπιμελεῖσϑαι 5, 9, 22, φύλακας 4, 5, 21; νόμον Ar. Eccl. 1041; εἰς πόλεμον τινὰ καὶ μάχην Eur. Herc. Fur. 1168; εἰς κινδύνους Andoc. 1, 3; – ἄπαρνος οὐδενὸς καϑίστατο Soph. Ant. 431; ἔμφρων μόλις πως ξὺν χρόνῳ καϑίσταται Ai. 299; oft wie die intrans. tempp. zu fassen; – fut. med. für pass., Xen. An. 1, 3, 9.
-
4 ἀμφίς
ἀμφίς, ursprünglich eins mit ἀμφί; s. Buttmann Lexil. II, 217 ff. A) Adverbium, 1) umher, herum, ϑαλερὴ δ' ἦν ἀμφὶς ἀλοιφή, um das Fleisch herum war Fett, Od. 8, 476; ἀμφὶς ἐόντες Il. 24, 488; δεσμοὶ ἀμφὶς ἔχοιεν, möchten umschließen, Od. 8, 340; ἀμφὶς ἰδών, ringsum schauend, mit Umsicht betrachtend, Hes. O. 701; vgl. Il. 7, 342. 8, 481. 23, 330. 14, 123. 9, 464 (Scholl. Didym. v. l. ἀντιόωντες, ἐγγὺς ἐόντες). 18, 519; ὀλίγη δ' ἦν ἀμφὶς ἄρουρα Iliad. 3, 115 nach Buttmann = wenig Raum war umher. – 2) von, auf beiden Seiten, Iliad. 21, 162 ὁ δ' ἀνέσχετο δῖος Ἀχιλλεὺς Πηλιάδα μελίην. ὁ δ' ἁμαρτῇ δούρασιν ἀμφὶς ἥρως Ἀστεροπαῖος, ἐπεὶ περιδέξιος ἦεν, Scholl. Didym. v. l. ἁμάρτῃ δούρασιν ἄμφω; 12, 434 ἥ τε σταϑμὸν ἔχουσα καὶ εἴριον ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσα; Od. 3, 486 οἱ δὲ πανημέριοι σεῖον ζυγὸν ἀμφὶς ἔχοντες, auf beiden Seiten das Joch habend. – 3) Dinge, die auf beiden Seiten eines Gegenstandes sind, werden durch diesen getrennt; daher hat ἀμφίς auch den Begriff der Trennung, τὼ ζυγὸν ἀμφὶς ἐέργει, hält sie auseinander, Il. 13, 706; κίονες, αἳ γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχουσιν, von einander halten, Od. 1, 54; ῥόπαλα ἀμφὶς ἐάγη, Knittel wurden entzweigeschlagen, Il. 11, 559; vgl. Od. 19, 221. 24, 218; αμφὶς φρονέοντε δύω Κρόνου υἷε, verschiedener Meinung sein, Iliad. 13, 345; ἀϑάνατοι ἀμφὶς φράζονται 2, 13; mit ἕκαστος verbunden = jeder für sich, ἀμφὶς ἄγοντες ἕκαστος Od. 22, 57; ἀμφὶς ἕκαστα εἰρήσεται, jedes wird sie besonders fragen, 19, 46; Iliad. 22, 117 ἅμα δ' ἀμφὶς Ἀχαιοῖς ἄλλ' ἀποδάσσεσϑαι, ὅσα τε πτόλις ἥδε κέκευϑεν, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντὶ τοῠ ἀμφιδάσεσϑαι, δίχα μερίσεσϑαι; 15, 709 τόξων ἀικὰς ἀμφὶς μένον, in der Entfernung; 18, 502 ἀμφὶς ἀρωγοί, Helfer auf beiden Seiten; – Orac. bei Her. 1, 85 τὸ δέ σοι πολὺ λώιον ἀμφὶς ἔμμεναι, es ist dir viel besser, entfernt davon, ohne das zu sein. – B) Praeposition, meist seinem Casus nachgesetzt, 1) mit dem gen., ἅρματος ἀμφὶς ἰδών, den Wagen ringsum betrachten, Il. 2, 384; Illad. 8, 444 αἱ δ' οἶαι Διὸς ἀμφὶς Ἀϑηναίη τε καὶἭρη ἥσϑην, οὐδέ τί μιν προσεφώνεον, Buttmann Lexil. 2, 220 falsch = entfernt vom Zeus, Aristarch richtig = zu beiden Seiten des Zeus, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ πρὸς τὴν καϑέδραν, ὅτι ἑκατέρωϑεν τοῦ ΔιὸςἭρα καὶ Ἀϑηνᾶ, vgl. 24, 100 ἡ δ' ἄρα πὰρ Διὶ πατρὶ καϑέζετο, εἶξε δ' Ἀϑήνη. Ἕρη δὲ χρύσεον καλὸν δέπας ἐν χερὶ ϑῆκεν καί ῥ' εὔφρην' ἐπέεσσι· Θέτις δ' ὤρεξε πιοῦσα, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ πρὸς τὴν καϑέδραν Ἀϑηνᾶς καὶἭρας, ὅτι ἑκατέρωϑεν τοῦ Διός. καὶ ὅταν λέγῃ »αἱ δ' οἶαι Διὸς ἀμφίς«, τὸ αὐτὸ σημαίνει, Διὸς ἑκατέρωϑεν, οὐχ ὥς τινες δέχονται χωρίς; vgl. 4, 21 u. Scholl.; – Od. 14, 352 μάλα δ' ὦκα ϑὐρηϑ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων, weitab von Jenen; ἀμφὶς φυλόπιδος, entfernt vom Kampf, Od. 16, 267; ἀμφὶς ὁδοῦ, seitabwärts vom Wege, Il. 23, 393; Pind. ἐσϑῆτος ἀμφίς, ohne Kleid, P. 4, 258. – 2) mit dem dat., κύκλα σιδηρέῳ ἄξονι ἀμφίς, um die Achse, Il. 5, 753. – 3) mit dem accus., Κρόνον ἀμφὶς ἐόντες Il. 14, 274; Hes. Th. 8511 Od. 6, 266 ἀγορή, καλὸν Ποσιδήιον ἀμφίς; οἵ ῥά μιν ἀμφἱς ᾤκεον 9, 399; δοιαὶ δὲ πελειἀδες ἀμφὶς ἕκαστον χρύσειαι νεμέϑοντο Iliad. 11, 634; 748 πεντήκοντα δ' ἕλον δίφρους, δύο δ' ἀμφἶς ἕκαστον φῶτες ὀδὰξ ἕλον οὖδας; Od. 24, 45 πολλὰ δέ σ' ἀμφὶς δάκρυα ϑερμὰ χέον, 65 πολλὰ δέ σ' ἀμφὶς μῆλα κατεκτάνομεν; 7, 4 κασίγνητοι δέ μιν ἀμφὶς ἵσταντο. – Das Wort findet sich außerdem nur bei sp. Ep., gar nicht bei den Attikern.
-
5 ἀνα-στρέφω
ἀνα-στρέφω, p. ἀνστρέφω, 1) zurück-, umwenden, umkehren, δίφρους, die Wagen umstürzen, Il. 23, 436; ὄρος ἀνεστραμμένον ἐν τῇ ζητήσει, ganz umgekehrt; Her. 6, 47; τὸ ἔμβαμμα, umstoßen, Xen. Cyr. 2, 2, 5, – zurückholen, -rufen, ἐξ ἅδου Soph. Phil. 447; πόδα, den Fuß zurückwenden, zurückkehren, Eur. Hipp. 1176; mit dem Pfluge das Land umwenden, umackern, Plat.; mit πάλιν, z. B. εἱμαρμένη ἀναστρέφει πάλιν τὸν κό-σμον Polit. 272 e; ebenso τὸν λόγον, wiederholen, Legg. I, 626 e; Xen. Hier. 4, 5 ἐμοὶ τοῦτ' ἀνέστραπται, bei mir ist das umgekehrt; vgl. Cyr. 8, 8, 13. – 2) oft intrans., umkehren, eigtl. sich umwenden, μένοντες ἢ ἀναστρέφοντες Plat. Lach. 191 e; oft Xen. An., z. B. 4, 3, 29 ἀναστρέψαντες ἐπὶ δόρυ ἡγεῖσϑαι. Dah. τὸ ἀναστρέφον, ein Gedicht, das man auch rückwärts lesen kann, s. Leon. Alex. 33 (VI, 323). – Ebenso med., Plat. Lach. 191 c; bes. von der Flucht umkehren, Halt machen gegen den Feind, Xen. Cyr. 2, 1, 9; An. 1, 10, 12 ἀνεστράφησαν; geradezu dem φεύγειν entgegengesetzt, Hell. 4, 3, 4; vgl. so ἀναστραφῆναι Dionys. com. Ath. IX, 405 (v. 12). – 3) pass. mit fut. med., wie versari, sich an einem Orte herumdrehen, sich da aufhalten, γαῖαν, Od. 13, 326, sich zu dem Lande hinwenden u. darin verweilen; μενόντων καὶ ἀναστρεφομένων ἐν μέσῳ Plat. Rep. VIII, 558 a; so ἐν φανε ρῷ Xen. Hell. 6, 4, 16; ἐν ὀφϑαλμοῖς Plut. Rom. 9; vgl. Xen. Cyr. 8, 8, 7; von der Sonne, die sich am Himmel herumdreht, Mem. 4, 3, 8; οἱ ἐν τῇ γεωργίᾳ ἀναστρεφόμενοι, die sich mit dem Landbau beschäftigen, Oec. 5, 13; ἐν μέσαις εὐφροσύναις Ages. 9, 4, mitten unter Ergötzlichkeiten; ἐν ταῖς ἡγεμονείαις, Anführer sein, Pol. 9, 21, der es oft mit adv. verbindet, z. B. ϑρασέως, ῥᾳϑύμως, ἀσεβῶς εἴς τινα, 1, 9. 86. 25, 1.
