-
121 ὡς
ὡςa in comparisons,I =ὥσπερ Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος, ὡς Ἀχιλεῖ Πάτροκλος O. 10.18
Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν O. 13.52
μάντις ὡς τελέσσω ἱεραπόλος Παρθ. 1.. προβάτων ἐκ πάντων κελάρυξεν, ὡς ἀπὸ κρανᾶν φέρτατον ὕδωρ, θηλᾶν γάλα *fr. 104b. 2.* cf. ὥς b.II ὡς εἰ, c. ind.φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ, καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτόν πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.1
, v. ὥσει.d ἢ ὡς (= ἢ ὤστε) εὑρήσεις ἐρευνῶν μᾶσσον ἢ ὡς ἰδέμεν (“als du blicken kannst,” Dornseiff) O. 13.113 οὐκ ἄναλκις ὡς τόσον ἀγῶνα δῦναι (at potius ad O. 1.81 referendum, nott. Snell) ?fr. 342.b epexeg.I c. ind., how δεῖξέν τε Κοιρανίδᾳ πᾶσαν τελευτὰν πράγματος, ὤς τ' κοιτάξατο ὥς τέ οἱ παῖς ἔπορεν δαμασίφρονα χρυσόν (bis) O. 13.75—6. ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς, ἐπεὶ μόλεν, ὡς (Hermann: ὥς τ codd.) οὐ λαθὼν χρυσόθρονον Ἥραν κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα (anacoluthon!) N. 1.35—7.αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν Πηλέα θ, ὥς τέ νιν ἁβρὰ Κρηθεὶς Ἱππολύτα δόλῳ πεδᾶσαι ἤθελε N. 5.26
συνέπαξε λόγον, ὡς ἦρα νυμφείας ἐπείρα κεῖνος ἐν λέκτροις Ἀκάστου εὐνᾶς N. 5.30
cf. P. 9.98II c. ἄν + opt. (v. Goodwin, M & T, 329̆{2}) μέλλον ἔντειλεν φυλάξασθαι χρέος παισὶνφίλοις, ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν O. 7.42
c final,I c. subj.ἀλλὰ κελεύθοις ἁπλόαις ζωᾶς ἐφαπτοίμαν, θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω N. 8.36
II c. opt.πέφνε δ' Εὔρυτον, ὡς Αὐγέαν λάτριον ἀέκονθ ἑκὼν μισθὸν ὑπέρβιον πράσσοιτο O. 10.28
χρῆσεν οἰκιστῆρα Βάττον ἱερὰν νᾶσον ὡς ἤδη λιπὼν κτίσσειεν εὐάρματον πόλιν P. 4.7
d causal, = ἐπεί c. ind.δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν, ὡς μὰν σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν O. 13.45
διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις, ὡς τὸ μὲν οὐδέν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3
e temporal, after c. ind.ὡς δ' ἄφαντος ἔπελες οὐδὲ φῶτες ἄγαγον, ἔννεπε κρυφᾷ τις O. 1.46
f in phrases,I ὡς τάχος, with all speed “ καὶ ὡς τάχος ὀτρύνει με τεύχειν” P. 4.164II c. superl. adv. πεῖραν μὲν ἀγάνορα ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα as far as possible N. 9.29III c. adj., restrictive ἄφωνοί θ' ὡς ἕκασται φίλτατον παρθενικαὶ πόσιν ἢ υἱὸν εὔχοντ, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν ( ἕκαστα v. l.: according to their individual wishes, Burton) P. 9.98 -
122 αἰτιάομαι
αἰτι-άομαι, used by Hom. only in [dialect] Ep. forms, [ per.] 3pl. αἰτιόωνται, opt. αἰτιόῳο, -ῳτο, inf. αἰτιάασθαι, [tense] impf. ἠτιάασθε, -όωντο: [dialect] Aeol. [tense] impf. [ per.] 2sg.Aαἰτίαο Lyr.Adesp.66
