-
1 αδύνατος
-
2 ἀδύνατος
-
3 αδυνατος
I21) бессильный, слабый, немощный Her., Eur.ἀ. τῷ σώματι Lys. — физически слабый, хилый
2) неспособный, не умеющий(ποιεῖν τι Eur., Arst.; εἴς τι Plat.)
3) неимущий, бедный(χρήμασι Thuc.)
4) негодный, неисправный(νέες Her.)
5) невозможный, невыполнимый(ἔργα, πορεία Xen.)
ἀδύνατον εἶπας Eur. — ты сказал(а), что это невозможноIIὅ инвалид Lys., Aeschin. -
4 ἀδύνατος
1 impossible c. acc. and inf.ἀδύνατα δ' ἔπος ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς δόλιον ἀστόν P. 2.81
τυχεῖν δ' ἕν ἀδύνατον εὐδαιμονίαν ἅπασαν ἀνελόμενον N. 7.55
-
5 αδύνατος
η, ο [ος, ον ]1) слабый (в разн. знач);αδύνατο παιδί — слабый ребёнок;
αδύνατη υγεία — слабое здоровье;
αδύνατη μνήμη — слабая память;
αδύνατη πειθαρχία — слабая дисциплина;
αδύνατος αέρας — слабый ветер;
2) худой; тощий (тж. о мясе);3) невозможный, невыполнимый;ζητώ αδύνατα πράγματα — требовать невозможного;
αδύνατο!
— не может быть!;αυτό είναι αδύνατο — это невозможно;
δεν υπάρχει τίποτε το αδύνατο — нет ничего невозможного;
αυτό είναι αδύνατο να γίνει — это сделать невозможно;
άν είναι αδύνατο να... — в случае невозможности...;
καθιστώ αδύνατο — сделать невозможным
-
6 ἀδύνατος
{прил., 10}1. о людях: бессильный, немощный, неспособный;2. о вещах: невозможный.Ссылки: Мф. 19:26; Мк. 10:27; Лк. 18:27; Деян. 14:8; Рим. 8:3; 15:1; Евр. 6:4, 18; 10:4; 11:6.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀδύνατος
-
7 αδύνατος
{прил., 10}1. о людях: бессильный, немощный, неспособный;2. о вещах: невозможный.Ссылки: Мф. 19:26; Мк. 10:27; Лк. 18:27; Деян. 14:8; Рим. 8:3; 15:1; Евр. 6:4, 18; 10:4; 11:6.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αδύνατος
-
8 ἀδύνατος
-ος,-ον + A 0-0-1-15-11=27 Jl 4,10; Jb 5,15.16; 20,19; 24,4without strength, powerless, weak (of pers.) Jb 5,15; helpless Jb 30,25; im-possible (of things) Prv 30,18;intoler-able (of things) Wis 17,13; ἀδύνατοι the poor Jb 31,20ἀδύνατος τοῖς ὀφθαλμοῖς blind TobS 2,10*Jb 24,22 ἀδυνάτους the helpless-אביונים? (cpr. Jb 5,15) for MT אבירים the mighty, or ἀδυνάτους corr.δυνατούς?Cf. SPICQ 1978a, 44; →NIDNTT; TWNT -
9 ἀδύνατος
1. бессильный, немощный, неспособный (о людях); 2. невозможный (о вещах).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀδύνατος
-
10 ἀδύνατος
-
11 αδύνατος
I.dünnII.schlankIII.schwachIV.unmöglich -
12 αδύνατος
[адинатос] επ бессильный, худой, невозможный. -
13 ἀδύνατος
ἀδῠνᾰτ-ος, ον,I of persons, unable to do a thing, c. inf., Hdt.3.138, Epich.272, E.HF56, etc.;ἀ. εἰπεῖν Arist.Rh. 1379a2
; ἀ. ὥστε .. Onos.1.13: [comp] Comp., τὸν δυνατώτερον τοῦ -ωτέρου [πλέον ἔχειν] Pl.Grg. 483d: [comp] Sup.-ώτατος, λέγειν Eup.95
.2 abs., without strength, powerless, weakly, Hdt.5.9, E. Ion 596, Andr. 746; οἱ ἀ. men disabled for service, whether as invalids or paupers, Lys.24 tit., Arist.Ath.49.4;ἐν τοῖς ἀ. μισθοφορεῖν Aeschin.1.103
;ἀ. σώματι Lys.2.73
; ἀ. χρήμασι poor, Th.7.28; εἴς τι Pl.Hp.Mi. 366b; οἱ -ώτατοι persons of no importance, Phld.Herc. 1457.8; of ships, disabled, Hdt.6.16; τὸ ἀ. want of strength, Pl. Hp.Ma. 296a; τὰ ἀ. disabilities, D.18.108.II of things, impossible, E.Or. 665, Hel. 1043; ἐλπίδες unrealizable, Democr.58;τὸ ἀ. Arist.Cael. 280b12
;ἡ εἰς τὸ ἀ. ἀπαγωγή
reductio ad impossibile, APr. ; ὁ διὰ τοῦ ἀ. συλλογισμός, ἡ διὰ τοῦ ἀ. δεῖξις, ib. 34b30, 45a35;ἀδύνατα βούλομαι Lync.1.12
