-
1 αρρωστία
ἀρρωστίᾱ, ἀρρωστίαweakness: fem nom /voc /acc dualἀρρωστίᾱ, ἀρρωστίαweakness: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀρρωστίαι, ἀρρωστίαweakness: fem nom /voc plἀρρωστίᾱͅ, ἀρρωστίαweakness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αρρώστια
αρρώστία, αρρώστιά η1) болезнь, недуг;κακιά αρρώστια — а) туберкулёз; — б) сифилис;
κολλητική αρρώστ — заразная болезнь;
κολνώ αρρώστια — заражаться;
περνώ αρρώστια — перенести болезнь;
2) перен. надоедливость, докучливость;αυτός ο άνθρωπος είναι αρρώστ — он надоедлив, докучлив; — он надоеда, зануда (прост.);
αρρώστ μου έγινε με τίς φλυαρίες του — он извёл меня своей болтовнёй;
3) недостаток, порок -
3 αρρωστια
ἥ1) слабость, хилость, болезненность Thuc., Isocr., Xen., Arst., Plut.2) недуг, болезнь(τῆς ὄψεως Arst.)
3) неспособность, отсутствие склонности(τοῦ στρατεύειν Thuc.; τοῦ ἀδικεῖν Plat.)
4) нравственная испорченность, порочность Dem. -
4 ἀρρωστία
Βλ. λ. αρρωστία -
5 ἀρρωστίᾳ
Βλ. λ. αρρωστία -
6 αρρώστια
I.ηErkrankung fII.ηKrankheit f -
7 ἀρρωστία
-ας ἡ N 1 0-7-0-5-2=14 1 Kgs 12,24g(bis); 17,17; 2 Kgs 1,2; 8,8sickness, disease -
8 αρρώστια
[арростья] ουσ θ болезнь, недуг. -
9 ἀρρωστία
ἀρρωστ-ία, ἡ,A weakness, sickness, Hp.VM6, etc.: pl., Arist.EN 1115a2, SIG731.7 (Tomi, i B. C.): esp. lingering ailment, bad state of health, Phryn.PSp.10 B.;ἀ. τοῦ ἀδικεῖν Pl.R. 359b
.2 moral weakness, D.Prooem.53; loss of morale, Th.7.47;ἀ. τις διανοίας Arist. Ph. 253a33
: c. gen., ἀ. τοῦ στρατεύειν lack of eagerness to serve, Th. 3.15, cf. Phryn.PSp.10 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρρωστία
-
10 ἀῤῥωστία
ἀῤ-ῥωστία, Schwachheit, Krankheit; Mangel an Kraft -
11 αρρώστια
hastalık, illet, sayrılık -
12 αρρώστια
1) affection2) maladie -
13 αρρώστια
1) choroba (f) rzecz.2) schorzenie (n) rzecz. -
14 αρρώστια
1) choroba2) nemoc3) onemocnění4) stonání -
15 αρρώστια
1) ailment2) disease3) illness4) maladyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αρρώστια
-
16 Ακάλεστη δεν έρχεται η αρρώστια
• Без поджога и дрова не горятИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ακάλεστη δεν έρχεται η αρρώστια
-
17 Η αρρωστιά και η αρχοντιά γνωρίζονται από μακριά
• Не спрашивай здоров ли я, а глянь на лицоИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η αρρωστιά και η αρχοντιά γνωρίζονται από μακριά
-
18 Η αρρώστια μπαίνει με το σακί και βγαίνει με τη βελόνα
• Болезнь входит пудами, а выходит золотникамиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η αρρώστια μπαίνει με το σακί και βγαίνει με τη βελόνα
-
19 αρρωστίας
ἀρρωστίᾱς, ἀρρωστίαweakness: fem acc plἀρρωστίᾱς, ἀρρωστίαweakness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
20 ἀρρωστίας
ἀρρωστίᾱς, ἀρρωστίαweakness: fem acc plἀρρωστίᾱς, ἀρρωστίαweakness: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἀρρωστία — ἀρρωστίᾱ , ἀρρωστία weakness fem nom/voc/acc dual ἀρρωστίᾱ , ἀρρωστία weakness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρρώστια — η (AM ἀρρωστία) 1. η κακή κατάσταση της υγείας, η ασθένεια 2. η παρατεταμένη αδιαθεσία 3. η ηθική αδυναμία, η πτώση του φρονήματος ή το ελάττωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. αρρώστια < αρχ. αρρωστία (< άρρωστος) ή υποχωρητικά, από το ρ. αρρωστώ] … Dictionary of Greek
ἀρρωστίᾳ — ἀρρωστίαι , ἀρρωστία weakness fem nom/voc pl ἀρρωστίᾱͅ , ἀρρωστία weakness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρρώστια — η ασθένεια, νόσος: Φυλάγεται, γιατί φοβάται πολύ τις αρρώστιες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρρωστίας — ἀρρωστίᾱς , ἀρρωστία weakness fem acc pl ἀρρωστίᾱς , ἀρρωστία weakness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστίαι — ἀρρωστία weakness fem nom/voc pl ἀρρωστίᾱͅ , ἀρρωστία weakness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστίαν — ἀρρωστίᾱν , ἀρρωστία weakness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδημική — Αρρώστια ή διαταραχή, η οποία υπάρχει συνεχώς σε έναν συγκεκριμένο πληθυσμό ή περιοχή … Dictionary of Greek
ἀρρωστιῶν — ἀρρωστία weakness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστίαις — ἀρρωστία weakness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστίη — ἀρρωστία weakness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)