: [tense] fut. , Pl.Phd. 85d: [tense] aor. , Th.1.120, etc., [dialect] Ion.- ησάμενος Hdt.4.94
, : [tense] pf.ᾐτίᾱμαι D.19.215
, [dialect] Ion.- ίημαι Hp.Ep.17
(also in pass. sense, and [tense] aor. ᾐτιάθην always so, v. infr. 1.1): ([etym.] αἰτία):—accuse, censure, c. acc. pers.,τάχα κεν καὶ ἀναίτιον αἰτιόῳτο Il.11.654
, cf. Od. 20.135;ἀναίτιον αἰτιάασθαι Il.13.775
;θεοὺς βροτοὶ αἰτιόωνται Od. 1.32
, cf. E.Fr. 254;καί μ' τιάασθε ἕκαστος Il.16.202
, cf. S.OT 608, Lys.7.38, etc.;αἰ. ὡς μιαρούς Pl.R. 562d
; αἰ. τινά τινος to accuse of a thing, Hdt.5.27, Pl.R. 619c, D.21.104, etc.: c. inf., αἰ. τινὰ ποιεῖν τι accuse one of doing, Hdt.5.27, Pl.Criti. 120c, X.Mem.1.1.2; ; αἰ. τινὰ ὡς.. or ὅτι.., Th.1.120, X.An.3.1.7;αἰ. τινὰ περί τινος X.HG1.7.6
: c. acc. cogn., αἰ. αἰτίαν κατά τινος bring a charge against one, Antipho 6.27:— [voice] Pass., to be accused, [tense] aor. 1 ᾐτιάθην (always) Th.6.53, 8.68, X.HG2.1.32: [tense] pf.ᾐτίαμαι Th.3.61
: [tense] fut.αἰτιαθήσομαι D.C.37.56
.b in good sense, give one the credit of being, σὲ τίς αἰτιᾶται νομοθέτην ἀγαθὸν γεγονέναι; Pl.R. 599e, cf. 379c, Cra. 396d.2 c. acc. rei, lay to one's charge, impute,τοῦτο αἰ. X.Cyr.3.1.39
;ταῦτα D.19.215
: c. dupl. acc., ;Ar.
Ach. 514.II allege as the cause, οὐ τὸ αἴτιον αἰ. not to allege the real cause, Pl.R. 329b; τίνα ἔχεις αἰτιάσασθαι.. τούτου κύριον; ib. 508a;φωνάς τε.. καὶ ἄλλα μυρία αἰ. Id.Phd. 98e
; ;ὧν τὴν πενίαν αἰτιάσαιτ' ἄν τις D.18.263
; ;τὸ αὐτόματον Id.Ph. 196a25
.2 c. inf., allege,τὸν λόγον αἰ. δυσχερῆ εἶναι Pl.Prt. 333d
, cf. Men. 93d;αἰ. τι αἴτιον εἶναι Grg. 518d
; ἰλίγγους ἐκ φιλοσοφίας ἐγγίγνεσθαι allege by way of accusation that.., Id.R. 407c; τῆς ἱερᾶς χώρας ᾐτιᾶτο εἶναι he alleged that it was part of.., D. 18.150, cf. 37.12. (Late in [voice] Act., POxy.1032.51 (ii A. D.).)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰτιάομαι
-
123 εἶμι
εἶμι (A ibo), [ per.] 2sg.εἶ S. Tr.83
, Ar.Av. 990, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. ,εἶσθα Il. 10.450
, Od.19.69; [ per.] 3sg. εἶσι; pl. ἴμεν, ἴτε, ἴᾱσι: imper. ἴθι (also εἶ in the compd. acc. to Sch., but prob. indic.), [ per.] 3pl. , Pl.Lg. 765a, alsoἴτων A.Eu.32
,ἰόντων Th.4.118
, etc.: subj. ἴω (εἴω Sophr.48
); [dialect] Ep. [ per.] 2sg.ἴῃσθα Il.10.67
; [dialect] Ep. [ per.] 3sg.ἴῃσι 9.701
; [dialect] Ep. pl. ἴομεν (for - ωμεν) 2.440: opt. ἴοιμι, οις, οι, 14.21, etc.;ἰοίην Sapph.159
, IG4.760 ([place name] Troezen), X.Smp.4.16, ([etym.] διεξ-) Isoc.5.98; [dialect] Ep.ἰείη Il.19.209
, cf.περι-ιεῖεν IG22.1126.18
(Amphict. Delph.),εἴη Il.24.139
, Od.14.496, ([place name] Crete): inf. ἰέναι, [dialect] Ep. ἴμεναι (ι in Il.20.365 ) or ἴμεν, alsoἰέμεν Archyt.
