Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐδύναντο

См. также в других словарях:

  • ἐδύναντο — δύναμαι to be able imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδύνανθ' — ἐδύναντο , δύναμαι to be able imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδύναντ' — ἐδύναντο , δύναμαι to be able imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Jupiter und Antiope — Antoine Watteau: Jupiter und Antiope, um 1714 1719 Jupiter und Antiope ist der Titel sowie das Thema von Gemälden der Historienmalerei unterschiedlicher Künstler. Es basiert auf der aus dem antiken Griechenland stammenden Geschichte der… …   Deutsch Wikipedia

  • CYRE — I. CYRE Ceres apud Cnidios. Cael. Rhodig. l. 17. c. 27. II. CYRE fons in Cyrenaica, a quo urbi nomeu. Steph. Κυρή Callimacho, Hymn. in Apoll. Οἱ δ᾿ οὔπω πηγῆς Κυρῆς ἐδύναντο πελάςςαι Δωριέες, πυκινὴν δὲ νάπαις Α῎ζιριν ἔναιον, Ad fontem Cyren… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επίταγμα — ἐπιταγμα, τὸ (AM) [επιτάσσω] διαταγή, προσταγή, εντολή («καὶ ὀνομάσαι τὸ ὑπὸ τοῡ νόμου ἐπίταγμα νόμιμόν τε καὶ δίκαιον», Πλάτ.) μσν. ο φόρος που επιβάλλεται αρχ. 1. παράνομη απαίτηση («τυραννικὸν ἐπίταγμα», Πλάτ.) 2. αυθαίρετη, αυταρχική διαταγή… …   Dictionary of Greek

  • μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …   Dictionary of Greek

  • προσεκπέμπω — ΜΑ εκπέμπω, αποστέλλω επιπροσθέτως («πεζούς τε ὁπόσους ἐδύναντο προσεξέπεμψαν», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»