-
6 ἐμ-πελάζω
ἐμ-πελάζω, annähern, nahe bringen; τοὺς δίφρους, die Streitwagen zum Kampfe an einander bringen, Hes. Sc. 109; – sich nähern, nahe kommen, τινί, H. h. Merc. 523; ἀνδρί Soph. Tr. 754; Arist. mund. 4; so Sp., aber gew. im pass.; auch πρὶν τῆςδε κοίτης ἐμπελασϑῆναι Soph. Tr. 17.
-
7 αναστρεφω
1) переворачивать, опрокидывать(δίφρους Hom.; ἔμβαμμα Xen.)
ἀ. τέν καρδίαν Xen. — вызывать тошноту (ср. 3)2) поворачивать, вращать(ὄμμα κύκλῳ Eur.; τὸν κόσμον Plat.)
ἐμοὴ τοῦτ΄ ἀνέστραπται Xen. — у меня дело обстоит наоборот3) в корне изменять(τὰ τῆς Ἑλλάδος πράγματα Isocr.; γνώμην Plat.)
ἀ. τέν καρδίαν τινός Plut. — вызывать переворот в чьей-л. душе (ср. 1)4) поворачиваться(πάλιν ὀπίσω Plut.)
ἀναστρέφαντες ἐπὴ δόρυ Xen. — сделав поворот направо5) возвращать(τινὰ ἐξ Ἅιδου Soph.)
ἀναστρέφαι πόδα Eur. — вернуться6) возвращаться(ἀπὸ τῶν νεῶν Thuc.; ἐκ Φοινὴκης Xen.; ἀπὸ τῆς διώξεωζ Plut.)
φράσον μοι τοῦτ΄ ἀναστρέφαζ πάλιν … Aesch. — вернись к своему рассказу и скажи мне …7) возобновлять, повторять(πάλιν τὸν λόγον Plat.)
πάλιν ἀναστρέφαι τινὴ δίκην Eur. — вновь наказать кого-л.8) перекапывать(τέ πόαν Xen.)
ὄροζ ἀνεστραμμένον Her. — изрытая гора9) med.-pass. переходить, переселяться, прибывать(ἄλλην γαῖαν Hom.)
10) med.-pass. пребывать, находиться, оставаться(ἐν Ἄργει Eur.; περὴ τέν Ἐπίδαυρον Thuc.)
ἀ. ἐν φανερῷ Xen., ἐν μέσῳ Plat. и ἐν ὀφθαλοῖζ Plut. — быть на глазах (у всех), открыто показываться;11) med.-pass. вести себя, поступать(ὡς δεσπόηζ Xen.; θρασέωζ εἴζ τινα Polyb.; ἀσεβῶζ Plut.)
12) грам. делать анастрофу (см. ἀναστροφή См. αναστροφη) -
8 εμπελαζω
-
9 καθιστημι
ион. κᾰτίστημι (для перех. - impf. καταστήσω, aor. κατέστησα; для неперех. - aor. 2 κατέστην, pf. καθέστηκα, ppf. καθειστήκειν, fut. 3 καθεστήξω; med.: для перех. - praes. καθίσταμαι, fut. καταστήσομαι, aor. καταστεσάμην; для неперех. - только praes. и fut.)1) ставить, подавать ( на стол)(κρητῆροι Hom.)
2) ставить, устанавливать ( для старта)(δίφρους Soph.)
κατεστήσαντο βοεῦσι (sc. λαῖφος) HH. — (мореплаватели) поставили парус с помощью ремней3) останавливать(νῆα Hom.)
τὸ ἠρεμίζεσθαι καὴ καθίστασθαι Arst. — успокоение и остановка4) помещать, приводить, привозить, доставлять, тж. направлять(τινὰ Πύλονδε, τινὰ ἐς Νάξον Hom.; τινά τινι ἐς ἔλεγχον Her.; τοὺς Ἕλληνας εἰς Ἰωνίαν πάλιν κ. Xen.; τὰ ὅμηρα εἰς Ῥώμην Polyb.; τὸν στρατὸν εἰς Ἀρμενίαν Plut.)
ποῖ δεῖ κ. πόδα ; Eur. — куда направить (свои) стопы?;κ. τινὰ εἰς ἀγῶνας Plut. — привлекать кого-л. к судебной ответственности;κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν Thuc. — предстать самому (добровольно) перед судом;ἐς φῶς τὸν βίον τινὸς κ. Eur. — вернуть на (дневной) свет, т.е. воскресить кого-л.;ἡμῖν οὐκ ἂν ἀντὴ πόνων χάρις καθίσταιτο Thuc. — нам (лакедемонянам) эти труды не доставили бы никакой благодарности5) ставить, расставлять, выставлять(προφύλακας Xen.)
κ. τέν φάλαγγα Xen. — выстраивать войско6) выставлять, предлагать, давать7) тж. med. назначать(τινὰ ὕπαρχον и τινὰ ὕπαρχον εἶναι Her.; ἐγγυητάς τινι Arph., Plat.; ἄλλον ἄρχοντα Xen.; τινὰ εἰς ἀρχήν Lys. или ἐπὴ ἀρχήν Isocr.; νομοθέτας Arph.; τινὰ ἱερέα Arst.; τινὰ ἐπὴ τῆς θεραπείας αὐτοῦ NT.; εἰς τέν ἐσνάτην χώραν κατασταθεὴς ὑπό τινος Plut.)
καθίστασθαι τοὺς ἄρχοντας Xen. — назначить себе, т.е. избрать начальников8) устанавливать, учреждать, вводить(νόμους Eur., Arst.; τελετάς Eur.; ἀγῶνας Isocr.; τέν Ἱππίου τυραννίδα Arph.; ὀλιγαρχίαν, πολιτείαν Plat., Arst.)
9) предпринимать(κρυφαῖον ἔκπλουν Aesch.)
10) относить, причислять(τινὰς εἰς τοὺς ἀρχικούς Xen.)
11) ставить (в какое-л. положение), приводить (в какое-л. состояние)κ. τινὰ ἐς ἀπορίαν Plat. — приводить кого-л. в смущение;
κ. τινὰ ἐς φόβον Thuc. — приводить кого-л. в ужас;εἰς διαβολὰς καὴ κινδύνους καταστῆσαί τινα Lys. — возвести на кого-л. грозное обвинение;ἐντιμότερόν τινα κ. Xen. — осыпать кого-л. почестями;κλαίοντά τινα κ. Eur. — заставлять кого-л. плакать;τινὰ φεύγειν κ. Thuc. — обращать кого-л. в бегство;φανερόν τι κ. Thuc. — наглядно показывать что-л.;ἐς τὸ φανερόν τινα κ. Xen. — высоко вознести кого-л.;κ. τινὰ εἰς ἐρημίαν φίλων Plat. — лишать кого-л. общества друзей;ψευδῆ ἑαυτὸν κ. πόλει Soph. — показать себя лжецом перед городом;τέν ναυμαχίαν πεζομαχίαν καθίστασθαι Thuc. — превратить (свое) морское сражение в сухопутное;τέν ζόην καταστήσασθαι ἀπό τινος Her. — снискивать себе пропитание чем-л.;καταστῆσαι τὸν ἀκροατέν εἰς τὰ πάθη Arst. — разжечь страсти в слушателе;ἐλεεινὸν κ. ἑαυτόν Arst. — возбудить сострадание к себе;εἰς βίον ἄτυφον κ. ἑαυτόν Plut. — зажить непритязательной жизнью;ἀπωτάτω κ. τινος Plut. — увести далеко от чего-л.12) повергать, ввергать(τέν πόλιν ἐν πολέμῳ Plat.; εἰς συμφοράς Isocr.; τινὰ εἰς κινδύνους Anth.)
13) приходить, прибывать, поселяться(ἐς Αἴγιναν Her.; ἐς Ῥήγιον Thuc.)
ὅποι καθέσταμεν ; Soph. — куда мы прибыли?14) быть выставляемым15) быть назначаемым16) тж. med. становиться(ἐχθρός τινος καθίσταμαι NT.; ἀντὴ φίλου πολέμιον κ. Her.)
φύλαξ δέ μου πιστέ κατέστης Soph. — ты стала верным моим стражем17) тж. med. приходить (в какое-л. состояние), вступать(ἐς πόλεμόν τινι Eur., Arst., Plut.; εἰς μάχην Her., Plut.; εἰς διαφορὰν πρός τινα Plut.)
κ. ἐς τέν βασιλείαν Xen. — вступать на престол;κ. ἐς φόβον Her. — приходить в ужас;κ. ἐς λύπην Thuc. — впадать в уныние, опечаливаться;τίνι τρόπῳ καθέστατε ; Soph. — в каком вы положении?, что с вами?;ἐν οἵῳ τρόπῳ κατέστη ; Thuc. — как (это) возникло?;ἄπαρνος καθίστασθαί τινος Soph. — отрицать что-л.18) успокаиваться, униматься(ὅ θόρυβος κατέστη Her.; ἥ στάσις κατέστη Arst.)