ap. Stob.3.1.106 (dub. l.), ἴναι [pron. full] [ῐ] Orac. ap. Str.9.2.23, (ἐξ-) Machoap.Ath.13.580c, cf. EM467.18 ( προς-εῖναι dub. in Hes. Op. 353): part. ἰών, ἰοῦσα, ἰόν: [tense] impf. ᾔειν, ᾔεις (,ἐπεξ-ῄεισθα Euthphr.4b
), ᾔει or - ειν Id.Ti. 38c, Criti. 117e; [dialect] Ep. and [dialect] Ion. ἤϊα, [ per.] 3sg. ἤϊε ([etym.] - εν), [var] contr.ᾖε Od.18.257
; dual ; 1 and [ per.] 2pl., ᾖμεν, ᾖτε; [ per.] 3pl., [dialect] Ep. and [dialect] Ion. ἤϊσαν, [dialect] Ep. also ἴσαν, [dialect] Att. ᾖσαν ([etym.] μετ-) Ar.Eq. 605, cf. Fr. 161, ([etym.] ἐπ-) Od.19.445, later ᾔεσαν ([etym.] εἰς-) Arist.Ath.32.1, etc.; also [ per.] 3sg.ἴε Il.2.872
, al.; [dialect] Ep. [ per.] 1pl.ᾔομεν Od.10.251
, al., [ per.] 3 dualἴτην Il.1.347
; [ per.] 3pl.ἤϊον Od.23.370
:—[voice] Med. [tense] pres. and [tense] impf. ἴεμαι, ἰέμην are mere mistakes for ἵεμαι, ἱέμην (from ἵημι), cf. S.OT 1242, E.Supp. 698:—for [tense] fut. εἴσομαι and [tense] aor. [voice] Med. εἰσάμην, in [ per.] 3sg. εἴσατο, ἐείσατο, [ per.] 3 dual ἐεισάσθην, v. εἴσομαι 11.—The ind. εἶμι usu. has [tense] pres. sense in Hom. ([tense] fut., Il.1.426, 18.280), but in [dialect] Ion. Prose and [dialect] Att. it serves as [tense] fut. to ἔρχομαι (q. v.), I shall go, shall come: the [tense] pres. sense is sts. found in Poetry, prov. αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι (cf. Pl.Smp. 174b), cf. Theoc.25.90, also in compds. ( προς-) A.Eu. 242, (ἐπ-) Th.4.61, ( συν-) Str.3.2.2. [[pron. full] ῐ- in all tenses, exc. in [dialect] Ep. Subj. ἴομεν for ἴωμεν at the beginning of a verse]:— come or go, the special senses being given by the context, οἴκαδ' ἴμεν go home, Il.17.155;τάχ' εἶσθα θύραζε Od.19.69
, etc.; come,οὐδέ μιν οἴω νῦν ἰέναι Il.17.710
, etc.; go, depart, Od.2.367;ὑπὸ τεῖχος ἰόντας Il.12.264
.II c.acc.,2 c. acc. cogn., ὁδὸν ἰέναι go a road, Od.10.103; so τὴν ὀρεινήν (sc. ὁδόν) X.Cyr. 2.4.22: metaph.,ἄδικον ὁδὸν ἰέναι Th.3.64
.3 go through or over, τὸ μέσον τοῦ οὐρανοῦ, of the sun, Hdt.2.25, cf. 26: in Hom., freq. c. gen., ἰὼν πεδίοιο going across the plain, Il.5.597.III c. inf. [tense] aor.,ἀλλά τις εἴη εἰπεῖν Ἀτρεΐδῃ Od.14.496
.—On the Homeric βῆ δ' ἴμεν, etc., v. βαίνω.2 c. part. [tense] fut., Ἑλένην καλέουσ' ἴε went to call her, Il.3.383, cf. 14.200, Od.15.213; ἤϊα λέξων I was going to tell, Hdt.4.82; ;εἴ τις ἱστορίαν γράψων ἴῃ Luc. Hist.Conscr.39
.IV also of other motions besides walking or running, as of going in a ship, esp.ἐπὶ νηὸς ἰέναι Od.2.332