:—ἀδύνατόν [ἐστι] c. inf., Hdt.1.32, al.; ἀδύνατά [ἐστι] Pi.P.2.81, Hdt.1.91, 6.106, Th.1.59; ἀ. ὑμῖν ὥστε .. Pl.Prt. 338c;ὑμέας καταλελάβηκε ἀ. τι βοηθέειν Hdt.9.60
;τὰ ἀ. καρτερεῖν E.IA 1370
;τολμᾶν ἀδύνατα Id.Hel. 811
;ἀδυνάτων ἐρᾶν Id.HF 318
, cf. Luc.DDeor.8, etc.; prov.,ἀδύνατα θηρᾷς Macar.1.26
: [comp] Comp. -ώτερον, ἔτι.. εἰ οἷόν τε .. Pl.Tht. 192b, cf. Prm. 138d: [comp] Sup.,ὃ δὴ πάντων -ώτατον Id.Phlb. 15b
.III Adv. - τως without power or skill, feebly, , cf. 3.3.4 ([comp] Comp.), Lys.12.3:—ἀ. ἔχειν to be unwell, Pl.Ax. 364b; to be unable, c. inf., Arist. Rh.Al. 1435a16; ἀ. ἔχει it is impossible, Epicur.Ep.2p.49U.; ἀ. λέγεται it is an impossible story, Phld.Rh.2.122 S.—Rare in poetry: Trag. only in E.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδύνατος
-
14 ἀδύνατος
-
15 αδύνατος
1) faible2) impossible3) maigre -
16 αδύνατος
mizerny przym. -
17 αδύνατος
slabý -
18 αδύνατος
punyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αδύνατος
-
19 αδυνατώτερον
ἀδύνατοςunable: masc acc comp sgἀδύνατοςunable: neut nom /voc /acc comp sgἀδύνατοςunable: adverbial -
20 ἀδυνατώτερον
ἀδύνατοςunable: masc acc comp sgἀδύνατοςunable: neut nom /voc /acc comp sgἀδύνατοςunable: adverbial
См. также в других словарях:
ἀδύνατος — unable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδύνατος — η, ο (Α ἀδύνατος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δύναμη, αδύναμος, εξαντλημένος, ανίσχυρος, άτονος 2. (για πράγματα) που δεν είναι δυνατόν να γίνει, δύσκολος, ακατόρθωτος, απραγματοποίητος 3. (για πρόσωπα) που δεν έχει ψυχικό σθένος ή… … Dictionary of Greek
αδύνατος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει δύναμη, αντοχή: Αυτό το ξύλο είναι αδύνατο για τούτη τη δουλειά. 2. άπαχος, ισχνός: Το αρνί είναι πολύ αδύνατο. 3. ακατόρθωτος: Αυτό που ζητάς είναι αδύνατο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Οὐ λέγειν δεινός, ἀλλὰ σιγᾶν ἀδύνατος. — См. Молчи, коли Бог разума не дал … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἀδυνατώτερον — ἀδύνατος unable masc acc comp sg ἀδύνατος unable neut nom/voc/acc comp sg ἀδύνατος unable adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδυνατωτάτων — ἀδύνατος unable fem gen superl pl ἀδύνατος unable masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδυνατώτατα — ἀδύνατος unable adverbial superl ἀδύνατος unable neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδυνατώτατον — ἀδύνατος unable masc acc superl sg ἀδύνατος unable neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδυνάτω — ἀδύνατος unable masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀδύνατος unable masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀ̱δυνάτω , ἀδυνατόω debilitate imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀδυνατόω debilitate pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀδυνατόω debilitate… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδυνάτως — ἀδύνατος unable adverbial ἀδύνατος unable masc/fem acc pl (doric) ἀ̱δυνάτως , ἀδυνατόω debilitate imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀδυνατόω debilitate imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδύνατον — ἀδύνατος unable masc/fem acc sg ἀδύνατος unable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)