-
1 νόμιμα
νόμιμοςconformable to custom: neut nom /voc /acc pl -
2 νόμιμα
legallyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > νόμιμα
-
3 νομίμας
νομίμᾱς, νόμιμοςconformable to custom: fem acc plνομίμᾱς, νόμιμοςconformable to custom: fem gen sg (doric aeolic) -
4 νόμιμ'
νόμιμα, νόμιμοςconformable to custom: neut nom /voc /acc plνόμιμε, νόμιμοςconformable to custom: masc voc sgνόμιμαι, νόμιμοςconformable to custom: fem nom /voc pl -
5 νόμιμος
A conformable to custom, usage, or law, ν. ὅρκος Lexap.And.1.98;ν. ἔρωτες Gorg.Fr.6
D.;ἔργα δίκαια καὶ ν. Democr.174
; legitimate,ν. παῖδες E.Ph. 815
(lyr.): hence, customary, prescriptive, φῶς ib. 345 (lyr.), etc.;οἱ ν. θεοί Pl.Lg. 954a
;ἡ ἐπίδεσις ἡ ν. Hp.Art.14
;νόμιμόν [ἐστί] τινι ποιεῖν τι X.Cyr.8.8.8
;ν. τινὰ δεδέσθαι Id.Mem.1.2.49
.2 observant of law, Choeril.3, Antipho 2.2.12, Archyt. ap. Stob.4.5.61;ν. καὶ κόσμιοι Pl.Grg. 504d
; ν. πόλις Isoc.l.c.II νόμιμα, τά, usages, customs,ἄλλα ἄλλοισιν νόμιμα, σφετέραν δ' αἰνεῖ δίκαν ἕκαστος Pi.Fr. 215
, cf. A.Th. 334 (lyr.), Hdt.2.79; ν. Δωρικά, Χαλκιδικά, Th.6.4,5;τὰ κοινὰ τῶν Ἑλλήνων ν. Id.3.59
; almost, = νόμοι, ἄγραπτα ν. S.Ant. 455;ν. θεῶν E.Supp. 19
;τὰ εἰωθότα ν. Pl.Phdr. 265a
;ἄγραφα ν. Id.Lg. 793a
, D.23.70; τὰ περὶ τοὺς θεοὺς ν., τὸ πρὸς τοὺς πολεμίους ν., X.Mem.4.6.4, Cyr.1.6.34; ν. βαρβαρικά, title of treatise by Aristotle: rare in sg.,τὸ πάντων ν. Emp.135.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νόμιμος
-
6 ἄγραφος
ἄγραφ-ος, ον,A unwritten,μνήμη Th.2.43
; ἄ. διαθῆκαι nuncupatory wills, Plu.Cor.9;ἄ. κληρονόμος Luc.Tox.23
; ἄγραφα λέγειν to speak without book, Plu.Dem.8. Adv.-φως, κατὰ μνήμης σῴζεσθαι Procl. in Prm.p.553
S.II ἄ. δίκαιον, moral or equitable justice, Arist. EN 1162b22; ἄ. νόμοι or νόμιμα unwritten laws:2 laws of custom, Th.2.37;ἄ. νόμιμα Pl.Lg. 793a
, cf. Arist.Rh. 1373b5; ἄγραφα, τά, ib. 1368b9; ἄ. ἀδίκημα a crime not recognized by law, Hsch.III not registered, ἄ. πόλεις (in a treaty) Th.1.40; ἄ. γάμοι without written contract, CPR18.30 (ii A.D. Adv. - ως ibid., POxy.267.19(i A.D.)); ἄ. συνουσίαι not written down, Phlp.in Ph.513.30;συναλλαγματογραφίαι PTeb.1.140
; ἄγραφα καὶ ἄστατα neither catalogued nor weighed, IG2.652B2; hence ἄγραφα, τά, sundries, PTeb.112.104 (ii B. C.), al.2 ἄ. μέταλλα mines not registered, but worked clandestinely, Suid. s.v.IV without inscription, IG 2.754, al.—Prose word.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄγραφος
-
7 τηρέω
τηρέω impf. ἐτήρουν, 3 pl. ἐτήρουν and ἐτήρουσαν AcPl Ha 8, 11 and 13; fut. τηρήσω; 1 aor. ἐτήρησα; pf. τετήρηκα, 3 pl. τετήρηκαν J 17:6 (B-D-F §83, 1; W-S. §13, 15; Mlt. 52f; Mlt-H. 221). Pass.: impf. ἐτηρούμην; 1 aor. ἐτηρήθην; pf. τετήρημαι (Pind., Thu.+)① to retain in custody, keep watch over, guard τινά, τὶ someone, someth. a prisoner (Thu. 4, 30, 4) Mt 27:36, 54; Ac 16:23; a building (s. PPetr II, 37, 1, 19 [III B.C.] τηρεῖν τὸ χῶμα; PFlor 388, 32; 1 Macc 4:61; 6:50) Hs 9, 6, 2; 9, 7, 3. Pass. (Jos., Ant. 14, 366) Πέτρος ἐτηρεῖτο ἐν τῇ φυλακῇ Ac 12:5. Cp. 24:23; 25:4, 21b. τηρεῖν τὴν φυλακὴν guard the jail 12:6. ὅπου οἰ κεκλεισμένοι τηροῦνται AcPl Ha 3, 20. Abs. (keep) watch (PSI 165, 4; 168, 9; 1 Esdr 4:11; 2 Esdr 8:29) MPol 17:2. οἱ τηροῦντες the guards (SSol 3:3) Mt 28:4.② to cause a state, condition, or activity to continue, keep, hold, reserve, preserve someone or someth. (Aristoph., Pax 201; τὴν ἁρμονίαν τ. τοῦ πατρός Iren. 2, 33, 5 [Harv. I 380, 13])ⓐ for a definite purpose or a suitable time (Jos., Ant. 1, 97) τετήρηκας τὸν καλὸν οἶνον ἕως ἄρτι J 2:10 (POxy 1757, 23 τήρησόν μοι αὐτά, ἕως ἀναβῶ). Cp. 12:7 (WKühne, StKr 98/99, 1926, 476f; s. CBarrett, The Gospel According to St. John ’60, 346 on the problem of interp.). τηρηθῆναι αὐτὸν εἰς τὴν τοῦ Σεβαστοῦ διάγνωσιν Ac 25:21a. κληρονομίαν τετηρημένην ἐν οὐρανοῖς εἰς ὑμᾶς (εἰς 4g) 1 Pt 1:4.—2 Pt 2:4 (cp. TestReub 5:5 εἰς κόλασιν αἰώνιον τετήρηται), 9, 17; 3:7 (cp. Jos., Ant. 1, 97 τηρεῖσθαι κατακλυσμῷ); Jd 6b, 13; MPol 2:3; 11:2; 15:1.ⓑ keep, etc., unharmed or undisturbed (Polyb. 6, 56, 13 one’s word; Herodian 7, 9, 3) ὁ δὲ ἀγαπῶν με τηρηθήσεται ὑπὸ τοῦ πατρός μου J 14:21 P75. τὴν σφραγῖδα 2 Cl 7:6. τὴν ἐκκλησίαν 14:3a (opp. φθείρειν). τὴν σάρκα 14:3b. τηρεῖ ἑαυτόν 1J 5:18 v.l. τηρεῖν τὴν ἑαυτοῦ παρθένον keep his virgin inviolate as such 1 Cor 7:37 (Heraclit. Sto. 19 p. 30, 3; Achilles Tat. 8, 18, 2 παρθένον τὴν κόρην τετήρηκα. SBelkin, JBL 54, ’35, 52 takes τηρ. here to mean support one’s fiancıe, without having marital relations.—On this subj. s. the lit. s.v. γαμίζω 1).