, etc.; of the flight of bees, Il.2.87.2 of the motion of things, [πέλεκυς] εἶσιν διὰ δουρός the axe goes through the beam, 3.61; of clouds or vapour, 4.278; of the stars, 22.317; of time, ἔτος εἶσι the year will pass, Od. 2.89; φάτις εἶσι the report goes, 23.362;χρόνος.. ἰὼν πόρσω Pi.O.10
(11).55; ἴτω κλαγγά, βοά, S.Tr. 208 (lyr.), Ar.Av. 857 (lyr.); , cf.Pl.Ap. 19a.V metaph. usages, ἰέναι ἐς λόγους τινί to enter on a conference with.., Th.3.80, etc.; ἰέναι ἐς τοὺς πολέμους, ἐς τὴν ξυμμαχίαν, Id.1.78, 5.30; ἰέναι ἐς χεῖρας to come to blows, Id.2.3, 81; ἰέναι ἐς τὰ παραγγελλόμενα to obey orders, Id.1.121;διὰ δίκης ἰὼν πατρί S.Ant. 742
; ἰέναι διὰ μάχης, διὰ φιλίας, etc., v. διά A.IV.b.VI imper. ἴθι (with or without δή) come now! mostly folld. by [ per.] 2sg. imper.,ἴ. ἐξήγεο Hdt.3.72
; ἴθ' ἐγκόνει, ἴθ' ἐκκάλυψον, S.Aj. 988, 1003;ἴ. πέραινε Ar.Ra. 1170
; in full, ἴ. καὶ πειρῶ go and try, Hdt.8.57: with [ per.] 1pl.,ἴ. οὖν ἐπισκεψώμεθα X.Mem.1.6.4
, cf. Pl. Prt. 332d;ἴτε δὴ ἀκούσωμεν Id.Lg. 797d
: [ per.] 2 dual,ἴθι δὴ παρίστασθον Ar.Ra. 1378
: also [ per.] 2pl.,ἴτε νεύσατε S.OC 248
, cf. OT 1413.VII part. added to Verbs, φρονείτω μεῖζον ἢ κατ' ἄνδρ' ἰών let him go and think.., S.Ant. 768, cf. OC 1393, Aj. 304;βακχεύσεις ἰών E.Ba. 343
.—Cf. ἴσκω. -
124 εὐδοκιμέω
Aηὐδοκίμουν Pl.Grg. 515e
: [tense] aor.ηὐδοκίμησα X. Cyr.7.1.46
, D.7.20: [tense] pf.ηὐδοκίμηκα Ar.Nu. 1031
: the augm. is omitted in [dialect] Ion., Hdt.3.131, 7.227, and freq. in codd. of [dialect] Att., etc., as Ar. l.c., X.HG6.1.2, etc.:—to be of good repute, highly esteemed, popular, Thgn.587, E.Fr. 546 (lyr.), Ar. l.c., Pl.Grg. l.c., etc.; εὐ. ἐνθυμήματι gain credit by.., X.HG4.5.4; εὐ. ἔν τινι to be distinguished in a thing, Hdt.1.59, Th.2.37;ἐπὶ σοφίᾳ ἐν πᾶσι τοῖς Ἕλλησιν Pl.Hp.Ma. 291a
, cf. Isoc.3.30;ἐπὶ τῶν λόγων D. Prooem9
;τὰ ἄλλα D.C.60.8
; , etc.;παρὰ τοῖς ἀνθρώποις ἔκ τινος Isoc.11.28
, cf. Plu. Dio34;ἀπό τινων Eus.Mynd.55
; ἀπ' ἀρετῆς ἐκ γένους ἀλλ' οὐκ ἐκ τοῦ προστυχόντος εὐ. D.C. Fr.57.48;ἐς φήμην Id.Fr.54.7
;εὐ. μάλιστα τῶν Πρωταγόρου μαθητῶν Pl.Prt. 315a
;διὰ πάντων τῶν βασιλέων Hdt. 6.63
; εὐ. παρὰ βασιλέϊ to have influence with him, Id.8.87, cf. Lys. 25.24, etc.:—later in [voice] Med., Com.Adesp.110.4.2 of wine, meats, etc., to be highly esteemed, popular,εὐ. σφόδρα Alex.282
, cf. Philem. 122; σκῶπες σφόδρα εὐ., i.e. their flesh, Arist.HA 618a3; so of things generally,θεάματα κατὰ τὰς τέχνας -οῦντα Isoc.4.45
, cf. 9.11;παρὰ τοῖς Ἕλλησι -δοκιμῶν νόμος D.21.50
, cf. Arist.EN 1181a16; of popular arguments, Id.Rh. 1400b25; of physicians and medical treatments, Gal.10.390, Herod. [voice] Med. in Rh.Mus.58.112;ἐκ τούτων ἡ νῦν εὐ. σοφία AP11.157
