Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νόμιμα

См. также в других словарях:

  • νόμιμα — επίρρ. τροπ., σύμφωνα με το νόμο: Νόμιμα κατέχω το κτήμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νόμιμα — νόμιμος conformable to custom neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομίμας — νομίμᾱς , νόμιμος conformable to custom fem acc pl νομίμᾱς , νόμιμος conformable to custom fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόμιμ' — νόμιμα , νόμιμος conformable to custom neut nom/voc/acc pl νόμιμε , νόμιμος conformable to custom masc voc sg νόμιμαι , νόμιμος conformable to custom fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκμήριο — Όρος που δηλώνει στη νομική γλώσσα τη λογική κρίση κατά την οποία ξεκινώντας από ένα γνωστό γεγονός, δεχόμαστε την ύπαρξη ενός άγνωστου γεγονότος. Τα τ. διακρίνονται σε νόμιμα και δικαστικά: στα πρώτα η λογική επαγωγή προκαθορίζεται από τον ίδιο… …   Dictionary of Greek

  • νόμιμος — η, ο, θηλ. και ος (ΑΜ νόμιμος, ίμη, ον, Α θηλ. και ος) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κατά τους νομικούς θεσμούς, έννομος, σύμφωνος με τον νόμο (α. «νόμιμος γάμος» β. «νόμιμοι ἔρωτες», Γοργ.) 2. αυτός που τηρεί τους νόμους («νόμιμος καὶ κόσμιος» …   Dictionary of Greek

  • έννομος — η, ο (AM ἔννομος, ον) ο καθορισμένος από τον νόμο, αυτός που ακολουθεί τον νόμο, που είναι σύμφωνος με τον νόμο, νόμιμος (α. «έννομη τάξη» β. «ἔννομα γὰρ πείσονται» θα υποστούν τα νόμιμα, Θουκ.) αρχ. 1. αυτός που τηρεί τους νόμους, που δεν… …   Dictionary of Greek

  • ανακοπή — Η παρεμπόδιση, η αναστολή, η συγκράτηση, η αναχαίτιση. (Ιατρ.)Η απότομη διακοπή της λειτουργίας ενός οργάνου, ιδιαίτερα της καρδιάς ή των πνευμόνων ή και των δύο. Η α. της καρδιάς μπορεί να εμφανιστεί ως καρδιακή ασυστολία (απουσιάζει τελείως η… …   Dictionary of Greek

  • Νυμφόδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γυναικάδελφος του βασιλιά των Θρακών Σιτάλκη (5ος αι. π.Χ.). Επειδή ο Ν. είχε μεγάλη επιρροή στον γυναικάδελφο του Σιτάλκη, οι Αθηναίοι τον έκαναν πρόξενό τους (431 π.Χ.) κι αυτός κατόρθωσε να κάνει τον Σιτάλκη… …   Dictionary of Greek

  • νόμιμος — η, ο 1. ο σύμφωνος με τους νόμους: Νόμιμος γάμος. – Νόμιμη ενέργεια. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., νόμιμα οι διατάξεις των νόμων: Σύμφωνα με τα διεθνή νόμιμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Himera — (Greek: polytonic|Χειμέρα), was an important ancient Greek city of Sicily, situated on the north coast of the island, at the mouth of the river of the same name (the modern Grande), between Panormus (modern Palermo) and Cephaloedium (modern… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»