ὅταν ἥ λίμνη καταστῇ Arph. — когда озеро спокойно;ἕως τὰ πράγματα κατασταίη Lys. — пока дела не уладятся;νόσημα κατέστη αὐτόματον Arst. — болезнь сама собой прекратилась;ὅταν νοσῶν τις καταστῇ Arst. — когда какой-л. больной выздоровеет;πνεῦμα καθεστηκός Arph. — спокойный ветер;θάλασσα καθεστηκυῖα Polyb. — спокойное море;καθεστῶτι προσώπῳ Plut. — со спокойным выражением лица;καθεστηκυῖα ἡλικία Plat. — спокойный (зрелый) возраст;καθεστηκυῖα τιμή Dem. — установившаяся цена;ἔξω τοῦ καθεστηκότος εἶναι Luc. — быть вне себя19) (как pf.-praes.) бытьὁ κατεστεὼς κόσμος Her. — установленный, т.е. существующий (государственный) строй;
τὰ καθεστῶτα Arst. — сложившиеся обстоятельства;τὸ γίγνεσθαι καὴ ἀπόλλυσθαι ταὐτὸν καθέστηκε τῷ ἀλλοιοῦσθαι Arst. — возникновение и исчезновение есть то же самое, что изменение -
10 νωμαω
1) распределять, раздавать(κρατῆρας πᾶσιν Hom.)
2) держать в своих руках(βῶν, ἄλεισον, σκῆπτρον Hom.)
3) управлять, направлять(πόδα νηός Hom.; δίφρους Pind.; πόλεως οἴακα Aesch.)
φυγᾷ πόδα νωμᾶν Soph. — пуститься бежать;— вести (πᾶν ἐπὴ τέρμα Aesch.)4) двигать, шевелить(ἐν αἰθέρι πτερόν Anth.)
ν. ὀφρύν Aesch. — глядеть сдвинув брови5) наблюдать, следитьν. ὄρνιθας ἐν ὠσὴ καὴ φρεσίν Aesch. — слушать и понимать птиц ( о птицегадателях)
6) подстерегать7) думать, размышлять(τὸ ν. καὴ τὸ σκοπεῖν ταὐτόν Plat.)
-
11 ἀελλόπους
1 storm footedἀελλοπόδων ἵππων N. 1.6
, fr. 221. 1. fig. “ δίφρους ἀελλόποδας.” P. 4.18 -
12 ἁνία
ἁνῐα (ἡ) pl.,1 reinsἀκηράτοις ἁνίαις P. 5.32
χεῖρα · τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις with full rein I. 2.22------------------------------------ἁνῐα (τά)1 reins “ ἁνία τ' ἀντ ἐρετμῶν δίφρους τε νωμάσοισιν” P. 4.18ἁνία τ' ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ ἐθέλω ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ I. 1.15
-
13 ἀντί
ἀντί prep. c. gen.a in return for, in consideration ofἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα P. 2.17
ἐπεὶ κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.46
μὴ φθόνει κόμπον τὸν ἐοικότ' ἀοιδᾷ κιρνάμεν ἀντὶ πόνων I. 5.25
b instead of “ἀντὶ δελφίνων δ' ἐλαχυπτερύγων ἵππους ἀμείψαντες θοάς, ἁνία τ ἀντ ἐρετμῶν δίφρους τε νωμάσοισιν ἀελλόποδας” P. 4.17—8. πέτραι δ[ἔφ]α[ν]θεν ἀντὶ φωτῶν Δ. 4. 41. -
14 ἐρετμόν
1 oar “ ἁνία τ' ἀντ ἐρετμῶν δίφρους τε νωμάσοισιν” P. 4.18 -
15 νωμάω
a ply, guide, wielda of chariot driving. “ ἁνία τ' ἀντ ἐρετμῶν δίφρους τε νωμάσοισιν” P. 4.18ἁνία τ' ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ ἐθέλω ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ I. 1.15
II of weapons. “ θαέομαι σαφὲς δράκοντα ποικίλον αἰθᾶς Ἀλκμᾶν' ἐπ ἀσπίδος νωμῶντα” P. 8.47 πολλὰ δ' ἕλκἐ ἔμβαλλε νωμῶν τραχὺ ῥόπαλον (Vulcanius, Π: ἔμβαλλεν ὦμον codd.: sc. Ἡρακλέης?) fr. 111. 2.III met., guide, govern νώμα δικαίῳ πηδαλίῳ στρατόν (sc. ὦ Ἱέρων) P. 1.86b dispenseἀργυρέαισι δὲ νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῖδ N. 9.51
c dub., [ νωμᾶ πάσαις (codd. contra metr.: νεῖμ' ἁπάσαις Hermann) I. 2.22] -
16 τε
τε A1 connective,a joining words and phrases.ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον O. 1.38
νέκταρ ἀμβροσίαν τε O. 1.62
βίαν παρθένον τε O. 1.88
ταχυτὰς ποδῶν ἀκμαί τ' ἰσχύος O. 1.96
ἔρεισμ' Ἀκράγαντος εὐωνύμων τε πατέρων ἄωτον O. 2.7
Πυθῶνι Ἰσθμοῖ τε O. 2.50
Κύκνον Ἀοῦς τε παῖδ' Αἰθίοπα O. 2.83
ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν πραπίσιν ἀφθονέστερόν τε χέρα O. 2.94
τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε θέμεν ( τιθέμεν coni. Hermann) O. 2.97 ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθ-λων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις O. 5.6
πόνος δαπάνα τε O. 5.15
ζώναν καταθηκαμένα κάλπιδά τ O. 6.40
ἀγῶνας ἔχει μοῖράν τ' ἀέθλων O. 6.79
λύραι μολπαί τε O. 6.97
τῶνδε κείνων τε O. 6.102
Ὀλυμπίᾳ Πυθοῖ τε νικώντεσσιν O. 7.10
παῖδ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν O. 7.14
πελώριον ἄνδρα πατέρα τε O. 7.17
ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα O. 7.52
τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν ἄνδρα τε O. 7.89
παῖς ὁ Λατοῦς εὐρυμέδων τε Ποσειδάν O. 8.31
Θέμις θυγάτηρ τε O. 9.15
πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν O. 9.40
Πύρρα Δευκαλίων τε O. 9.43
πόλιν δ' ὤπασεν λαόν τε διαιτᾶν O. 9.66
υἱὸν δ' Ἄκτορος Αἰγίνας τε Μενοίτιον O. 9.70
προξενίᾳ δ' ἀρετᾷ τ O. 9.83
ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς κάλλιστά τε ῥέξαις O. 9.94
Ἰολάου τύμβος ἐνναλίᾳ τ' Ἐλευσὶς O. 9.98
ὑπὸ στερεῷ πυρὶ πλαγαῖς τε σιδάρου O. 10.37
σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε O. 10.59
ἐκ Πυθῶνος Ἰσθμοῖ τ O. 12.18
Εὐνομία κασιγνήτα τε O. 13.6
σταδίου τιμὰν διαύλου θ O. 13.37
Μοίσαις Ὀλιγαιθίδαισίν τ O. 13.97
Δὶ Ἐνυαλίῳ τ O. 13.106
στεφάνοισι ἵπποις τε P. 1.37
ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν P. 1.40
ἁγητὴρ ἀνήρ, υἱῷ τ' ἐπιτελλόμενος (cf. A. 4. a infra) P. 1.70ἀνδρῶν ἵππων τε P. 2.2
παρθένος ὅ τ' ἐναγώνιος Ἑρμᾶς P. 2.10
ξεινίαν κοίταν ἄθεμίν τε δόλον P. 3.32
Λατοίδαισιν Πυθῶνί τ P. 4.3
Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ P. 4.66
νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις P. 4.130
“ ἐκ πόντου σαώθη ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων” P. 4.162Ζήταν Κάλαίν τ P. 4.182
δήσαις ἐμβάλλων τ P. 4.235
πάχει μάκει τε P. 4.245
ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων P. 4.290
Ἡρακλέος ἐκγόνους Αἰγιμιοῦ τε P. 5.72
[θ (codd.: om. byz.) P. 5.100] σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν ἔνδικόν τ' Ἀρκεσίλᾳ (bis) P. 5.102νόον φέρβεται γλῶσσάν τε P. 5.111
ἐπ' ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς P. 5.119
πατρὶ τεῷ, Θρασύβουλε, κοινάν τε γενεᾷ νίκαν P. 6.15
στεροπᾶν κεραυνῶν τε P. 6.24
[τίνα πάτραν, τίνα τ' οἶκον (τ del. Boeckh) P. 7.6κεραυνῷ τόξοισί τ' Ἀπόλλωνος P. 8.18
ποίᾳ Παρνασσίδι Δωριεῖ τε κώμῳ P. 8.20
“ κύμασιν ῥιπαῖς τ' ἀνέμων” P. 9.48καλλίσταν πόλιν ἀμφέπει κλεινάν τ' ἀέθλοις P. 9.70
παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ P. 9.96
τέλος ἀρχά τε P. 10.10
θαλίαις εὐφαμίαις τε P. 10.35
ἐν καὶ παλαιτέροις νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα P. 10.59
ἑπταπύλοισι Θήβαις χάριν ἀγῶνί τε Κίρρας P. 11.12
τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον καλύψαι τ' ἀμάχανον P. 11.26
ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος P. 11.55
ἀθανάτων ἀνδρῶν τε P. 12.4
δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.6
Σερίφῳ λαοῖσί τε P. 12.12
ἅρμα Νεμέᾳ τ N. 1.7
θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε N. 1.56
στεφάνων ἀρετᾶν τε N. 3.8
ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα N. 3.19
Αἰακῷ γένει τε N. 3.28
κυνῶν δολίων θ' ἑρκέων N. 3.51
τετραορίας ἥροάς τ N. 4.29
τεθμὸς ὧραί τ N. 4.34
οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ N. 4.67
ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ' ἀκάτῳ N. 5.2
Αἰακίδας ἐγέραιρεν ματρόπολίν τε N. 5.8
Θέτιν Πηλέα θ N. 5.26
ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος N. 5.44
ἀφνεὸς πενιχρός τε N. 7.19
ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι (supp. Hermann: τε om. codd.) N. 7.22τεῶν Διός τ' ἐκγόνων N. 7.50
ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.86
ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι N. 7.99
τρὶς τετράκι τ N. 7.104
Διὸς Αἰγίνας τε N. 8.6
πάτρᾳ Χαριάδαις τ (Sandys: τε codd.) N. 8.46τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51
πατρίων οἴκων ἀπό τ' Ἄργεος N. 9.14
ὅπλοισιν ἱππείοις τε σὺν ἔντεσιν N. 9.22
σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44
Δαναοῦ πόλιν ἀγλαοθρόνων τε πεντήκοντα κορᾶν N. 10.1
Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν N. 10.11
πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε N. 10.12
ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν N. 10.23
Θρασύκλου Ἀντία τε N. 10.40
ποδῶν χειρῶν τε (Er. Schmid: ποδῶν τε χειρῶν (τε) codd.) N. 10.48θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ N. 10.58
Ἀρισταγόραν πάτραν τ N. 11.20
κωμάσαις ἀνδησάμενός τε N. 11.28
αἶσαν Ἐρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν I. 1.35
καὶ τόθι κλειναῖς τ' Ἐρεχθειδᾶν χαρίτεσσιν ἀραρὼς (τ supp. Bergk, om. codd.: καὶ τόθι. κλειναῖς δ coni. Heyne) I. 2.19φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν I. 4.10
κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις I. 4.26
ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ, ναυτιλίαισί τε πορθμὸν ἡμερώσαις (? c. τε v. 55) I. 4.57 διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο παίδων τε τρίταν (τε supp. Hermann, om. codd.) I. 4.71Κάστορος δ' αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ I. 5.33
Αἰακοῦ παιδῶν τε I. 5.35
Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ Νηρείδεσσί τε πεντήκοντα I. 6.6
Ἀίδαν γῆράς τε I. 6.15
Κλωθὼ κασιγνήτας τε I. 6.17
αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα Ἀμφιάρηόν τε I. 7.33
Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε I. 8.1
υἱέες υἱέων τ' ἀρηίφιλοι παῖδες I. 8.25
Ζεὺς ἀγλαός τ' ἔρισαν Ποσειδὰν I. 8.27
Αἴγιναν σφετέραν τε ῥίζαν I. 8.56
οἷοι δ' ἀρετὰν δελφῖνες ἐν πόντῳ, ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ ἀέθλων (bis) I. 9.7—8. Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ fr. 2. 2.Ἐνιαυτὸς ὧραί τε Pae. 1.6
Θρονίας Ἄβδηρε χαλκοθώραξ [Πος]ειδᾶνός τε παῖ Pae. 2.2
Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν Pae. 2.5
πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε Pae. 4.41
κεραυνῷ τριόδοντί τε Pae. 4.43
πλούτου πειρῶν μακάρων τ ἐπιχώριον τεθμὸν ἀπωσάμενος Pae. 4.46
ἔταις τεοῖσιν ἐμαῖς τε τιμαῖς Pae. 6.11
σὺν πατρὶ Μναμοσύνᾳ τε Pae. 6.56
τεκέων ἀλόχων τε Pae. 8.78
καλάμῳ μήδεσί τε φρενὸς Pae. 9.37
κρόταλ αἰθομένα τε δαὶς Δ. 2. 1. στεφάνων τᾶν τ ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν fr. 75. 6. πάνδοξον Αἰολάδα σταθμὸν υἱοῦ τε Παγώνδα Παρθ. 2. 1. Ἀγασικλέει ἐσλοῖς τε γονεῦσιν Παρθ. 2.. ἔν τε Πίσᾳ Παρθ. 2.. πέλλαι πίθοι λτ;τε> (supp. Schwartz: τε om. codd. Plutarchi) *fr. 104b. 5.* ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τε> (supp. Boeckh, om. codd. Plutarchi) Θρ... τερπνῶν χαλεπῶν τε fr. 131b. 4. σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες fr. 133. 4. ἄνακτι πατρί τε fr. 140a. 64 (38). πόντον ὠκείας τ' ῥιπάς fr. 140c. 2. μένω[ν Ἀμ]φιτρύωνί τε σᾶμα χέω[ν (τε in lacuna add. Snell) fr. 169. 48. ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ fr. 220. 3. θεὸν ἄνδρα τε fr. 224. κάπρων λεόντων τε fr. 238. where τε joins words in apposition,ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον P. 5.56
πρόσθα μὲν ἶς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλανός τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον ( τε ποταμου ροαι Π: ποταμοῦ del. Wil.) fr. 70. 2.διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων κῶμόν τ P. 3.73
where the coordination is irregular, cf. A. 4 infra,Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον O. 4.9
Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ O. 13.98
ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72
ξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον P. 2.11
παρθενίοις ὑπό τ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς P. 12.9
παρθενηίοις παίδων τ' ἐφίζοισα γλεφάροις N. 8.2
Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.65
ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41
καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν fr. 42. 3. θεόν, τὸν Βρόμιον, τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν (τε om. codd. nonnulli) fr. 75. 10.b joining clauses χρυσέαισί τ' ἄν ἵπποις (Er. Schmid: κἀν, ἀν codd.) O. 1.41ὃς Ἕκτορα σφᾶλε Κύκνον τε θανάτῳ πόρεν O. 2.82
κολλᾷ τε O. 5.13
αἰτήσων πόλιν δαιδάλλειν, σέ τ, Ὀλυμπιόνικε, φέρειν γῆρας O. 5.21
ὃς ἄνασσε Φαισάνᾳ λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν O. 6.34
( Ἑρμᾶν)ὃς ἔχει Ἀρκαδίαν τ' εὐάνορα τιμᾷ O. 6.80
ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται P. 1.15
ὃς Πριάμοιο πόλιν πέρσεν τελεύτασέν τε πόνους Δαναοῖς P. 1.54
ἤθελον Χίρωνά κε ζώειν βάσσαισί τ' ἄρχειν P. 3.4
“ κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι δέρμα τε ἄγειν” P. 4.161, cf. P. 4.294 ὅτι μοι ὑπάν-τασεν μαντευμάτων τ' ἐφάψατο συγγόνοισι τέχναις P. 8.60
εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι, ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν N. 9.54
εἰ δέ τις μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους, ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν N. 11.14
εἰ γάρ τις πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰν σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν I. 6.12
οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ζηνί τε ἅδον (Er. Schmid: θ' ἅδον cod.) 1. 8. 18. with irregular coordination,ὕμνον κελάδησε ὅρμον στεφάνων πέμψαντα Θήβαις τ' ἐν ἑπταπύλοις οὕνεκ Ἀμφιτρύωνος κτἑ N. 4.19
, cf. N. 5.26, A. 4 infra.c joining sentences [ τέκε τε (byz.: ἃ τέκε codd.: ἔτεκε Boehmer) O. 1.89]Σικελίας τ O. 2.9
Ἀχιλλέα τ O. 2.79
μετάλλασσέν τε O. 6.62
O. 8.19εὐφράνθη τε O. 9.62
Ἄργει τ' ἔσχεθε O. 9.88
ὁπᾷ τε O. 10.11
μέλει τε O. 10.14
δέξαι τε (δὲ v. l.) O. 13.29Νέμεά τ O. 13.34
ὅσσα τε O. 13.43
εὗρεν δεῖξέν τε O. 13.75
ἀλαθής τε O. 13.98
τά τ' ἐσσόμενα O. 13.103
κλέπτει τε P. 3.29
ἕδνα τε P. 3.94
κυλινδέσκοντό τε P. 4.209
λιτάς τ P. 4.217
καταίνησάν τε P. 4.222
ἔν τ' ὠκεανοῦ P. 4.251
Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος P. 4.270
εὐθύτονόν τε P. 5.90
τίν τ, Ἐλέλιχθον P. 6.50
ἅρπασ, ἔνεικέ τε P. 9.6