(Ammian.):—also in [voice] Pass.,ἀκρόαμα-ούμενον Plu. Galb.16
; to be recognized, approved, PTeb.25.16 (ii B.C.).3 of money, to be genuine, LXX Ge.43.23.II in [voice] Med., hold in honour, D.S.4.24 codd. [suff] εὐδοκῐμ-ησις, εως, ἡ, good repute, reputation, credit, mostly in pl., Pl.R. 358a, 363a, Luc.Pisc.25: sg., Them.Or.29.347c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδοκιμέω
-
125 κάτοιδα
A A6 (Tolophon, iii B.C.)), [tense] pf. (in [tense] pres. sense), [tense] plpf. κατῄδη (in [tense] impf. sense):—know well, understand, c. acc. rei,ἄστρων ὁμήγυριν A.Ag.4
; ;θεσφάτων βάξιν κατῄδη Id.Tr.87
;φύλλον νώδυνον Id.Ph.44
;κατειδὼς τὴν γυναικείαν φύσιν, ὡς.. ἥδεται Eub.43
;μηδὲν κατειδώς, ἀλλὰ προσποιούμενος Men.628
;ἵν' εὖ κατειδῇς S.Ichn.164
.2 c.acc.pers., know by sight, recognize,τὸν βοτῆρα Id.OT 1048
, cf. Tr. 418, E.Or. 1183, 1521.3 abs., esp. in part., οὐ κατειδώς unwittingly, Id.Med. 992 (lyr.), Supp. 1033.4 c. part., know well that..,κάτισθι μὴ πολλοὺς ἔτι τρόχους.. τελῶν S.Ant. 1064
.5 folld. by an interrog., οὐ κάτοιδ' ὅπως λέγεις I understand not how.., Id.Aj. 270; οὐ κ. ὅτῳ τρόπῳ .. E.Hipp. 1245.6 c. inf., know how to, ἦ κάτοισθα δηλῶσαι λόγῳ; S.OT 1041.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάτοιδα
-
126 κλείω
Aκλείσω X.An.4.3.20
( ἀπο-), Him.Or.22.7; rare [tense] fut. κατα-κλιῶ, v. κατακλείω: [tense] aor.ἔκλεισα X.An.7.1.36
, Pl.Ep. 348b: [tense] pf.κέκλεικα Thphr.Char.18.4
, LXX 1 Ki.23.20, Luc.Tox.30: [tense] plpf.ἐκεκλείκειν App.Hann.47
:*mdash;[voice] Med., [tense] aor. 1 ἐκλεισάμην ( κατ-) X.Cyr. 7.2.5, (ἐγ-) Id.HG6.5.9:—[voice] Pass., [tense] fut. κλεισθήσομαι ( συγ-) ib.5.2.19: [tense] aor.ἐκλείσθην D.23.110
, etc.: [tense] pf. κέκλειμαι (later κέκλεισμαι f.l. in Ar.V. 198) (v. infr.):—[dialect] Ion. [full] κληΐω ( ἀπο-) Hdt.4.7: [tense] aor.ἐκλήῑσα Od. 24.166
, (ἐξ-) Hdt.1.144, [dialect] Ep.κλήῑσα Od.19.30
; inf.κληῗσαι 21.382
:— [voice] Med., [tense] fut. κληΐσσομαι cj. in Nonn.D.2.310:—[voice] Pass., [tense] aor.ἀπ-εκληΐσθην Hdt.1.165
, 3.55, 58: [tense] pf.κεκλήϊμαι 2.121
.β, cf. 3.117, 7.129 (with vv.ll.): [tense] plpf.ἀπ-εκεκλέατο 9.50
codd.:—old [dialect] Att. [full] κλῄω (also Trag., cf. An.Ox.1.226), [tense] fut.κλῄσω Th.4.8
: [tense] aor. (lyr.), Th.2.4, Pl.R. 560c: [tense] pf. κέκλῃκα ( ἀπο-) Ar.Av. 1262:—[voice] Med., [tense] fut.κεκλῄσομαι Id.Lys. 1071
: [tense] aor.περι-κλῄσασθαι Th.7.52
:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐκλῄσθην (κατ-, ξυν-) Id.1.117, 4.67, etc.: [tense] pf. κέκλῃμαι (v. infr.):— [dialect] Dor. [tense] fut.κλᾳξῶ Theoc.6.32