—W. a second acc. (of the predicate, to denote the condition that is to remain unharmed; cp. M. Ant. 6, 30 τήρησαι σεαυτὸν ἁπλοῦν; BGU 1141, 25 [13 B.C.] ἄμεμπτον ἐμαυτὸν ἐτήρησα; Wsd 10:5; Just., D. 88, 5 ἀτιμωρήτους αὐτοὺς τηρῆσαι) τὴν ἐντολὴν ἄσπιλον 1 Ti 6:14. τὸ βάπτισμα ἁγνόν 2 Cl 6:9. τὴν σφραγῖδα ὑγιῆ Hs 8, 6, 3. τὴν σάρκα ἁγνήν 2 Cl 8:4, 6. τὴν σάρκα ὡς ναὸν θεοῦ IPhld 7:2. σεαυτὸν ἁγνόν 1 Ti 5:22.—2 Cor 11:9; Js 1:27. Pass. ὁλόκληρον ὑμῶν τὸ πνεῦμα τηρηθείη 1 Th 5:23. τηρεῖν τινα ἔν τινι keep someone (unharmed) by or through someth. J 17:11f. ἑαυτοὺς ἐν ἀγάπῃ θεοῦ τηρήσατε keep yourselves from harm by making it possible for God to show his love for you in the future also Jd 21. τοῖς Χριστῷ τετηρημένοις κλητοῖς to those who have been called and who have been kept unharmed for Christ, or, in case the ἐν before θεῷ is to be repeated, through Christ Jd 1.ⓒ of holding on to someth. so as not to give it up or lose it (Diod S 17, 43, 9 τὰ ὅπλα, the shields; τὴν ἀρετήν Did., Gen. 87, 4. Cp. τ. τὰ μυστήρια … καὶ ἐξειπεῖν μηδενί Hippol., Ref. 5, 27, 2) τὴν ἁγνείαν Hm 4, 4, 3. τὴν ἑνότητα τοῦ πνεύματος Eph 4:3. τὴν πίστιν 2 Ti 4:7 (cp. Diod S 19, 42, 5 τηρεῖν τὴν πίστιν; IBM III, 587b, 5 ὅτι τὴν πίστιν ἐτήρησα; Jos., Bell. 2, 121, Ant. 15, 134). τὰ ἱμάτια αὐτοῦ Rv 16:15 (or else he will have to go naked). αὐτόν (=τὸν θεόν) 1J 5:18. W. a neg.: fail to hold fast = lose through carelessness or give up through frivolity or a deficient understanding of the value of what one has τὶ someth. τὸ μικρόν 2 Cl 8:5 (a dominical saying whose literary source is unknown). τὴν ἑαυτῶν ἀρχήν (s. ἀρχή 7) Jd 6a.ⓓ of being protective (Pind. et al.; En 100:5) keep τινὰ ἔκ τινος someone from someone or someth. J 17:15; Rv 3:10b (cp. Pr 7:5 τηρεῖν τινα ἀπό τινος).③ to persist in obedience, keep, observe, fulfill, pay attention to, esp. of law and teaching (LXX) τὶ someth. (Polyb. 1, 83, 5 legal customs; Herodian 6, 6, 1; Just., A I, 49, 3 τὰ παλαιὰ ἔθη) Mt 23:3; Ac 21:25 v.l.; Hs 5, 3, 9. τὸν νόμον (Achilles Tat. 8, 13, 4; Tob 14:9; TestDan 5:1.—τ. νόμους Jos., C. Ap. 2, 273; Orig., C. Cels. 8, 10, 11; Theoph. Ant. 2, 16 [p. 140, 15]) 15:5; Js 2:10; Hs 8, 3, 3–5. τὰ νόμιμα τοῦ θεοῦ Hv 1, 3, 4 (τηρ. τὰ νόμιμα as Jos., Ant. 8, 395; 9, 222). δικαιώματα κυρίου B 10:11. τὰ πρὸς τὸν κύριον AcPl Ha 8, 11; 13. πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν Mt 28:20. τὰς ἐντολάς (CB I/2, 566f, nos. 467–69, side A of an altar [313/14 A.D.] τηρῶν ἐντολὰς ἀθανάτων, i.e. θεῶν; Sir 29:1; Jos., Ant. 8, 120; Just., D. 10, 3; Iren. 1, 10, 1 [Harv. I 91, 14]) 19:17; J 14:15, 21; 15:10ab; 1J 2:3f; 3:22, 24; 5:3; Rv 12:17; 14:12; Hm 7:5; 12, 3, 4; 12, 6, 3; Hs 5, 1, 5; 5, 3, 2; 6, 1, 4; 8, 7, 6; 10, 3, 4 (Oxy 404, 17 restoration on basis of Lat. and Ethiopic versions); cp. 5, 3, 3. Pass. 5, 3, 5a. τὸ σάββατον observe the Sabbath J 9:16. τὴν νηστείαν keep the fast Hs 5, 3, 5b v.l.; cp. 5, 3, 9. τὴν παράδοσιν (Jos., Vi. 361b) Mk 7:9 v.l. τὸν λόγον J 8:51f, 55; 14:23; 15:20ab; 17:6; 1J 2:5; Rv 3:8. τὸν λόγον τῆς ὑπομονῆς μου vs. 10a. τοὺς λόγους (1 Km 15:11) J 14:24. ἃ παρελάβαμεν AcPlCor 1:5. τοὺς λόγους τῆς προφητείας Rv 22:7, τοῦ βιβλίου τούτου vs. 9. τὰ ἐν τῇ προφητείᾳ γεγραμμένα 1:3. ὁ τηρῶν τὰ ἔργα μου the one who takes my deeds to heart Rv 2:26. Abs., but w. the obj. easily supplied fr. the context τήρει pay attention to it 3:3 (cp. Philo, Leg. All. 3, 184).—DELG. M-M. TW. Sv. -
8 αἰνέω
αἰνέω (αἰνέω, -εῖ, -έοντι codd.: αἴνει; αἰνέων; αἰνεῖν: fut. αἰνέσω; αἰνήσειν: aor. αἴνησα, -εν, -αν; opt. αἰνήσαις; αἰνῆσαι: med. αἰνεῖσθαι codd.)a praiseαἰνήσαις ἓ καὶ υἱόν O. 9.14
αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οῖνον O. 9.48
“ ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι” P. 4.140 [ αἰνέοντι codd.: ἐπαινέοντι Byz. P. 5.107]κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν P. 9.95
αὐτὸν μὰνσεμνὸν αἰνήσειν νόμον N. 1.72
ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος, ἐσλὸν αἰνεῖν N. 3.29
οἷον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι N. 4.93
[ ἀγαθοῖς μὲν αἰνεῖσθαι (codd. contra metr.: ἀγαθοῖσί μιν αἰνεῖσθαι coni. Mingarelli: ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι Schroeder.) N. 11.17] τὸναἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει I. 8.69
σοφοὶ δὲ καὶ τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος αἴνησαν περισσῶς fr. 35b. σὲ δ' ἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα fr. 81 ad Δ. 2. ἄλλα δἄλλοισιν νόμιμα, σφετέραν δ' αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 3. esp. of Pindar's own hymn,νιν αἰνέω μάλα μὲν τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων O. 4.14
ἄνδρα παρ' Ἀλφείῳ στεφανωσάμενον αἰνέσω πυγμᾶς ἄποινα O. 7.16
παῖδ' ἐρατὸν δ Ἀρχεστράτου αἴνησα O. 10.100
ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν P. 1.43
φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.63
αἰνέων αἰνητά, μομφὰν δ' ἐπισπείρων ἀλιτροῖς N. 8.39
add. inf.,αἰνέω καὶ Πυθέαν ἐν γυιοδάμαις Φυλακίδᾳ πλαγᾶν δρόμον εὐθυπορῆσαι I. 5.59
b approve ἄλλον αἴνησεν γάμον κρύβδαν πατρός agreed to P. 3.13 τὺ δέ, Διοδότοιο παῖ, μαχατὰν αἰνέων Μελέαγρον, αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα Ἀμφιάρηόν τε, εὐανθἔ ἀπεπνεύσας ἁλικίαν (ζηλῶν Σ. emulating) I. 7.32c frag. άινειτ[ P. Oxy. 2447. fr. 13. -
9 ἄλλος
ἄλλος (-ος, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οις(ι), - ους: -ας, -ᾳ, -αν; -αι, -ᾶν, -αις: -ο, -ου, -ο; -α, -ων, -οις, -α) A adj.1 other, another, opposed to preceding.aἐπί τι καὶ πῆμ' ἄγει παλιντράπελον ἄλλῳ χρόνῳ O. 2.37
ἄλλον αἴνησεν γάμον P. 3.13
ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.31
οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν (i. e. ὑψηλοτέρας) N. 9.47b = ἄλλος τις. σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν· φθονερὰ δἄλλος ἀνὴρ βλέπων ( ἆλλος coni. Lobel.) N. 4.39c combined with other adj.μηκέτ' ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον O. 1.6
ἄλλαι δὲ δὔ ἐγένοντ' ἔπειτα χάρμαι O. 9.86
κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ I. 8.34
d =πᾶς ἄλλος. ἄνθεμα φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν, ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει O. 2.73
ἅλιξιν σὺν ἄλλοις P. 4.187
τὰ δἄλλαις ἁμέραις φάσομαι N. 9.42
Ἀοσφόρος θαητὸς ὣς ἄστροις ἐν ἄλλοις I. 4.24
φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν I. 6.73
Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ' ἄλλους τ ἀριστέας I. 8.55
2 fig. μόχθον ἄλλοις ἀμφέπει δύστανον ἐν τείχεσιν (= ἄλλοθι, ἐν τείχεσιν, Schr.: cf. Fraenkel on Agam. 437.) P. 4.2683 combined with another ἄλλο-word.ῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἔβαν O. 2.33
Διαγόρας ἐστεφανώσατο κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων Νεμέᾳ τ ἄλλαν ἐπ ἄλλᾳ (sc. νίκαν. one victory after another) O. 7.82ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.13
ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνωνἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.54
διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου N. 3.6
μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς (Tric.: ἄλλος, ἄλλος ἄλλοις codd.) I. 1.47 combined withτις. ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.13
second ἄλλος suppressed, ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι some lead further than others O. 9.104 B subs.1 another, others (once neut.)aκεῖνος χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν O. 2.99
μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς O. 6.74
“ ἐπιχώριος οὐ ξείναν ἱκάνω γαῖαν ἄλλων” P. 4.118φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ ἄλλοι N. 7.55
εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον, ἄλλοισι δ' ἐμπίπτων γελᾷ (i. e. “non ita divitibus.” Schmid.) I. 1.68b =πᾶς ἄλλος. κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται O. 6.25
κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα περαίτερον ἄλλων O. 8.63
εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους (Hartung: ἄλλων codd.: ἄλλον Morel.) N. 11.13μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων I. 5.3
2 combined with another ἄλλο-word.a † ἄλλοισι δ' ἄλλοι μέγαλοι ( ἀλλοίοισι coni. Blumenthal: ἐπ' ἄλλοις byz.) O. 1.113ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει Χάρις ζωθάλμιος O. 7.11
ἄλλα δ' ἐπ ἄλλον ἔβαν ἀγαθῶν O. 8.12
τοὺς μὲν ὦν λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν P. 3.50
δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων, ἄλλον δ ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει bis P. 8.77διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου N. 3.6
ἄλλοισι δ' ἅλικες ἄλλοι N. 4.91
ἄλλα δ' ἄλλοισιν νόμιμα, σφετέραν δαἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 2.b n. pl. ἄλλα combined with ἄλλοτε. ἄλλ' ἄλλοτε πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς this way and that P. 2.85 ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ' ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί of inconstant purpose N. 3.41 αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ ἄλλαξεν changes this way and that I. 3.18 -
10 δίκα
δῐκᾱ (δίκα, -ας, -ᾳ, -αν; -ας.)1 justicea sing., right, (sense of) justiceκόρος, οὐ δίκᾳ συναντόμενος O. 2.96
“ κέρδος αἰνῆσαι πρὸ δίκας δόλιον” P. 4.140ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος, ἐσλὸν αἰνεῖν N. 3.29