“ στάξοισι θήσονταί τε” P. 9.63ὁδοί τε P. 9.68
ἄφωνοί θ P. 9.98
στρατῷ τ P. 10.8
χαίρει γελᾷ θ P. 10.36
δάφνᾳ τε P. 10.40
ἔπεφνέ τε P. 10.46
ἀδελφεοῖσί τ P. 10.69
μάντιν τ' ὄλεσσε (perhaps with μέν v. 31) P. 11.33κατένευσέν τε N. 1.14
ἰδίᾳ τ N. 3.24
κάπρους τ N. 3.47
γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν N. 3.57
πίτναν τ N. 5.11
φράσθη κατένευσέν τε N. 5.34
τόλμαν τε N. 7.59
ἔν τε δαμόταις N. 7.65
πατρί τ (codd.: δ Heyne e Σ.) N. 10.12εἶδ' Ἀπόλλων μιν πόρε τ I. 2.18
ἁδυπνόῳ τε I. 2.25
πέλονται ἔν τ' ἀγωνίοις I. 5.7
ὔμμε τ I. 6.19
εἶπέν τε I. 6.51
τόν τε Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον I. 6.65
υἱοῖσί τε I. 6.68
φέρει γὰρ ἄγει τ I. 7.22
μάτρωί τ I. 7.24
ἔσσυταί τε I. 8.61
ἀμφί τε Pae. 2.97
ἐρικυδέα τ' Pae. 5.39
ἔκλαγξέ θ (G—H: τε Π.) Πα. 8A. 10.Εὐρίπου τε Pae. 9.49
ἀλκάεσσά τε Δ. 2. 1. δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι, ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν fr. 75. 2. Διόθεν τε fr. 75. 7. ἐναργέα τ fr. 75. 13. τελευταί τε fr. 108a. 4.2 in enumeration,a AB τε C τε (D τε)ἕδος νέμων, ἀέθλων τε κορυφὰν πόρον τ' Ἀλφεοῦ O. 2.13
ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τ O. 7.74
ὅ τ' ἐν Ἄργει τά τ ἐν Ἀρκαδίᾳ ἀγῶνές τ Πέλλανά τ· Αἰγίνᾳ τε ἐν Μεγάροισίν τ O. 7.83
—6.ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν Πυθοῖ τ μηνός τε O. 13.38
ὦ πότνἰ Ἀγλαία φιλησίμολπέ τ' Εὐφροσύνα Θαλία τ O. 14.14
—5.Ζηνὸς Ἀλκμήνας θ' ἑλικογλεφάρου Λήδας τε P. 4.172
ὤρεγον χεῖρας, στεφάνοισί τέ μιν ποίας ἔρεπτον, μειλιχίοις τε λόγοις ἀγαπάζοντ P. 4.240
ἔν τ' ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν πόντῳ τ ἐρυθρῷ Λαμνιᾶν τ ἔθνει γυναικῶν P. 4.251
—2.ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ ἔν τε σοφοῖς P. 4.294
—5.νέμει, πόρεν τε κίθαριν, δίδωσί τε μυχόν τ' ἀμφέπει P. 5.65
ἔν τε πέφανταί θ' ὅσαι τ θεός τε P. 5.114
—7.Μεγάροις δ' ἔχεις γέρας μυχῷ τ ἐν Μαραθῶνος, Ἥρας τ ἀγῶν δάμασσας ἔργῳ P. 8.78
—80.παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται P. 10.39
λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ἀναγκαῖον λέχος P. 12.14
παρὰ Κασταλίαν τε πόντου τε γέφυρ' βοτάνα τε N. 6.37
—42.παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις N. 9.34
ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι, τύχᾳ τε μολὼν καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον, Μοίσαισί τ ἔδωκ ἀρόσαι N. 10.25
—6. “θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ κελαινεγχεῖ τ Ἄρει” N. 10.84Ποσειδάωνι Ἰσθμῷ τε ζαθέᾳ Ὀγχηστίαισίν τ' ἀιόνεσσιν I. 1.32
ναίει τετίματαί τε Ἥβαν τ' ὀπυίει I. 4.59
Φυλακίδᾳ γὰρ ἦλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τεκώμων Εὐθυμένει τε I. 6.58
αἵμασσε γεφύρωσέ τ' Ἑλέναν τ ἐλύσατο I. 8.51
στοναχαὶ μανίαι τ' ἀλαλαί τ Δ. 2. 13. τότε βάλλεται ἴων φόβαι, ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται, ἀχεῖ τ ὀμφαὶ οἰχνεῖ τε χοροί fr. 75. 16—9 in apposition,βωμοὺς ἐγέραρεν ἁμίλλαις, ἵπποις ἡμιόνοις τε μοναμπυκίᾳ τε O. 5.6
—7.b AB τε καὶ C ( καὶ D)ἀμφέπει Δάματρα λευκίππου τε θυγατρὸς ἑορτὰν καὶ Ζηνὸς Αἰτναίου κράτος O. 6.96
χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.62
ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει κασιγνήτα τε Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα (v. l. κασίγνηταί) O. 13.6—7. “ τότε γὰρ μεγάλας ἐξανίστανται Λακεδαίμονος Ἀργείου τε κόλπου καὶ Μυκηνᾶν” P. 4.49Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ P. 5.70
Ἐμμενίδαις ποταμίᾳ τ' Ἀκράγαντι καὶ μὰν λτ;γτ;ενοκράτει P. 6.6
ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλόν κελαδήσετ P. 11.9
Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο καὶ Μεγάρων N. 3.84
πῦρ δὲ παγκρατὲς θρασυμαχάνων τε λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων ( καὶ Ahlwardt: τε codd.) N. 4.62—4.Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ καὶ λείριον ἄνθεμον ποντίας ὑφελοῖσ ἐέρσας N. 7.78
σέθεν, Ἀμφιτρύων, παῖδας προσειπεῖν, τὸν Μινύα τε μυχὸν καὶ τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα καὶ Εὔβοιαν I. 1.56
c AB τε C τε καὶ Dἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον ἐγχωρίαν τε λίμναν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς O. 5.11
—12.τῶν ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δὶς κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων Νεμέᾳ τ ἄλλαν ἐπ ἄλλᾳ καὶ κρανααῖς ἐν Ἀθάναις O. 7.81
—3.d miscellaneous τε, καὶ connections Ἄργει θ (δ v. l.)ὅσσα ὅσα τ' Πέλλανά τε καὶ Σικύων καὶ Μέγαῤ Αἰακιδᾶν τ εὐερκὲς ἄλσος, ἅ τ Ἐλευσὶς καὶ λιπαρὰ Μαραθών, ταί θ ἅ τ Εὔβοια O. 13.107
—112.Ζῆνα καὶ ῥιπὰς ἀνέμους τ' ἐκάλει νύκτας τε καὶ πόντου κελεύθους ἄματά τ εὔφρονα καὶ μοῖραν P. 4.194
—6.3 in anaphora [ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδέν τέ μιν (δέ coni. Hermann) O. 9.32]ἐκ πόντου ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων P. 4.162
ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων P. 4.290
κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις I. 4.26
ὑπὲρ χθονὸς ὑπέρ τ' ὠκεανοῦ Pae. 8.15
χάλκεοι μὲν τοῖχοι, χάλκ[εαί] θ ὑπὸ κίονες ἔστασαν Πα. 8. 68, cf. O. 9.94, [N. 1.37]4a where τε is irregularly connective, almost καὶ ταῦτα. (for irregularly positioned τε, v. A. 1. a, b, sub fin.; μέν τε; B. b.; D: cf. Schr., Pyth. Comm., on P. 1.75) πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα, πάτρῳ τ' ἐπερχόμενος ἀγλαίαν ἅπασαν (Bergk: ἔδειξεν ἅπασαν codd.) P. 6.46ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19
cf. P. 1.70ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.45
b where τε is inclusive rather than connective τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται, Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν Πυθέᾳ τε, παγκρατίου (ἀμφοτέροις ὑμῖν, σοί τε καὶ τῷ Πυθέᾳ Σ: v. W. Schulze, Q. E., 416; Kl. Schr., 325) I. 5.19c in hendiadysἀνὰ δ' ἡμιόνοις ξεστᾷ τ ἀπήνᾳ P. 4.94
d and, in particularἘμμενίδαις Θήρωνί τ O. 3.39
αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν Πηλέα θ, ὥς τέ νιν ἁβρὰ Κρηθεὶς Ἱππολύτα δόλῳ πεδᾶσαι ἤθελε N. 5.26
[e dub. ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς, ἐπεὶ μόλεν, ὥς τ' οὐ λαθὼν χρυσόθρονον Ἥραν κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα (τ del. Hermann, edd. plerique) N. 1.37] B τε τε combined, where the first τε is not connective.a joining words, phrases, sentencesδίφρον τε χρύσεον πτέροισίν τ' ἀκάμαντας ἵππους O. 1.87
εἴη σέ τε πατεῖν, ἐμέ τε ὁμιλεῖν O. 1.115
ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν O. 2.47
Τυνδαρίδαις τε χρύσεον ἁδεῖν καλλιπλοκάμῳ θ' Ἐλένᾳ O. 3.1
αἴτει σκιαρόν τε φύτευμα στέφανόν τ' ἀρετᾶν O. 3.18
ἀκαμαντόποδός τ' ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα O. 5.3
Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον τιμῶν τ' Ἀλφεὸν O. 5.18
ὄφρα κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον ἵκωμαί τε O. 6.23
ἑορτάν τε τεθμόν τε O. 6.69
[O. 7.5, v. B. b. infra]πατρί τε κόρᾳ τ' ἐγχειβρόμῳ O. 7.43
Δία τε φοινικοστερόπαν σεμνόν τ' ἀκρωτήριον Ἄλιδος O. 9.6
σόν τε, Κασταλία, πάρα Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.17
ἔκ τ' Ἄργεος ἔκ τε Θηβᾶν O. 9.68
ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν O. 10.43
ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ' αὐλὸς O. 10.93
ἰδέᾳ τε καλὸν ὥρᾳ τε κεκραμένον O. 10.103
Τερψίᾳ θ' Ἐριτίμῳ τ (θ om. codd. nonnulli.) O. 13.42μῆτίν τε γαρύων πόλεμόν τ O. 13.50
ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι Σικελία τ P. 1.18
“ ἁνία τ' ἀντ ἐρετμῶν δίφρους τε νωμάσοισιν” P. 4.18ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' Ὑψέος εὐρυβίᾳ P. 9.13
ἀκόντεσσίν τε χαλκέοις φασγάνῳ τε P. 9.20
Αἰγίνᾳ τε γάρ, φαμί, Νίσου τ' ἐν λόφῳ P. 9.90
πέφνεν τε ματέρα θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς P. 11.37
τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι (codd.: τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.47—9.ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε P. 12.13
—4.ἐγὼ δὲ κείνων τέ μιν ὀάροις λύρᾳ τε κοινάσομαι N. 3.11
οἴκοι τ' ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.45
—6.πόλιός θ' ὑπὲρ φίλας ἀστῶν θ ὑπὲρ τῶνδ N. 8.13
ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις I. 1.23
τοὶ μὲν ὦν λέγονται πρόξενοί τ' ἀμφικτιόνων κελαδεννᾶς τ ὀρφανοί ὕβριος I. 4.8
ἱπποτρόφοι τ' ἐγένοντο, χαλκέῳ τ Ἄρει ἅδον I. 4.14
—5.ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς I. 5.27
φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου, σθένει τ' ἔκπαγλος ἰδεῖν τεμορφάεις I. 7.22
σώφρονές τ' ἐγένοντο πινυτοί τε θυμόν I. 8.26
κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ τριόδοντός τ I. 8.35
Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας I. 8.67
Οὐρανοῦ τ' εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ κόραισί τ Πα. 7B. 15. θεοί· πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 3. ζωσαμένα τε πέπλον ὠκέως χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2. 6.b with irregular coordination ἔννεπε κρυφᾷ τις ὕδατος ὅτι τε πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμὰν μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη, τραπέζαισί τ' διεδάσαντο (τε = σε, Christ, Wackernagel) O. 1.48 τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας ( παρέστασ' ἔν coni. Peek, Phil., 1958, 319) O. 6.42συμποσίου τε χάριν κᾶδός τε τιμάσαις O. 7.5
ἔχω καλά τε φράσαι, τόλμα τε ὀρνύει λέγειν O. 13.11
ἀμφί τε Λατοίδα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν P. 1.12
τὶν δ' ἐπέοικεν Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα N. 7.95
“ υἱὸν χεῖρας Ἄρεί τ' ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ ἀκμὰν ποδῶν” ( Ἄρει χεῖρας ἐναλ. codd., transp. Hermann, τ add. Boeckh) I. 8.37ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ I. 8.57
ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε] ἔρριψεν ἑάν τ ἔφανεν φυὰν (ἄειρ[ε νέᾳ τε] e. g. Snell) Πα. 2. 1. ἵππων τ' ὠκυπόδων πολυγνώταις ἐπὶ νίκαις (deest τε alterum propter lacunam) Παρθ. 2.. ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς, ὁπόταν τε χειμῶνος σθένει φρίσσων Βορέας ἐπισπέρχησ' Παρθ. 2. 16—8.c in apposition.δεῖξέν τε Κοιρανίδᾳ πᾶσαν τελευτὰν πράγματος, ὥς τ' ὥς τ O. 13.75
—6.τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη σόν τε, Περικλύμεν P. 4.175
ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες, οἵ τε κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν ἅρμοζον στρατόν, οἵ τ ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.11
—12. μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς, μηλοβότατ' ἀρότᾳ τ ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει I. 1.48
Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ' ἄλλους τ ἀριστέας I. 8.54
d in anaphora ὅσσα τ' ἔριξε λευκωλένῳ ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων ὅσα τε Πολιάδι Πα. 6. 87—9, cf. O. 13.75—6.e in enumeration,τε τε τε νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν N. 9.11
—2. C τε in combination with other particlesaτε δέ, ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν, ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος ἀμφὶ δὲ παρδαλέᾳ στέγετο P. 4.80
ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς P. 10.11
ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον. ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει P. 11.29
—30. ὁ δ' ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[..].ε τεῖρε δὲ fr. 169. 26—9.b τε δὲ τε, τί ἔρδων φίλος σοί τε, καρτερόβρεντα Κρονίδα, φίλος δὲ Μοίσαις, Εὐθυμίᾳ τε μέλων εἴην fr. 155. 1.c δὲ τε δέ, v. δέ, N. 5.51—4.dτε οὐδέ, Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ θρασύγυιον P. 8.36
cf. οὔτε οὐδέ.eοὔτε τε οὐ, ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ οὐκ ἐθέλει ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.40
[f dub., τε ἤ, Δί λτ;τεγτ; μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν (supp. Hermann: Διὶ μισγ. codd.: Ζηνὶ μισγ. Tricl.) I. 8.35]g τε ἠδέ, καὶ τότ' ἐγὼ σαρκῶν τ ἐνοπὰν λτ;γτ; ἠδ ὀστέων στεναγμὸν βαρύν” fr. 168. 5.aνέοις ἐν ἀέθλοις ἐν μάχαις τε πολέμου O. 2.44
ὑπὸ σπλάγχνων ὑπ' ὠδῖνός τ ἐρατᾶς ( ὑπ' ὠδίνεσσ ἐραταῖς coni. Wil., Snell) O. 6.43ἐν Μεγάροισίν τ O. 7.86
ἐν πόντῳ ἐν χέρσῳ τε O. 12.4
ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ O. 14.18
ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ P. 4.294
ἐν δίκᾳ τε N. 5.14
παρὰ Κασταλίαν τε N. 6.37
ἐν σοφοῖςἀνδρῶν ἐν δικαίοις τε N. 8.41
ὑπὲρ πολλῶν τε N. 9.54
ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς I. 5.27
ἐπὶ θρῆνόν τε πολύφαμον ἔχεαν I. 8.58
]ἐν δαιτί τε Πα. 13. a. 21.b after art.τὸν Μινύα τε μυχόν I. 1.56
τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' Παρθ. 2. 43.c after voc. Αἶαν, τεόν τ' ἐν δαιτί, Ἰλιάδα (Hermann: Αἰάντειόν τ codd.: Αἰάντεόν τ Boeckh) O. 9.112d v. also A. 1. a, b sub. fin.; A. 4; B. b.; μέν τε. E fragg.θεᾶς θ' Pae. 3.15
ἀγ]λαάν τ ἐς αὐλὰν Pae. 7.3
φωνᾷ τά τ ἐόντα τε κα[ὶ Pae. 8.83
ἥρωί τε βω[ Πα. 13. a. 1. ]ιόν τε σκόπελον Δ. 3. 1. ]ς τε χάρμας Δ. 3. 13. ]εες τ' ἀοιδαί Δ. 3. 1. ]αν λέχεα τ ἀνα[γ]καῖα δολ[ Δ.. 1. ]γένος τε δαιμο[ Δ... ]σι τε ῥοδ[ Δ. 4. c. 2. χάριτάς τ fr. 128. 1. ]ισσαι τε φιλοφροσύναι Θρ.. 1. ]ν ὀρθαι τε Θρ.. 1. ἐπερχόμενόν τε *fr. 140c. 1* λιπαρᾶν τε fr. 196. κακόφρονά τ fr. 211. ξεινοδόκησέν τε fr. 311. Φερσεφόνᾳ ματρί τε ?fr. 346c. 1. -
17 καθίστημι
A in causal sense:—[voice] Act., in [tense] pres., [tense] impf., [tense] fut., and [tense] pf.καθέστᾰκα Hyp.Eux.28
, LXXJe.1.10, D.H.Dem.54, D.S.32.11, etc.; onceκαθέστηκα PHib.1.82i14
(iii B. C.): [tense] plpf.- εστάκει Demetr.
Sceps. ap. Ath.15.697d:—also in [voice] Med., [tense] fut. (Paus.3.5.1), [tense] aor. 1, more rarely [tense] pres. (infr. A. 11.2):— set down,κρητῆρα καθίστα Il.9.202
; νῆα κατάστησον bring it to land, Od.12.185; κ. δίφρους place, station them, before starting for the race, S.El. 710; ποῖ [ δεῖ] καθιστάναι πόδα; E.Ba. 184;κ. τινὰ εἰς τὸ φανερόν X.An.7.7.22
; set up, erect, of stones, Inscr.Cypr.94, 95 H.:—[voice] Med., [ λαῖφος] κατεστήσαντο βοεῦσι steadied it, h.Ap. 407.2 bring down to a place,τούς μ' ἐκέλευσα Πύλονδε καταστῆσαι Od.13.274
: generally, bring,κ. τινὰ ἐς Νάξον Hdt.1.64
, cf. Th.4.78; esp. bring back,πάλιν αὐτὸν κ. ἐς τὸ τεῖχος σῶν καὶ ὑγιᾶ Id.3.34
;κ. τοὺς Ἕλληνας εἰς Ἰωνίαν πάλιν X.An.1.4.13
; without πάλιν, replace, restore,ἐς φῶς σὸν κ. βίον E.Alc. 362
; ἃς (sc. τὰς κόρας) οὐδ' ὁ Μελάμπους.. καταστήσειεν ἄν cure their squint, Alex.112.5; ἰκτεριῶντας κ. Dsc.4.1; τὸ σῶμα restore the general health, Hp.Mul. 2.133:—[voice] Med., κατεστήσαντο (v.l. for κατεκτήσαντο)εὐδαιμονίαν Isoc. 4.62
:—[voice] Pass., οὐκ ἂν ἀντὶ πόνων Χάρις καθίσταιτο would be returned, Th. 4.86.3 bring before a ruler or magistrate, Hdt.1.209, PRyl.65.10 (i B. C.), etc.;τινὰ ἐπί τινα PCair.Zen.202.6
(iii B. C.), POxy.281.24 (i A. D.).2 ordain, appoint, , cf. 25: usu. without the inf.,κ. τινὰ ὕπαρχον Id.7.105
; ἄλλον [ ἄρχοντα]ἀντὶ αὐτοῦ X.Cyr.3.1.12
, etc.;βασιλέα ἐπί τινας LXX 1 Ki.8.5
, al.;τινὰ ἐς μοναρχίαν E.Supp. 352
;ἐπὶ τὰς ἀρχάς Isoc.12.132
;τινὰ τύραννον Ar.Av. 1672
;κ. ἐγγυητάς Hdt.1.196
, Ar.Ec. 1064; δικαστάς, ἐπιμελητάς, νομοθέτας, Id.Pl. 917, X.Cyr.8.1.9, D.3.10 (sed leg. καθίσατε, cf.καθίζω 1.4
); of games, etc., γυμνικοὺς ἀγῶνας κ. Isoc.4.1: rarely c. inf.,οἱ καθιστάντες μουσικῇ.. παιδεύειν Pl.R. 410b
:—so in [voice] Pass.,κυβερνᾶν κατασταθείς X. Mem.1.7.3
: [tense] aor. [voice] Med., appoint for oneself,τύραννον καταστησάμενοι παρὰ. σφίσι αὐτοῖσι Hdt.5.92
.á;ἄρχοντας X.An.3.1.39
, etc.b esp. of laws, constitutions, ceremonies, etc., establish, νόμους, τελετάς, E.Or. 892, Ba.21, etc.; πολιτείαν, δημοκρατίαν, Arist.Ath.7.1, Decr.ib. 29.3;ὀλιγαρχίαν Lys.12.42
; also, set in order, arrange, :—also in [voice] Med., ; ; ;πόλεις ἐπὶ τὸ ὠφέλιμον Id.1.76
; [ Εὔβοιαν] ὁμολογίᾳ ib. 114; πρὸς ἐμὲ τὸ πρᾶγμα καταστήσασθαι settle it with me, D.21.90.3 bring into a certain state,τινὰ ἐς ἀπόνοιαν Th.1.82
;ἐς ἀπορίαν Id.7.75
;εἰς ἀνάγκην Lys.3.3
;εἰς αἰσχύνην Pl.Sph. 230d
;εἰς ἐρημίαν φίλων Id.Phdr. 232d
; ;τινὰ εἰς ἀσφάλειαν Isoc.5.123
; τίνας εἰς ἀγῶνα καθέστακα; Hyp.Eux. 28, cf. Lycurg.2;κ. τινὰ ἐν ἀγῶνι καὶ κινδύνῳ Antipho 5.61
;τὴν πόλιν ἐν πολέμῳ Pl.Mx. 242a
;τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ X.Cyr.4.5.28
; κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν present himself for trial, Th.1.131, cf. Lycurg.6; κ. τινὰ εἰς τοὺς ἀρχικούς reckon him as one of.., X.Mem.2.1.9.4 c. dupl. acc., make, render so and so,ψευδῆ γ' ἐμαυτόν S.Ant. 657
;ἡ ἐπιθυμία κ. τινὰ ἀμνήμονα Antipho 2.1.7
; τὸ πιστὸν ὑμᾶς ἀπιστοτέρους κ. Th.1.68; κ. τι φανερόν, σαφές, Id.2.42, 1.32; τινὸς ἐπίπονον τὸν βίον κ. Isoc.10.17: c. part., κλαίοντα καθιστάναι τινά bring one to tears, E.Andr. 635: rarely c. inf., κ. τινὰ φεύγειν make him fly, Th.2.84, cf. E.Alc. 283, Luc.Charid.8:—[voice] Pass., .5 [voice] Med., get for oneself, .6 make, in periphrases,πάννυχοι.. διάπλοον καθίστασαν A.Pers. 382
:—[voice] Med., κρυφαῖον ἔκπλουν οὐδαμῇ καθίστατο ib. 385.B intr. in [tense] aor. 2, [tense] pf. καθέστηκα, and [tense] plpf. of [voice] Act. (also [tense] fut.καθεστήξω Th.3.37
, 102), and all tenses of [voice] Med. (exc. [tense] aor. 1 ) and [voice] Pass.: [tense] pf. καθέσταμαι in later Greek, IG22.1006.24 (ii B. C.), LXXNu.3.32, etc.:—to be set, set oneself down, settle, ἐς [ Αἴγιναν] Hdt.3.131, cf. Th.4.75; [ ὀδύναι]καθίσταντο ἐς ὑπογάστριον Hp.Epid.7.97
; of joints, ἐξίσταται ἀνωδύνως καὶ κ. goes out of joint and in again, Id.Art.8; κ. ἐς Ῥήγιον to make R. a base of operations, Th.3.86; simply, to be come to a place,ὅποι καθέσταμεν S.OC23
.b come before another, stand in his presence, Pi.P.4.135;λέξον καταστάς A.Pers. 295
(unless it be taken in signf. 4), cf. Hdt.1.152;κ. ἐς ὄψιν τινός Id.7.29
; , cf. 156;καταστὰς ἐπὶ τὸ πλῆθος ἔλεγε Th.4.84
.2 to be set as guard,ὑπό τινος Hdt.7.59
, cf. S.OC 356, X.An.4.5.19, etc.; to be appointed,δεσπότης.. καθέστηκα E.HF 142
;στρατηλάτης νέος καταστάς Id.Supp. 1216
; κ. Χορηγὸς εἰς Θαργήλια, στρατηγός, etc., Antipho 6.11, Isoc.4.35, etc.;οἱ πρόβουλοι καθεστᾶσιν ἐπὶ τοῖς βουλευταῖς Arist.Pol. 1299b37
; δικτάτωρ.. καθε[ στάμενος τὸ τέταρτον], = Lat. dictator designatus quartum, of Caesar, IG12(2).35b7 (Mytil.).4 also, stand or become quiet or calm, of water,ὅταν ἡ λίμνη καταστῇ Ar.Eq. 865
, cf. PHolm.16.3; θάλασσα γαληνὴ καὶ κ. Plb.21.31.10; πνεῦμα λεῖον καὶ καθεστηκός calm and settled, Ar.Ra. 1003; ὁ θόρυβος κατέστη subsided, Hdt.3.80; of laughter, Philostr. VA3.4; of a swelling, Hp.Prog.7;ἕως τὰ πράγματα κατασταίη Lys. 13.25
; also of persons, καταστάς composedly, A.Pers. 295 (but v. supr. 1b); [ ἡ ψυχὴ]καθίσταται καὶ ἠρεμίζεται Arist.Ph. 248a2
; ὁρῶμεν [ τοὺς ἐνθουσιαστικοὺς]..καθισταμένους Id.Pol. 1342a10
;καθεστηκυίας τῆς διανοίας Ocell.4.13
; καθεστῶτι προσώπῳ with composed, calm countenance, Plu.Fab.17;μαίνεσθαι καὶ ἔξω τοῦ καθεστηκότος εἶναι Luc.Philops.5
; τίς ἂν καθεστηκὼς φήσαιε; what person of mature judgement would say.. ? Phld.Po.5.15; ἡ καθεστηκυῖα ἡλικία middle age, Th.2.36; ἡλικία μέση καὶ κ. Pl.Ep. 316c; οἱ καθεστηκότες those of middle age, Hp.Aph.1.13: also, with metaphor from wine, mellow, of persons, Alex.45.8.5 come into a certain state, become, and in [tense] pf. and [tense] plpf., to have become, be,ἀντὶ φίλου πολέμιόν τινι κ. Hdt. 1.87
;οἱ μὲν ὀφθαλμῶν ἰητροὶ κατεστέασι, οἱ δὲ κεφαλῆς Id.2.84
;ἔμφρων καθίσταται S.Aj. 306
;τῶν ἄνωθεν ὑπόπτων καθεστώτων Epicur. Sent.13
;ἐς μάχην Hdt.3.45
;ἐς πόλεμον ὑμῖν καὶ μάχην κ. E.HF 1168
;ἐς πάλην καθίσταται δορὸς τὸ πρᾶγμα Id.Heracl. 159
;ἐς τὴν ἴησιν Hp.Prorrh.2.12
; ἐς τὸ αὐτό they recover, Id.Coac. 160 (later abs.,καταστῆναι καὶ μηδενὸς ἔτι φαρμάκου δεηθῆναι Gal.Vict.Att.1
);ἐς τοὺς κινδύνους Antipho 2.3.1
;ἐς φόβον Hdt.8.12
, Th.2.81; ἐς δέος, λύπην, Id.4.108,7.75;ἐς φυγήν Id.2.81
;ἐς ἔχθραν τινί Isoc.9.67
; εἰς ὁμόνοιαν, εἰς πολλὴν ἀθυμίαν, Lys.18.18, 12.3; καταστῆναι ἐς συνήθειάν τινος τὴν πόλιν ποιεῖν make the city become accustomed to it, Aeschin.1.165; had been,Hdt.
1.92, cf. 9.37;ἐν δείματι μεγάλῳ κατέστασαν Id.7.138
; καταστάντων σφι εὖ τῶν πρηγμάτων ib. 132; τίνι τρόπῳ καθέστατε; in what case are ye? S.OT10; φονέα με φησὶ.. καθεστάναι ib. 703;ἄπαρνος δ' οὐδενὸς καθίστατο Id.Ant. 435
;κρυπτὸς καταστάς E.Andr. 1064
;οἱ ἐν τούτῳ τῆς ἡλικίας καθεστῶτες ἐν ᾧ.. Antipho 2.1.1
; ἐν οἵῳ τρόπῳ [ἡ τῶν Ἀθηναίων ἀρχὴ] κατέστη how it came into being, Th.1.97, cf. 96; ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου (sc. τοῦ πολέμου ) from its first commencement, Id.1.1.6 to be established or instituted, prevail,καί σφι μαντήϊον Διὸς κατέστηκε Hdt.2.29
; ἄγραι.. πολλαὶ κατεστᾶσι ib.70, cf. 1.200; ὅδε σφι νόμος κατεστήκεε ib. 197;βροτοῖσιν ὃς καθέστηκεν νόμος E. Hipp.91
: c. inf.,θεὸν Ἀμφιάραον πρώτοις Ὠρωπίοις κατέστη νομίζειν Paus.1.34.2
: [tense] pf. part., existing, established, prevailing, τὸν νῦν κατεστεῶτα κόσμον Hdt 1.65;ἦν κατεστηκὸς οὐδὲν φόρου πέρι Id.3.89
; τοὺς κατεστεῶτας τριηκοσίους the regular 300, Id.7.205;οἱ καθεστῶτες νόμοι S.Ant. 1113
, Ar.Nu. 1400; τὰ καθεστῶτα the present state of life, S.Ant. 1160; also, existing laws, usages, τὰ τότε κ., τά ποτε κ., Pl.Lg. 798b, Isoc.7.56;ἐπὶ τοῖσι κατεστεῶσι ἔνεμε τὴν πόλιν Hdt.1.59
.7 of purchases, cost, πλέον ἢ ὅσου ἐμοὶ κατέστησαν more than they stood me in, And.2.11, cf. Plu.2.349a.8 stand against, oppose, πρός τινα dub. l. in Plb.23.18.5:—[voice] Pass.,Τιτήνεσσι κατέσταθεν Hes. Th. 674
.C [tense] aor. 1 [voice] Med. and sts. [tense] pres. [voice] Med. are used in trans. sense, v. supr. A. 11.2sq.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθίστημι
-
18 λοχαῖος
A = λόχιος, λοχαίας ἐξ ἕδρας prob.l.in E.Alc. 846, cf. Artem.5.73 (as v.l. for λοχείους [δίφρους]) ; λ. ἔρως clandestine love, AP15.9 ([place name] Cyrus).II bearing down, like heavy ears of corn,λ. σῖτος Phot.
, cf. Hsch.; and so prob. in Thphr.CP3.21.5, 23.5: hence metaph., richly-blooming, Arat.1057.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοχαῖος
-
19 νωμάω
Aνώμασκε Mosch.4.108
:—[voice] Med., v.infr.: ( νέμω A.I.I):—deal out, distribute, esp. food and drink at festivals, Il.1.471, Od.3.340, etc. ; ν. φιάλαισιν ἀμπέλου παῖδα pour wine into the several cups, Pi.N.9.51 ;ν. προπόσεις Critias 1.7
D.II (νέμω A.
III. 2) direct, guide,1 of weapons, implements, etc., handle, wield,ἐν παλάμῃσι πελώριον ἔγχος ἐνώμα Il.5.594
;οἶδ' ἐπὶ δεξιά, οἶδ' ἐπ' ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν 7.238
; ;ἄλεισον.. μετὰ χερσὶν ἐνώμα Od.22.10
; ἀεὶ γὰρ πόδα νηὸς ἐνώμων managed the sheet, 10.32 ;νηὸς.. οἰήϊα νωμᾷς 12.218
;ἁνία χερσὶ ν. Pi.I.1.15
; drive,ν. δίφρους Id.P.4.18
;ν. κύλικα Theophil.2.5
:—[voice] Med.,νωμήσασθαι σάκος Q.S.3.439
.b metaph.,ἐν πρύμνῃ πόλεως οἴακα νωμῶν A.Th.3
;νώμα δικαίῳ πηδαλίῳ στρατόν Pi.P.1.86
;πᾶν ἐπὶ τέρμα ν. A.Ag. 781
(lyr.) ;νωμᾶτ' ὠκεανόν, νωμᾶθ' ἅλα, δένδρεά τ' αὔτως Orph.H.38.8
, etc.: abs., to be the guiding power, S.Fr.941.11.2 of the limbs of the human body, ply,γούνατ' ἐν. Il.10.358
;ὄμμα Parm.1.35
;φυγᾷ πόδα ν. S.OT 468
(lyr.) ; ν. ὀφρύν move the brow, A.Ch. 288 ;πτερὸν αἰθέρι ν. AP9.339
(Arch.) ;πήδα.. παμφυὲς νωμῶν δέμας IG42(1).130.19
(Epid.).3 metaph., of the mind, turn over, ἐνὶ φρεσὶ κέρδε' ἐνώμας thou didst use to turn wiles over in the mind, Od.18.216 ;κέρδεα νωμῶν 20.257
; ply nimbly, .4 observe, νωμῶντες.. σῖτα ἀναιρεομένους observing them in the act of foraging, Hdt.4.128 ; of soothsayers,ἐν ὠσὶ ν. καὶ φρεσίν.. χρηστηρίους ὄρνιθας A.Th.25
;ὦ πάντα νωμῶν, Τειρεσία S.OT 300
, cf. E.Ph. 1256 ;τὸ νωμᾶν καὶ τὸ σκοπεῖν ταὐτόν Pl.Cra. 411d
; so prob. in h.Cer. 373 ἀμφὶ ἕ νωμήσας peering round him.III [voice] Med., = νέμομαι, possess, occupy, χώραν, νῆσον, Supp.Epigr.2.511.56, al. (Crete, ii B. C.).—Poet. word, exc. in Hdt. and Pl.Il.cc. and in signf. III. -
20 πάλλω
A ; [dialect] Ep. πάλλον always in Hom. (v. infr.): [tense] aor. 1 ; [dialect] Ep.πῆλα Il.6.474
: [dialect] Ep. [tense] aor. 2 part.πεπᾰλών Hom.
only in compd. ἀμπεπαλών:—[voice] Med., [tense] aor. 1πήλασθαι Call.Jov.64
: πεπάλασθε, πεπαλάσθαι (v. παλάσσω ) have been attributed to πάλλω; πεπάλεσθε, πεπαλέσθαι are conjectured as more prob. forms:—[voice] Pass., [tense] pf. (lyr.): [tense] aor. 2 ἐπάλην ([etym.] ἀν-) Str.8.6.21: [dialect] Ep. [tense] aor.πάλτο Il.15.645
(in 13.643, 21.140, ἐπᾶλτο is from ἐφάλλομαι):—poise, sway a missile before it is thrown,τὸ μὲν [ἔγχος] οὐ δύνατ' ἄλλος Ἀχαιῶν πάλλειν, ἀλλά μιν οἶος ἐπίστατο πῆλαι Ἀχιλλεύς Il.16.142
; [αἰχμήν], ἣν.. πάλλεν δεξιτερῇ 22.320
;δοῦρε δύω.. πάλλων 3.19
;χερμάδιον.. ὃ οὐ δύο γ' ἄνδρε φέροιεν.., ὁ δέ μιν ῥέα πάλλε καὶ οἶος 5.304
; ἄκοντα, λόγχην π., Pi.N.3.45, E.IT 824; .2 generally, sway, brandish, [ σάκος] Hes.Sc. 321; ἰτύν, πέλτας, E. Ion 210 (lyr.), Ba. 783; toss a child, πῆλε χερσίν, of Hector and Astyanax, Il.6.474, cf. E.Hec. 1158; Νὺξ ὄχημ' ἔπαλλεν she drove it furiously, Id. Ion 1151.3 κλήρους ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλον shook the lots together in a helmet, Il.3.316, cf. Od.10.206; πάλλεν shook the lots, Il.3.324, 7.181; but στάντες δ' ὅθ' αὐτοὺς οἱ.. βραβῆς κλήροις ἔπηλαν καὶ κατέστησαν δίφρους ranged them by casting lots, S.El. 710:—[voice] Med., draw lots, ἔλαχον πολιὴν ἅλα παλλομένων I obtained the white sea when we cast lots, Il.15.191; , cf. Hdt.3.128:—[voice] Pass.,κλῆρος οὐκ ἐπάλλετο S.Ant. 396
.II [voice] Pass., swing, dash oneself, ἐν ἄντυγι πάλτο tripped on the shield-rim, Il.15.645; quiver, leap, esp. in fear, ;πέπαλταί μοι φίλον κέαρ A. Ch. 410
; of the person,παλλομένη κραδίην Il. 22.461
; δείματι παλλόμεναι, -οι, h.Cer. 293, Orac. ap. Hdt.7.140, etc.;γόνυ πάλλεται γερόντων Ar.Ra. 345
; of dying fish, quiver, leap, Hdt. 1.141, cf. 9.120; καὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ' αἰετοί fly quivering even beyond the sea, Pi.N.5.21; vibrate, of strings, Pl.Phd. 94c ( ψάλλοιτο ap. Stob.); σκιρτητικὸν καὶ παλλόμενον τὸ νέον (etym. of Παλλάς) Corn.ND20, cf. Pl.Cra. 407a.III intr., leap, bound, E.El. 435, Ar.Lys. 1304 (lyr.); quiver, quake,φρένα δείματι πάλλων S.OT 153
(lyr.); dash along, of horses, E.El. 477 (lyr.).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δίφρους — δίφρος chariot board masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελλάστρωσις — ώσεως, ἡ, Α 1. συμπόσιο κατά το οποίο οι παρευρισκόμενοι κάθονταν σε δίφρους 2. το στρώσιμο τών ιερών δίφρων τών θεαινών. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού λατ. sellisternium < sella (βλ. λ. σέλλα) + sterno «στρώνω»] … Dictionary of Greek
υποφέρω — ὑποφέρω ΝΜΑ [φέρω] υπομένω, αντέχω, ανέχομαι κάτι ή κάποιον (α. «δεν μπορεί να τόν υποφέρει» β. «ὑποφέρειν τὰς ἀδικίας», πάπ. γ. «γῆρας καὶ πενίαν ὑπενεγκεῑν», Αισχίν. δ. «κινδύνους καὶ φόβους ὑποφέρειν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. υποβάλλομαι σε… … Dictionary of Greek