: [tense] aor. ἀπό-κλᾳξον, -κλᾴξας, Id.15.43, 77,ἔκλᾳξε Cerc.7.2
, cf. κλάκαι (leg. κλᾷσαι) · κλεῖσαι, Hsch.:—[voice] Med., [tense] impf.κατ-εκλᾴζετο Theoc.18.5
:—[voice] Pass., [tense] aor.κατ-εκλᾴσθην Id.7.84
, but part.συγκατα-κλαιχθείς Chron.Lind.D.62
: [tense] pf. [ per.] 3pl.κατα-κέκλᾱνται Epich.141
.—Cf. κλῄζω (B). ([etym.] κλείς):—shut, close, bar, Hom. (only in Od.), κλήϊσεν δὲ θύρας barred the doors, 21.387; ἐκλήϊσεν ὀχῆας shot the bars, so as to close the dooe door, 24.166;κλῄειν πύλας E. HF 997
, Pl.R.l.c., etc.;κ. πηκτὰ δωμάτων Ar.Ach. 479
;κλεῖδες.., αἷς τὰς θύρας κλείουσιν Aristopho 7
;Ἐτεοκλέους.. κλῄσας στόμα E. Ph. 865
; κανθώς Cerc.l.c.;λάρυγγα Gal.6.65
:—[voice] Pass.,βλέφαρα κέκλῃται S.Fr. 711
; ;κεκλειμένης σου τῆς παρρησίας οὐ κιγκλίσιν.., ἀλλὰ.. ὀφλήμασι D.25.28
.2 shut up, close, block up,Βόσπορον κλῇσαι A.Pers. 723
(troch.); :—[voice] Pass., Hdt.2.121.β; τὰ ἐμπόρια κεκλῇσθαι Lys.22.14
;κεκλειμένων τῶν ἐμπορίων D.2.16
.III confine, :— [voice] Pass., to be confined,χέρας βρόχοισι κεκλῃμένα Id.Andr. 502
(lyr.): metaph.,ὅρκοις κεκλῄμεθα Id.Hel. 977
.------------------------------------A celebrate (q.v.).------------------------------------A call (q.v.). -
127 κομψός
A nice, refined, gentlemanly, ἐσμὲν ἅπαντα κομψοὶ ἄνδρες we are perfect gentlemen, Eup.159, cf. Ar.V. 1317;κ. ἐν συνουσίᾳ Id.Nu. 649
; τὸ θῆλυ τοὺς πόδας ἔχει κομψοτέρους more delicate, finer, Arist.Phgn. 809b9.2 smart, clever, ingenious, of persons or their words and acts,ὁ πρῶτος εὑρὼν κ. ἦν τραγήματα Alex.185
;κ. θεαταί Cratin.169
, cf. 307;Θηραμένης ὁ κ. Ar.Ra. 967
;Σικελὸς κ. ἀνήρ Timocr.6
, cf. Pl.Grg. 493a; κ. περί τι clever about.., Id.R. 495d ([comp] Sup.), Cra. 405d; of a dog's instinct,κ. τὸ πάθος αὐτοῦ τῆς φύσεως Id.R. 376a
; μὰ γῆν.., μὴ 'γὼ νόημα κομψότερον ἤκουσά πω a more ingenious device.., Ar.Av. 195; τὸ πρᾶγμα κ. [ἐστι] Id.Th.93, cf. 460 (lyr., [comp] Comp.), Dionys.Com.3.1; esp. in a sneering sense, over-ingenious, ; τρίβων γὰρ εἶ τὰ κομψά versed in subtleties, Id.Rh. 625;μή μοι τὰ κομψὰ ποικίλοι γενοίατο, ἀλλ' ὧν πόλει δεῖ Id.Fr.16
; τὸ κ. refinement, subtlety, Arist.Pol. 1265a12;τῶν ἰατρῶν ὅσοι κ. ἢ περίεργοι Id.Resp. 480b27
;κ. σοφίσματα E.Fr. 188.5
; τοῦτ' ἔχει -ότατον this is the subtlest part of it, Pl.Tht. 171a; κομψότερος.. ὁ λόγος ἢ κατ' ἐμέ too subtle for me, Id.Cra. 429d:—but in Pl. and Arist., usu. clever, esp. skilful in technique, with at most a slight irony (κομψοὺς Πλάτων οὐ τοὺς πανούργους, ἀλλὰ τοὺς βελτίστους Moer.p.206 P.).3 more generally, nice, good, pleasant,πάντων δὲ κομψότατον τὸ τῆς πόας Pl.Phdr. 230c