δέξαιτο δ' Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος, δίκᾳ ξεναρκέι κοινὸν φέγγος i. e. shining with hospitable justice for all N. 4.12εὐώνυμον ἐς δίκαν τρία ἔπεα διαρκέσει N. 7.48
κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15
πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ N. 10.12
τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες I. 9.5
ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς πι[στ]ὰς ἐφίλη[ς.]ν. Παρθ. 2.. πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν fr. 213. 1. ἐν, σὺν, παρὰ δίκ. pro adv.,ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16
ἐν δίκᾳ ( ἐνδίκας coni. Snell.) O. 6.12σὲ δ' ἐρχόμενον ἐν δίκᾳ P. 5.14
κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν P. 9.96
αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον N. 5.14
ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44
τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά I. 7.48
b pl. decisions, judgements of right “ ἱππόταις εὔθυνε λαοῖς δίκας” P. 4.153 ( Αἰακὸς)ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.24
2 manner, way νῦν γε μὰν τὰν Φιλοκτήταο δίκαν ἐφέπων ἐστρατεύθη (sc. Ἱέρων) P. 1.50 ἄλλα δ' ἄλλοισιν νόμιμα, σφετέραν δ αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 3. acc. pro prep. c. gen.,ποτὶ δἐχθρὸν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι P. 2.84
3 pro pers., JusticeΔαμάγητον ἁδόντα Δίκᾳ O. 7.17
Εὐνομία κασιγνήτα τε βαθρὸν πολίων ἀσφαλὲς Δίκα καὶ Εἰρήνα O. 13.7
φιλόφρον Ἡσυχία, Δίκας ὦ μεγιστόπολι θύγατερ P. 8.1
κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ Δίκα παρέστακε P. 8.71
-
11 νόμιμος
-
12 σφέτερος
a his, their own (the reference is to the subject of the sentence, except in P. 10.38)νιν παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι δαμασιμβρότου αἰχμᾶς O. 9.78
τοῖσι μὲν ἐξεύχετ' ἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν O. 13.61
σφετέρας ἐστάθη γνώμας ἀταρβάκτοιο πειρώμενος P. 4.83
σφετέρας δ' οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης I. 6.33
Ἀχιλεύς, οὖρος Αἰακιδᾶν, Αἴγιναν σφετέραν τε ῥίζαν πρόφαινεν I. 8.56
ἄλλα δ' ἄλλοισιν νόμιμα, σφετέραν δ αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 2. -
13 λαός
-οῦ + ὁ N 2 379-705-437-277-266=2064 Gn 14,16; 19,4; 23,7.12.13stereotypical rendition of עם; people (of Israel) (in opp. to other nations, גוים τὰ ἔθνη) Ex 12,33; men, people Gn 14,16; people, army Jos 10,5; people (opp. of priests and Levites) 1 Ezr 5,45; a people Gn 25,23*Jer 28(51),11 λαοῦ αὐτοῦ of his people corr. ναοῦ αὐτοῦ for MT היכלו of his temple, see also Ps 47(48),10, cpr. Jer 37 (30),18, see ἔθνος; *1 Kgs 12,28 πρὸς τὸν λαόν to the people-העם אל for MTאלהם to them, cpr. 1 Kgs 18,40; *1 Chr 19,6 λαός the people-ַעםfor MT ִעםto or with, see also 1 Sm14,45, 2 Sm 1,2, 1 Chr 12,19, 2 Chr 1,14, Hos 12,1, Ps 86 (87),4; *Ez 9,9 λαῶν peoples-עמים for MTדמים blood, see also Ez 7,23; *Mi 6,15(16) νόμιμα λαοῦ μου the laws of my people-עמי חקות for MT עמרי חקות the laws of Omri (double transl. of the Hebr.); *Ps 27(28),8 τοῦ λαοῦ αὐτοῦ of his people- לעמו for MT למו for him?Cf. BARR 1961, 234-235; CLARYSSE 1976, 195; DOGNIEZ 1992 237(Dt 20,1); HARL 1986a 58-59. 159-160.207.249; 1992=1993 188; LE BOULLUEC 1989, 199; MONTEVECCHI 1979b, 51-67; ROST 1967, 112-118; SPICQ 1978a, 468-471; VAN-DERSLEYEN 1973, 339-349; WEVERS 1993 163.391; →NIDNTT;TWAT; TWNT -
14 μεταβάλλω
+ V 13-2-4-5-8=32 Ex 7,17.20; 10,19; Lv 13,3.4A: to change, to alter [intr.] Ex 7,17; id. [τι] Ex 10,19; to turn into, to change to [τι +pred.] Lv 13,10; to turn [+pred.] Lv 13,3; id. [εἴς τι] Lv 13,17; to come to, to turn to [εἴς τινα] Is 60,5M: to turn oneself, to turn Jos 8,21; to change one’s mind 4 Mc 6,24; to turn into [εἴς τι] Wis 19,19μεταβαλὼν τὰ νόμιμα who abandoned the observance of the law 3 Mc 1,3; μεταβάλλει τὸ πρόσωπον his face grows pale Is 29,22*Is 13,8 μεταβαλοῦσιν they will change-⋄פנה (verb)? for MT פניהם ⋄פנה (subst.) their faces; *Jb 10,8 μετὰ ταῦτα μεταβαλών subsequently you changed your mind-סבב אחר for MT סביב יחד together all around?see μεταπίπτω -
15 νόμιμος,-η/ος,-ον
A 40-0-16-3-15=74 Gn 26,5; Ex 12,14.17.24; 27,21conform to the law 2 Mc 4,11; (τὸ) νόμιμον ordinance Ex 12,14; τὰ νόμιμα the laws, the statutes Gn 26,5; the customs Jer 10,3Cf. BLANK 1930, 277-278; DORIVAL 1994, 170-171; HARL 1986a, 54.211; LE BOULLUEC 1989 43.147-148; WEVERS 1993, 400 -
16 βαρβαρικός
A barbaric, non-Greek,χείρ Simon.136
; (Didyma, Seleucus I); τὸ β., = οἱ βάρβαροι, Th.1.6, 7.29;τὰ β. ἔθνη Arist.Pol. 1257a25
, etc.; νόμιμα β. leges barbarorum, name of a treatise by Arist.;νόμοι λίαν ἁπλοῖ καὶ β. Pol. 1268b40
; esp. of the Persians, X.An.1.5.6;ἐς τὸ β.
in barbaric fashion,Luc.
D Mort. 27.3; β. ἐπιδρομή inroad of barbarians, P Masp.321.5 (vi A. D.); more in the Persian fashion,Arr.
An.4.8.2: [comp] Sup. - ώτατος Sch.Th.7.29. Adv., ἐβόα καὶ -κῶς καὶ Ἑλληνικῶς, i. e. both in Persian and Greek, X.An.1.8.1, cf. Phld.Lib.p.13 O.;κεκλημένον β.
in the language of the country,Arist.
Mir. 846a32; in foreign fashion, App. Hisp.72.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρβαρικός
-
17 βλαστάνω
βλαστάνω, S.OC 611, etc. (later [full] βλαστέω, Thphr.CP2.17.4(interpol. in A. Ch. 589, corrupt in [voice] Pass.A- ουμένη S.Fr.255.7
)); [dialect] Ion. [tense] impf. βλαστάνεσκε (v.l. βλάστεσκεν) Id.Fr. 546: [tense] fut.βλαστήσω Thphr.HP 2.7.2
,βλαστήσομαι Alex.
Trall.12: [tense] aor. 2 , etc.: [tense] aor. 1ἐβλάστησα Emp.21.10
, Hp.Nat.Puer.26, etc. (not in [dialect] Att.): [tense] pf.βεβλάστηκα Id.Oss.12
, Hellanic. 1 (b) J., Plu.2.684c; (lyr.), Eup.329: [tense] plpf.ἐβεβλαστήκει Th.3.26
:—bud, sprout, grow, prop. of plants, A. Th. 594, S.OC 697 (lyr.), Th.l.c., Ar.Nu. 1124, etc.; ἦ βλαστὸς οὐκ ἔβλαστεν; S.Fr. 341;εἰς ἴα σου.., καὶ ἐς κρίνα βλαστήσειεν ὀστέα IG14.607
([place name] Carales).2 metaph.in Poets, shoot forth, come to light, βλάστε νᾶσος ἐξ ἁλός, of Rhodes, Pi.O.7.69; of children, to be born, Id.N.8.7; ἀνθρώπου φύσιν βλαστών born in man's nature, S.Aj. 761, cf. OT 1376, El. 440;ἄργυρος κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε Id.Ant. 296
;β. δ' ἀπιστία Id.OC 611
;μέγιστ' ἔβλαστε νόμιμα Id.El. 1095
(lyr.); not common in Prose, Th. l.c., Pl.R. 498b, Phdr. 251b, Iamb.Myst.3.28.II causal, make to grow, produce, propagate, in [tense] pres., Hp.Alim.54: metaph., β. χάριτες εὔνοιαν Aristeas 230: mostly [tense] aor.1ἐβλάστησα A.R.1.1131
;θεὸς.. ἄμπελον ἐβλάστησεν Nonn.D.36.356
, cf. LXX Ge.1.11, Nu.17.8:—[voice] Pass.,βλαστηθείς Ph.1.667
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλαστάνω
-
18 διαιτάω
Aδιῄτων D.H.2.75
, alsoἐδιαίτων AB91
, in compos.κατ-εδιῄτα D.49.19
: [tense] fut.διαιτήσω Id.29.58
: [tense] aor. 1διῄτησα Is.2.31
, Plu.Pomp.12, etc.;ἀπ-εδιῄτησα Is.12.12
, D.40.17;κατεδ- Id.21.84
,96;μετεδ- Luc.DMort.12.3
; [dialect] Dor.διαίτᾱσα Pi.P.9.68
: [tense] pf.δεδιῄτηκα D.33.31
: [tense] plpf.κατ-εδεδιῃτήκει Id.21.85
:—[voice] Med. and [voice] Pass., [tense] impf.διῃτώμην Pl.Com.168
, Lys.32.8, etc., but [ per.] 2sg.ἐδιῃτῶ Lib.Or.64.93
; [dialect] Ion. διαιτώμην, -ᾶτο, Hdt.3.65, 4.95, part.διαιτεύμενος Hp.Ep.19
( Hermes53.64): [tense] fut.διαιτήσομαι Lys.16.4
:—pass. forms, [tense] aor.διῃτήθην Th.7.87
, Is.6.15;διαιτήθην Hdt.2.112
([tense] aor. [voice] Med. only κατα-): [tense] pf.δεδιῄτημαι Th.7.77
, laterδιῄτημαι Hdn.6.9.5
, Gal.6.249: [tense] plpf.ἐξεδεδιῄτητο Th.1.132
.—The double augm. and redupl. is the rule in compds., but in the simple Verb occurs only in [tense] pf. (but δεδιαίτ- in Arist.Ath.53.4 Pap.) and [tense] plpf.:—treat,τινά πως Hp.Aph.1.7
;δ. τοὺς νοσοῦντας οἵκοι Plu.Cat.Ma.23
;κατὰ ποτόν δ. Hp.Epid.3.9
:—[voice] Pass.,διαιτᾶται σκέλος Id.Art.58
, cf. Porph. Abst.1.2.2 [voice] Med. and [voice] Pass., lead one's life, live,ἐπ' ἀγροῦ Hdt. 1.120
, cf. 123, Th.1.6;παρά τινι Hdt.2.112
, S.OC 928; τοὐν δόμοισιν ἦν διαιτᾶσθαι γλυκύ ib. 769; ἄνω, κάτω, live up or down-stairs, Lys.1.9;ἐν Πειραιεῖ Id.32.8
;ἐν πύργῳ Aen.Tact.11.3
;πολλὰ ἐς θεοὺς νόμιμα δ.
live in the observance of..,Th.
7.77; ἐν ὅπλοις ἀεὶ καὶ πολεμικοῖς ἔργοις διῃτημένος Hdn.l.c.;δ. ἀκριβῶς And.4.32
;ἀνειμένως Th.2.39
, cf. 1.6, etc.;δίαιταν δ. μοχθηράν Pl.Ep. 330c
.II to be arbiter or umpire, Is.2.29: c. inf., διῄτησαν ἡμᾶς ἀποστῆναι ib. 31;οὗτος διαιτῶν ἡμῖν D.21.84
: c. acc. cogn.,δ. δίαιταν Arist.Ath. 53.5
; also οἱ τὴν Οἰνηΐδα διαιτῶντες the panel of arbitrators for the tribe Oeneis, D.47.12.2 c. acc. rei, arbitrate on,παισὶ φιλήματα Theoc.12.34
;νείκη D.H.7.52
.b decide, prove a thing, Pi.P. 9.68.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαιτάω
-
19 δύναμαι
Aδύνασαι Il.1.393
, Od.4.374, S.Aj. 1164 (anap.), Ar.Nu. 811 (lyr.), Pl. 574, X.An.7.7.8, etc.;δύνῃ Carm.Aur.19
, also in codd. of S.Ph. 798, E.Hec. 253, Andr. 239, and later Prose, Plb. 7.11.5, Ael.VH13.32; [dialect] Aeol. and [dialect] Dor.δύνᾳ Alc.Oxy.1788
Fr.15 ii 16, Theoc.10.2, also S.Ph. 849 (lyr.), dub. in OT 696 (lyr.); δύνῃ is subj., Ar.Eq. 491, cf. Phryn.337; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.δυνέαται Hdt.2.142
; subj. δύνωμαι, [dialect] Ion. [ per.] 2sg.δύνηαι Il.6.229
( δυνεώμεθα -ωνται as vv.ll. in Hdt.4.97, 7.163); alsoδύνᾱμαι Sapph.Supp.3.3
, GDI 4952A 42 ([place name] Crete): [tense] impf. [ per.] 2sg. , X.An.1.6.7; laterἐδύνασο Hp.Ep.16
(v.l. ἠδ.), Luc.DMort.9.1; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.ἐδυνέατο Hdt.4.110
, al. ( ἠδ- codd.): [tense] fut.δυνήσομαι Od.16.238
, etc.; [dialect] Dor.δυνᾱσοῦμαι Archyt.3
; laterδυνηθήσομαι D.C.52.37
: [tense] aor.ἐδυνησάμην Il.14.33
, [dialect] Ep.δυν- 5.621
; subj.δυνήσωνται Semon.1.17
, never in good [dialect] Att., f. l. in D.19.323: [voice] Pass. forms, [dialect] Ep., [dialect] Ion., Lyr., ἐδυνάσθην orδυνάσθην Il.23.465
, al., Hdt.2.19, al., Pi.O.1.56, Hp.Art.48 (v.l. δυνηθείη), also in X.Mem.1.2.24, An.7.6.20; Trag. and [dialect] Att. Prose , OT 1212 (lyr.), E. Ion 867 (anap.), D.21.80,186: [tense] pf.δεδύνημαι D.4.30
, Din.2.14, Phld.Rh.1.261S.—The double augment ἠδυνάμην is [dialect] Att. acc. to Moer.175, but [dialect] Ion. acc. to An.Ox.2.374, and is found in codd. of Hdt.4.110, al., Hp.Epid.1.26.β', al.; ἠδύνω is required by metre in Philippid.16; but is not found in [dialect] Att. Inscrr. before 300 B.C., IG22.678.12, al., cf. ἠδύνασθε ib.7.2711 (Acraeph., i A.D.); both forms occur in later writers: ἠδυνήθην occurs in A.Pr. 208, and codd. of Th.4.33, Lys.3.42, etc.: δύνομαι is a late form freq. in Pap. as UPZ9 (ii B. C.), al. [[pron. full] ῠ, exc. inδῡναμένοιο Od.1.276
, 11.414, Hom. Epigr.15.1, and pr. n. Δῡναμένη, metri gr.]I to be able, strong enough to do, c. inf. [tense] pres. et [tense] aor., Il.19.163, 1.562, etc.: [tense] fut. inf. is f.l. ( πείσειν for πείθειν ) in S.Ph. 1394, ( κωλύσειν for κωλῦσαι) Plb.21.11.13, etc.: freq. abs., with inf. supplied from the context, εἰ δύνασαί γε if at least thou canst (sc. περισχέσθαι), Il. 1.393: also c. acc. Pron. or Adj., ; [Ζεὺς] δύναται ἅπαντα Od.4.237
; μέγα δυνάμενος very powerful, mighty, 1.276, cf. 11.414;δ. μέγιστον ξείνων Hdt.9.9
, etc.; μέγα δύναται, multum valet, A.Eu. 950 (lyr.);δ. Διὸς ἄγχιστα Id.Supp. 1035
; οἱ δυνάμενοι men of power, rank, and influence, E.Or. 889, Th.6.39, etc.; οἱ δυνάμενοι, opp. οἱ μὴ ἔχοντες, Democr.255; opp. οἱ πένητες, Archyt. 3; δυνάμενος παρά τινι having influence with him, Hdt.7.5, And. 4.26, etc.;δύνασθαι ἐν τοῖς πρώτοις Th.4.105
; δ. τοῖς χρήμασι, τῷ σώματι, Lys.6.48, 24.4; ὁ δυνάμενος one that can maintain himself, Id.24.12; of things, [διαφέρει] οἷς δύνανται differ in their potentialities, Plot.6.3.17.2 of moral possibility, to be able, dare, bear to do a thing, mostly with neg.,οὔτε τελευτὴν ποιῆσαι δύναται Od.1.250
;σε.. οὐ δύναμαι προλιπεῖν 13.331
, cf. S.Ant. 455; ;οὐδὲ σθένειν τοσοῦτον ᾠόμην τὰ σὰ κηρύγμαθ' ὥστε.. θεῶν νόμιμα δύνασθαι.. ὑπερδραμεῖν S.Ant. 455
.3 with ὡς and [comp] Sup., ὡς ἐδύναντο ἀδηλότατα as secretly as they could, Th.7.50; ὡς δύναμαι μάλιστα κατατείνας as forcibly as I possibly can, Pl.R. 367b;ὡς δύναιτο κάλλιστον Id.Smp. 214c
;ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων D.27.3
, etc.; simply ὡς ἐδύνατο in the best way he could, X.An.2.6.2: with relat.,ὅσους ἐδύνατο πλείστους ἀθροίσας Id.HG2.2.9
;λαβεῖν.. οὓς ἂν σοφωτάτους δύνωμαι Alex. 213
.1 of money, to be worth, c. acc.,ὁ σίγλος δύναται ἑπτὰ ὀβολούς X.An.1.5.6
, cf. D.34.23: abs., pass, be current, Luc.Luct.10.2 of Number, etc., to be equal or equivalent to,τριηκόσιαι γενεαὶ δυνέαται μύρια ἔτεα Hdt.2.142
; δυνήσεται τὴν ὑποτείνουσαν will be equivalent to the hypotenuse, Arist.IA 709a19.3 of words, signify, mean, Hdt.4.110, al.; .γ; δύναται ἴσον τῷ δρᾶν τὸ νοεῖν Ar. Fr. 691
; : in later Greek, δύναται τὸ μνασθέντι ἀντὶ τοῦ μνασθέντος" is equivalent to.., Sch.Pi.O.7.110.b avail to produce, οὐδένα καιρὸν δύναται brings no advantage, E.Med. 128 (anap.), cf. Pl.Phlb. 23d.c of things, mean, 'spell', τὸ τριβώνιον τί δύναται; Ar.Pl. 842; αἱ ἀγγελίαι τοῦτο δύνανται they mean this much, Th.6.36;τὴν αὐτὴν δ. δούλωσιν Id.1.141
, cf. Arist.Pol. 1313b25.4 Math., δύνασθαί τι to be equivalent when squared to a number or area, τοῖς ἐπιπέδοις ἃ δύνανται in the areas of which they [the lines] are the roots, Pl.Tht. 148b; ἡ ΒΓ τῆς Α μεῖζον δύναται τῇ ΔΖ the square on ΒΓ is greater than the square on A by the square on ΔΖ, Euc.10.17; αἱ δυνάμεναι αὐτά [τὰ μεγέθη] the lines representing their square roots, ib.Def.4, cf. Prop. 22; αὐξήσεις δυνάμεναί τε καὶ δυναστευόμεναι increments both in the roots and powers of numbers, Pl.R. 546b;τὴν ὑποτείνουσαν ταῖς περὶ τὴν ὀρθὴν ἴσον δυναμένην Plu.2.720a
, cf. Iamb.Comm.Math.17; ἡ δυναμένη, Pythag. name for the hypotenuse of a right-angled triangle, Alex.Aphr.in Metaph.75.31.b of numbers multiplied together, come to, Papp.1.24,27.III impers., οὐ δύναται, c. [tense] aor. inf., it cannot be, is not to be,τοῖσι Σπαρτιήτῃσι καλλιερῆσαι οὐκ ἐδύνατο Hdt. 7.134
, cf.9.45; δύναται it is possible, Plu.2.440e (s. v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύναμαι
-
20 ζῶ
ζῶ ([var] contr. fr. ζώω: ζάω only in Gramm., EM410.38), ζῇς (Choerob. in Theod.2.28), ζῇ, ζῆτε (but ζῆς, ζῆ acc. to Anon. ap. EM410.48, Sophronius ap.Choerob.in Theod.2.416); imper.Aζῆ S.Fr. 167
, E.IT 699, ζῆθι (as if from ζῆμι, cf. EM l.c.) Pherecr.11 D., Men.Mon. 191, AP10.43,σύ-ζηθι Philem.
ap. Et.Gen. s.v. ζῆ; opt. ζῴην; inf. ζῆν: [tense] impf. , Ar.Ra. 1072; ἔζην in most codd. of D.24.7 is a form suggested by ἔζης, ἔζη; [ per.] 3pl. , Pl.Lg. 679c: [tense] fut. , Pl.R. 465d, Men.Mon. 186, [Epich.] 267,ζήσομαι Hp.Nat.Puer.30
, D.25.82, Arist.Pol. 1327b5: [tense] aor. 1ἔζησα Hp. Prog.1
, AP7.470 (Mel.), Plu.2.786a, etc.: [tense] pf. , D.H.5.68, etc.: but in [dialect] Att. [tense] aor. and [tense] pf. are mostly supplied from βιόω.- Exc. part. ζῶντος, Il.1.88, Hom. always uses the [dialect] Ep. [dialect] Ion. Lyr. [tense] pres. [full] ζώω (also in Pi.O.2.25, Hdt.7.46, al., Diog.Apoll.4, Herod.2.29, IG12(8).600.9 ([place name] Thasos), and Trag. (in lyr.), S.El. 157, OC 1213, cf. BCH47.95 ([place name] Cavalla), Bull.Soc.Arch.Bulg.7.13 ([place name] Macedonia); subj.ζώῃ IG12(8).262.12
(Thasos, v B.C.), cf. Schwyzer 339, al. (Delph.), [var] contr.ζῷ Berl.Sitzb.1927.161
([place name] Cyrene); Cret. [full] δώω Leg.Gort.4.21, al.); inf. ζωέμεναι, -έμεν, Od.7.140,24.436: [tense] impf.ἔζωον 22.245
, Hes.Op. 112, Hdt.4.112; [dialect] Ion.ζώεσκον Hes.Op.90
, Bion 1.30: [tense] aor. 1 ἔζωσα ([etym.] ἐπ-) Hdt.1.120; inf.ζῶσαι IG11(4).1299
([place name] Delos): [tense] pf. part.ἐζωκότα BMus.Inscr.1009
([place name] Cyzicus); inf.ζόειν Semon.1.17
: [tense] impf.ζόεν AP13.21
(Theodorid.). (Root g[uglide]iē-, g[uglide]iō- also in βίος and ὑγιής (q.v.).)I prop. of animal life, live, Hom. (v. infr.), etc.; also of plants,τὸ ζῆν κοινὸν εἶναι φαίνεται καὶ τοῖς φυτοῖς Arist.EN 1097b33
; ἐλέγχιστε ζωόντων vilest of living men, Od.10.72;ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο Il. 24.558
; , cf. Od.16.439;ζῶν καὶ βλέπων A.Ag. 677
;ζώει τε καὶ ἔστιν Od.24.263
;ζώντων καὶ ὄντων D. 18.72
; ;ζῶσα πόλις καὶ ἐγρηγορυῖα Id.Lg. 809d
;ζῶν καὶ ἔμψυχος Id.Phdr. 276a
; ῥεῖα ζώοντες living at ease, of the gods, Il.6.138, al.; ζῶν κατακαυθῆναι to be burnt alive, Hdt.1.86: c. acc. temp.,ζ. ἤματα πάντα h.Ven. 221
, etc.;ὀλίγα ἔτεα Hdt.3.22
: c. dat. modi, δμῶες.. ἄλλα τε πολλὰ οἷσίν τ' εὖ ζώουσι whereby men live in comfort, Od.17.423, cf. D.60.5;κοράκων πονηρίᾳ Ar.Th. 868
; ἐπὶ τοῖς αἰσχίστοις ἔργοις, ἐπὶ τοῖς παροῦσιν ἀγαθοῖς, And.1.100, Isoc.10.18; also ζῆν ἀπό τινος to live on a thing, Thgn. 1156, Hdt.1.216, 2.36,4.22, Ar. Pax 850, etc.; , D. 57.36, 1 Ep.Cor.9.14: c. part.,ζῆν συκοφαντῶν And.1.99
;ἐργαζόμενοι Arist.Pol. 1292b27
: c. dat. commodi, ζῆν ἑαυτῷ for oneself, dub. l. in E. Ion 646, cf. Ar.Pl. 470, Men.507; τὸ ζῆν,= ζωή, A.Pr. 681, Pl. Phd. 77d (without Art.εἰς ἕτερον ζ. Id.Ax. 365d
);διὰ παντὸς τοῦ ζῆν Ep.Hebr.2.15
; also, a living,τὸ ζ. οὐκ ἔχομεν OGI515.57
(Mylasa, iii A.D.); ζήτω ὁ βασιλεύς long live the king, LXX 1 Ki.10.24; βασιλεῦ, εἰς τὸν αἰῶνα ζῆθι ib.Da.3.9; asseverations, ζῶ ἐγώ, καὶ ζῶν τὸ ὄνομά μου, καί.. ib.Nu.14.21; ζῇ κύριος, εἰ.., ὅτι.. , ib.1 Ki.19.6, 29.6; ζῇ ἡ ψυχή σου, εἰ οἶδα ib.17.55.2 = βιόω, live, pass one's life, c. acc. cogn.,ζώεις δ' ἀγαθὸν βίον Od.15.491
;ζ. βίον μοχθηρόν S.El. 599
, cf. E.Med. 249, Ar.V. 506, etc.;ζόην τὴν αὐτήν Hdt.4.112
, cf. Pl.R. 344e;τὸν βίον ἀσφαλῶς Philem.213.5
;ἥδιστον ἀνθρώπων βίον S.Fr.583.4
;νυμφίων βίον Ar.Av. 161
; alsoζ. ἀβλαβεῖ βίῳ S.El. 650
, cf.Tr. 168; ; ;ζ. δοῦλος Id.OT 410
; ἐκ τῶν ἄλλων ὧν ἔζης from the other acts of your life, D.21.134; ποιεῖσθαι φθόνον ἐξ ὧν ζῇς ib.196.3 [tense] aor. 1 ἔζησα, causal, quicken,ἐν τῇ ὁδῷ σου ζῆσόν με LXXPs.118(119).37
, al.II live in the fullest sense,δι' ὧν ζῆν ἐπιστάμεθα X.Mem.3.3.11
, etc.;βιοὺς μὲν ἔτη τόσα, ζήσας δὲ ἔτη ἑπτά D.C.69.19
; in religious or mystical sense, Ep.Rom.7.9, al., cf. Ramsay Cilies and Bishoprics 2p.565 (Phryg.); , etc.: freq. metaph. of things, to be in full vigour,ὄλβος ζώει μάσσων Pi.I.3.5
;ἄτης θύελλαι ζῶσι A.Ag. 819
;ζῶντι χρώμενος ποδί S.Fr. 790
; [μαντεῖα] αἰεὶ ζῶντα περιποτᾶται Id.OT 482
; ἀεὶ ζῇ ταῦτα [νόμιμα] Id.Ant. 457; τὰς ξυμφορὰς τῶν βουλευμάτων ζώσας μάλιστα have most living power, Id.OT45;λόγια ζῶντα Act.Ap.7.38
; ; ζῶσα φλόξ living fire, E.Ba.8; ὕδωρ ζῶν spring water, LXXNu.5.17 (and metaph., Ev.Jo.4.10);ζώσης φωνῆς Cic.Att.2.12.2
.
См. также в других словарях:
νόμιμα — επίρρ. τροπ., σύμφωνα με το νόμο: Νόμιμα κατέχω το κτήμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νόμιμα — νόμιμος conformable to custom neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομίμας — νομίμᾱς , νόμιμος conformable to custom fem acc pl νομίμᾱς , νόμιμος conformable to custom fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόμιμ' — νόμιμα , νόμιμος conformable to custom neut nom/voc/acc pl νόμιμε , νόμιμος conformable to custom masc voc sg νόμιμαι , νόμιμος conformable to custom fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκμήριο — Όρος που δηλώνει στη νομική γλώσσα τη λογική κρίση κατά την οποία ξεκινώντας από ένα γνωστό γεγονός, δεχόμαστε την ύπαρξη ενός άγνωστου γεγονότος. Τα τ. διακρίνονται σε νόμιμα και δικαστικά: στα πρώτα η λογική επαγωγή προκαθορίζεται από τον ίδιο… … Dictionary of Greek
νόμιμος — η, ο, θηλ. και ος (ΑΜ νόμιμος, ίμη, ον, Α θηλ. και ος) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κατά τους νομικούς θεσμούς, έννομος, σύμφωνος με τον νόμο (α. «νόμιμος γάμος» β. «νόμιμοι ἔρωτες», Γοργ.) 2. αυτός που τηρεί τους νόμους («νόμιμος καὶ κόσμιος» … Dictionary of Greek
έννομος — η, ο (AM ἔννομος, ον) ο καθορισμένος από τον νόμο, αυτός που ακολουθεί τον νόμο, που είναι σύμφωνος με τον νόμο, νόμιμος (α. «έννομη τάξη» β. «ἔννομα γὰρ πείσονται» θα υποστούν τα νόμιμα, Θουκ.) αρχ. 1. αυτός που τηρεί τους νόμους, που δεν… … Dictionary of Greek
ανακοπή — Η παρεμπόδιση, η αναστολή, η συγκράτηση, η αναχαίτιση. (Ιατρ.)Η απότομη διακοπή της λειτουργίας ενός οργάνου, ιδιαίτερα της καρδιάς ή των πνευμόνων ή και των δύο. Η α. της καρδιάς μπορεί να εμφανιστεί ως καρδιακή ασυστολία (απουσιάζει τελείως η… … Dictionary of Greek
Νυμφόδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γυναικάδελφος του βασιλιά των Θρακών Σιτάλκη (5ος αι. π.Χ.). Επειδή ο Ν. είχε μεγάλη επιρροή στον γυναικάδελφο του Σιτάλκη, οι Αθηναίοι τον έκαναν πρόξενό τους (431 π.Χ.) κι αυτός κατόρθωσε να κάνει τον Σιτάλκη… … Dictionary of Greek
νόμιμος — η, ο 1. ο σύμφωνος με τους νόμους: Νόμιμος γάμος. – Νόμιμη ενέργεια. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., νόμιμα οι διατάξεις των νόμων: Σύμφωνα με τα διεθνή νόμιμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Himera — (Greek: polytonic|Χειμέρα), was an important ancient Greek city of Sicily, situated on the north coast of the island, at the mouth of the river of the same name (the modern Grande), between Panormus (modern Palermo) and Cephaloedium (modern… … Wikipedia