-
1 σώματος
телатело телом телу теле [перед] телом σώματόςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σώματος
-
2 σώματός
телатело σώματοςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σώματός
-
3 σώματος
σώ̱ματος, σῶμαbody: neut gen sg -
4 πολυ-σώματος
πολυ-σώματος, vielleibig; Plut. def. or. 32; D. Sic. 1, 26.
-
5 στερνο-σώματος
στερνο-σώματος, λοπάδος κύτος, Xenarch. bei Ath. II, 64 a, = κύτος στέρνου, von der Schüssel (Mein. vergleicht στερνοῠχος γῆ). wo man aber σ τεῤῥοσώματος ändern will.
-
6 στεῤῥο-σώματος
στεῤῥο-σώματος, von hartem, festem Leibe, Conj. für στερνοσώματος, w. m. s.
-
7 σκληρο-σώματος
σκληρο-σώματος, hartleibig ἄνδρες, Alex. Aphrod.
-
8 τρι-σώματος
τρι-σώματος, dreileibig, drei Leiber habend; Γηρυών Aesch. Ag. 844; vgl. Eur. Herc. Fur. 423; von der Chimära, Ion 204; κύων, Herc. Fur. 24.
-
9 τετρα-σώματος
τετρα-σώματος, mit vier Leibern, Paul. Sil. ambo 252.
-
10 φιλο-σώματος
φιλο-σώματος, den Leib liebend u. pflegend; Plat. Phaed. 68 b; vgl. Plut. conj. praec. p. 415; τὸ φ., = φιλοσωματία, gen. Socr. 23 M. – Adv. φιλοσωμάτως.
-
11 εὐ-σώματος
εὐ-σώματος, wohlbeleibt?
-
12 μεγαλο-σώματος
μεγαλο-σώματος, von großem Körper, großleibig, Schol. Opp. Hal. 1, 360.
-
13 δι-σώματος
δι-σώματος, mit zwei Leibern; ϑῆρες D. Sic. 4, 12; Orph. H. 70, 5.
-
14 λευκο-σώματος
λευκο-σώματος, mit weißem Körper, weiß, ἄρτος, Antiphan. bei Ath. III, 112 d.
-
15 λειο-σώματος
λειο-σώματος, Verbesserung für λιμνοσώματος, w. m. s.
-
16 λῡσι-σώματος
λῡσι-σώματος, von aufgelös'tem, ermattetem Körper, sp. Medic.
-
17 μῑσο-σώματος
μῑσο-σώματος, den Leib bassend, Procl.
-
18 ἀ-σώματος
-
19 ὀλιγο-σώματος
ὀλιγο-σώματος, mit kleinem Leibe, Sp.
-
20 ὁλο-σώματος
ὁλο-σώματος, den ganzen Leib betreffend, mit dem ganzen Leibe, Heliod. 4, 17.
См. также в других словарях:
σώματος — σώ̱ματος , σῶμα body neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σώματος Κυρίου εορτή — (Festum corporis Domini). Μεγάλη γιορτή της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Την καθιέρωσε ο πάπας Ουρβανός ο Δ’, γεγονός που το επικύρωσε οριστικά ο πάπας Κλήμης ο E’ (1264). Ο πάπας Ιωάννης ο KB’ σύνδεσε τον εορτασμό αυτό με ακολουθία που έγραψε … Dictionary of Greek
δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
πυκνότητα — Φυσικό μέγεθος, που μπορεί να οριστεί ως η ποσότητα της ύλης (μάζα) που περιέχεται στη μονάδα όγκου ενός σώματος. Πιο απλά, για ομοιογενή σώματα, η π. ορίζεται με το πηλίκο της μάζας διά του όγκου του θεωρούμενου σώματος, ενώ για τα μη ομοιογενή… … Dictionary of Greek
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
θερμοκρασία — Η έννοια της θ. αποτελεί την ποσοτική έκφραση της αίσθησης του θερμού ή του ψυχρού που έχουμε όταν αγγίζουμε ένα σώμα. Για να εξαλείψουμε τις αναπόφευκτες ασάφειες που οφείλονται στην υποκειμενικότητα των αισθήσεων, παίρνουμε ως βάση για τη… … Dictionary of Greek
κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… … Dictionary of Greek