; τὰ κ. ταῦτα χλανίσκια that nice suit of yours, Aeschin.1.131.II Adv. - ψῶς cleverly, Ar.Ach. 1016 (lyr.), Pl.Cra. 399a, etc.: [comp] Comp. - οτέρως Isoc. 15.195; κ. ἔχειν to be well, 'nicely' in health, PPar.18.3 (ii B.C.), cf. PLond. ined. 2126 (ii/iii A.D.), etc.; κομψότερον σχεῖν to get better in health, Ev.Jo.4.52, cf. Arr.Epict.3.10.13, POxy.935.5 (iii A.D.): [comp] Sup. - ότατα nicely, Ar.Lys.89; λέγεσθαι κομψότατα most cleverly, Pl.Tht. 202d.— Chiefly found in [dialect] Att. Com. and Prose; Trag. only in E. (Orig. sense uncertain; = στρεβλός, Erot. (citing Euripides); = στρογγύλος, Hsch.) -
128 κόπτω
Aκόψω Hippon.83
, Men.Pk.64, etc.: [tense] aor. ἔκοψα, [dialect] Ep.κόψα Il.13.203
: [tense] pf. κέκοφα (ἐκ-) X.HG6.5.37, ( περι-) Lys.14.42, ( συγ-) Pl.Tht. 169b; [dialect] Ep. part.κεκοπώς Il.13.60
(v.l. -φώς, -πών), Od.18.335:—[voice] Med., [tense] fut. : [tense] aor.ἐκοψάμην Hdt.4.166
:—[voice] Pass., [tense] fut. κεκόψομαι ( ἀπο-) Ar.Nu. 1125, (ἐκ-) Id.Ra. 1223, ( κατα-) X.An.1.5.16, , Gal.13.759: [tense] aor. , Ar.Ra. 723, Th.8.13: [tense] pf. :— cut, strike,1 smite,ο' ἀμφὶ κάρη κεκοπὼς χερσὶ στιβαρῇσι Od.18.335
: c. dupl. acc., κόψε δὲ παπτήναντα παρήϊον smote him on the cheek, Il.23.690.2 smite with weapons,κόπτοντες δούρεσσι μετάφρενον Od.8.528
;τοῖσι Πέρσῃσι εἵποντο κόπτοντες Hdt.6.113
: metaph. in [voice] Pass., with play on words,αἰεὶ κόπτῃ ῥήμασι καὶ κοπίσιν AP11.335
.3 smite, slaughter an animal with an axe or mallet,κόψας ἐξόπιθεν κεράων βοός Il.17.521
, cf. Od.14.425, X.An.2.1.6; in Trag., A.Ag. 1278, Eu. 635, E.El. 838.4 cut off, chop off,κεφαλὴν ἀπὸ δειρῆς κόψεν Il.13.203
;χεῖράς τ' ἠδὲ πόδας κόπτον Od.22.477
;κ. [τὰ γέρρα] ταῖς μαχαίραις X.An.4.6.26
; κ. δένδρα cut down or fell trees, Th.2.75, X. HG5.2.39,43; κ. τὴν χώραν lay it waste, ib.3.2.26, 4.6.5:—in [voice] Pass., of ships, to be shattered, disabled by the enemy, Th.4.14,8.13:—metaph.,φρενῶν κεκομμένος A.Ag. 479
(lyr.); τὸν ὕπνον ἁ φροντὶς κόπτοισα preventing, Theoc.21.28; [πνεῦμα] κοπτόμενον being suddenly stopped, arrested, Arist.Mete. 367a10.5 strike, beat a horse, to make him go faster,κόψε δ' Ὀδυσσεὺς τόξῳ Il.10.513
; also σκηπανίῳ Γαιήοχος ἀμφοτέρω (sc. Αἴαντε)κεκοπὼς πλῆσεν μένεος 13.60
.6 hammer, forge,κόπτε δὲ δεσμούς 18.379
, Od.8.274; later, stamp metal, i.e. coin money,κ. νόμισμα IG12(5).480.11
(Siphnos, Athenian Law), Xenoph.4, Hdt.3.56:—[voice] Med., coin oneself money, order to be coined,κ. χρυσοῦ καὶ ἀργύρου νόμισμα Id.1.94
, cf. 4.166:—[voice] Pass., of money, to be stamped or coined, [νομίσμασιν] μόνοις ὀρθῶς κοπεῖσι Ar.Ra. 723
, cf. 726.7 knock or rap at, , Pl. 1097, And. 1.41, X.HG5.4.7, Men.Epit. 538, Phld.Vit.p.30 J., Plu.Alc.8, etc.; without θύραν, οὗτος, τί κόπτεις; Ar.Ec. 976.8 pound, bray in a mortar,κυπἐρου κεκομμένου Hdt.4.71
; ἀσταφίδα κεκ. Alex.127.4; ἔλαιον κεκ., i.e. pure oil, LXX 3 Ki.5.11.9 knock, dash about,τὸ ὕδωρ ὅταν κοπῇ Pl.Ti. 60b
;κόνις.. κοπτομένη.. ὑφ' ἅρμασι Hes. Sc.63
;θάλασσα κοπτομένη πνοιαῖς Theoc.22.16
.10 of birds, peck, Arist.HA 609b5; ὁ ἁλιάετος.. τὰ λιμναῖα κ. preys on the lagoon life, ib. 593b24; σπειρὴν κ. peck at, Arat.449; of fish, gnaw, Arist.HA 620b17; of a snake, strike, Il.12.204:—[voice] Pass., of wood or seeds, to be worm-eaten, Thphr.HP3.18.5, 8.11.2.b munch, masticate, dub. in Chionid.6.11 ὁ ἵππος κ. τὸν ἀναβάτην jars his rider by his paces, X.Eq.1.4:—[voice] Pass., ib.8.7, Hp.Aër.21.12 κ. ὄνους dress, prepare mill-stones for use, Alex.13; set, sharpen, Herod.6.84:—[voice] Med., AP 11.253 (Lucill.).13 metaph., tire out, weary,μήθ' ὑμῖν ἐνοχλῶ μήτ' ἐμαυτὸν κ. D.Prooem.29
, cf. Alciphr.2.3;λέγων φαίνου τι δὴ καινὸν.., ἢ μὴ κόπτε με Hegesipp.1.3
, cf. Sosip.1.20;μὴ κόπτ' ἔμ', ἀλλὰ τὰ κρέα Alex.173.12
;κ. τὴν ἀκρόασιν D.H.Comp.19
;κ. τὰ ὦτα Poll.6.119
;κ. ἐρωτήμασιν ἀκαίροις Plu.Phoc.7
, cf. Moer.p.74 P.:—[voice] Pass., to be worn out, .II [voice] Med. κόπτομαι, beat or strike oneself, beat one's breast or head through grief,κεφαλὴν δ' ὅ γε κόψατο χερσίν Il.22.33
, cf. Hdt.2.121.δ (also [voice] Act. τί κόπτεις τὴν κεφαλήν; Men.Her.4);κόπτεσθαι μέτωπα Hdt.6.58
(with μαχαίρῃσι added 2.61): abs., Pl.Phd. 60b, R. 619c: [tense] pf. [voice] Pass., [πόλις] κέκοπται A.Pers. 683
:—[voice] Act. c. acc. cogn.,ἐκοψα κομμὸν Ἄριον Id.Ch. 423
(lyr.).2 κόπτεσθαί τινα mourn for any one,κόπτεσθ' Ἄδωνιν Ar.Lys. 396
, cf. Ev.Luc.8.52; but alsoἐπί τινα Apoc.1.7
, 18.9 (v.l. αὐτῇ). (Cf. Lith. kapóti, Lett. kapāt 'chop small', 'beat', 'stamp', Lat. capo 'capon', perh. σκέπαρνον.)
См. также в других словарях:
αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… … Dictionary of Greek
Αχιλληίς ή διήγησις περί του Αχιλλέως — Τίτλος ποιήματος, που ανήκει στην ενότητα της ακριτικής μας ποίησης ή της ποίησης πριν από την Άλωση. Σώζεται σε τρεις παραλλαγές, γραμμένες σε δεκαπεντασύλλαβους ανομοιοκατάληκτους στίχους, σε γλώσσα μεικτή, από δημοτικούς στίχους και αρχαϊκά… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek