-
1 μαστοί
μαστόςb: masc nom /voc pl -
2 μαστός
-οῦ + ὁ N 2 1-0-11-19-4=35 Gn 49,25; Is 28,9; 32,12; 66,11; Jer 18,14(women’s) breast Gn 49,25; id. (metaph.) Is 66,11οἱ ἀπεσπασμένοι ἀπὸ μαστοῦ those that are drawn from the breast, those that have been weaned Is 28,9*Jer 18,14 μαστοί breasts, prominent parts? or fertilizing streams? (metaph.)-דישׁ for MT דישׂ fields?;*Ez 16,4 τοὺς μαστούς σου your breasts-דיךשׁ for MT רךשׁ your umbilical cord; *Ct 1,2 μαστοί σουyour breasts-ְך/ִי דַּ דַּ⋄דדַּfor MT ָך/ֶדי ֹדּ ⋄דוֹדּ your love, see also Ct 1,4; 4,10; 7,13 -
3 ἀνορθόω
+ V 0-6-3-5-2=16 2 Sm 7,13.16; 1 Chr 17,12.14.24to set up again, to restore, to rebuild [τι] 2 Sm 7,13; to make stand upright [τι] Sir 27,14; to set up, to establish [τι] Jer 10,12; to set straight again, to set right, to correct [τινα] Ps 17(18),36οἱ μαστοὶ ἀνορθοῦνται the breasts grow firm Ez 16,7 -
4 ξηρός
-ά,-όν + A 11-4-15-4-8=42 Gn 1,9(bis).10; 7,22; Ex 4,9ἄγρωστις ξηρά dry grass, hay Is 9,17; χόρτος ξηρός id. Is 37,27; ἐποίησεν τὴν θάλασσαν ξηράν he made the sea dry Ex 14,21; μαστοὶ ξηροί dry breasts, breasts that do not suckle Hos 9,14Cf. HARL 1986a, 90(Gn 1,9); →NIDNTT -
5 γυναικικός
A womanish, Arist. Pr. 895a32, GA 766b32 ([comp] Comp.); more like those of women,Id.
HA 582a13. Adv.[suff] γῠναικ-κῶς Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικικός
-
6 θηλάζω
I of the mother or nurse, suckle, Phryn.Com.29, Lys.1.9, Arist.HA 576b10: abs., give suck,οἱ μαστοί, οἳ οὐκ ἐθήλασαν Ev.Luc.23.29
:—also in [voice] Med.,ἐπιμελεῖσθαι, ὅπως μέτριον χρόνον θηλάσονται Pl.R. 460d
, cf. Arist.HA 566b17; , cf. IG5(2).514.12 ([place name] Lycosura):—[voice] Pass., to be sucked,ὁ δελφὶς.. θηλάζεται ὑπὸ τῶν τέκνων Arist.HA 504b25
.II of the young animal, suck, Id.GA 733b29, etc.;ἐλέφαντος ὁ σκύμνος θ. τῷ στόματι Id.HA 578a22
; θηλάζων χοῖρος a sucking pig, Theoc.14.15; seldom of an infant, Orph.Fr.49.87.2 c. acc.,λεαίνας μασδὸν ἐθήλαξεν Theoc.3.16
;ἐὰν μὴ τύχῃ τεθηλακὼς ὁ ὄνος ἵππον Arist.HA 577b16
. (Written (iii B.C.).) -
7 κυδωνιάω
A swell like a quince,μαζὸς κυδωνιᾷ APl.4.182
(Leon.);κυδωνιῶντες οἱ μαστοὶ τὴν ἀμπεχόνην ἐξωθοῦσι Aristaenet.1.1
, cf. 3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυδωνιάω
-
8 οὖθαρ
A udder, Od.9.440, Hdt.4.2, Theoc. 8.42,69, etc.;καθιέναι τὸ οὖθαρ Arist.HA 523a1
; τὰ οὔθατα distd. from οἱ μαστοί by Plu.2.496c; eaten as a dish, ib.124f; later of women, breast, A.Ch. 532;ὡς οὖσα θῆλυς εἰκότως οὖ. φορῶ Telecl. 31
. -
9 πηγάζω
A spring, gush forth,πηγάζει τὸ διαυγὲς ἐν ὄμμασι APl.4.310
(Damoch.); πηγάζοντες μαστοί, φλέβες πηγάζουσαι, Ph.1.31,2.324.2 c. acc. cogn., gush forth with,νᾶμα μέλισσα πηγάζει AP9.404
(Antiphil.) ;π. ῥεῖθρα Heraclit.All.9
;[Ζεὺς] π. ζωὴν νοεράν Procl. in Cra.p.52
P. -
10 πλάγιος
A placed sideways, athwart,τριήρεις Th.7.59
, etc.; π. φορά oblique motion, Pl.Ti. 39a ; opp. ἀντία (direct), ib. 43e ; πλάγιον θεῖναί τι, opp. ὀρθόν, X.Oec.19.9 ; l.c.; μαστοὶ π. pointing sideways, Arist.PA 688a35 : Geom., π. διάμετρος transverse diameter, Apollon.Perg.Con.1 Def.1.5 ; π. πλευρά ib.1.14; τὰ π., of the regions round the celestial poles, as being transverse to the diurnal rotation, Arist.Cael. 285b12 ; horizontal,μεσηγὺ δύο στύλων στρωτῆρα π. εὖ προσδῆσαι Hp.Art.7
;πλάγι' ἐστὶ τἄλλα, τοῦτο δ' ὀρθὸν θηρίον Philem.3
; of window bars, opp. ἀντία, PCair.Zen.663.8 (iii B. C.); so ξύλον κρεμάσαι π. Paul.Aeg.6.99 ; π. Σελήνη, opp. ὀρθή, Cat.Cod.Astr.8(3).174; πλαγία φάλαγξ an army in march with extended front, transverse to the direction of march, Ascl.Tact.10.1, 11.1; also of ships,π. παραβάλλουσαι ἀλλήλαις Plb.1.22.9
;παρεδίδου π. [τὰς τριήρεις] τοῖς Ἕλλησι Plu.Them.14
;π. ὥσπερ πνεύματι παραδιδοὺς ἑαυτόν Id.2.28d
.2 πλάγια, τά, sides, flanks,τῆς Σκυθικῆς Hdt.4.49
; τὸ π., of the body, Arist.PA 657b21, IA 713b31.b esp. in military sense, τοῖς π. ἐπιέναι attack the flanks, Th.4.32 ; εἰς τὰ π. παραγαγεῖν, παραπέμψαι, to make an army file off right and left, X.An.3.4.14, 6.3.15 ; π. λαβεῖν τοὺς πολεμίους to take the enemy in flank, Id.Cyr.7.1.26, etc.;π. παραπορεύεσθαι Plb.6.40.7
.3 of ground, sloping, Gp.2.46.2.4 freq. with Preps. in adv. sense, εἰς τὸ π. sideways, [ῥὶς] ἐς τὸ π. κατάγνυται Hp.Art. 38
;δρέπανα εἰς π. ἀποτεταμένα X.An.1.8.10
;ἐς τὰ π. παραπλέοντες Th.7.40
; opp. εἰς τὸ ἀντίον, X.Eq.12.12 ; εἰς πλάγια, opp. καταντικρύ, Pl.Tht. 194b ; ἐκ πλαγίου, opp. καταντικρύ, Id.R. 598a ; ἐκ πλαγίου in flank, esp. in military sense, Th.4.33, 7.6, X.HG6.5.26 ; ἐκ τῶν π. