Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἔβαλε

См. также в других словарях:

  • ἔβαλε — βάλλω throw aor ind act 3rd sg ἔβᾱλε , βάλλω throw aor ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'βαλε — ἔβαλε , βάλλω throw aor ind act 3rd sg ἔβᾱλε , βάλλω throw aor ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… …   Dictionary of Greek

  • βάζω — έβαλα, βάλθηκα, βαλμένος 1. τοποθετώ: Έβαλα όλα τα βιβλία στη βιβλιοθήκη. 2. φορώ: Βάλε το παλτό σου για να φύγουμε. 3. προξενώ: Μη με βάζεις σε μπελάδες! 4. προσθέτω: Αν τα βάλεις όλα μαζί, τα έξοδα είναι πάρα πολλά, φρ.: Έβαλε νερό στο κρασί… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Macedonia (terminology) — This article is about the use of the name Macedonia and its derivatives. For specific uses of the term, see Macedonia (disambiguation). Macedonia …   Wikipedia

  • Арис (баскетбольный клуб) — У этого термина существуют и другие значения, см. Арис. Арис Салоники Цвета Желтый и черный Основан 1922 Город Салоники …   Википедия

  • въложити — ВЪЛОЖ|ИТИ (259), ОУ, ИТЬ гл. 1. Поместить, вложить внутрь чего л.: аште въложиши || ѹгль огньнъ. [в сосуд] исѹшѩѥть и пожьжеть влагѹ и очиштѩють. Изб 1076, 208–208 об.; и въложьше [его] въ корабль. СкБГ XII, 16б; и б҃аство и ины вещи. въ ˫адра… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • TUBUS et TUBA — solô genere differunt, idem plave significantia. Unde tubi in sacris olim dicit, quibus tibicines canebant, ut scribit Varro, l. 4. de L. L. Nempe formam oblongam et directam et concavam Latini veteres tubum dixêre, ex Graeco τύπος: unde forma in …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ασκληπιάδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Ισοκράτη από τη Θράκη (4ος αι. π.Χ.). Συγγραφέας των Τραγωδουμένων (11 βιβλία), δηλαδή των μύθων που πραγματεύτηκαν στα έργα τους οι κλασικοί. 2. Α. ο Φλιάσιος (περ. 350 – 280 π.Χ.). Φιλόσοφος. Πέρασε το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»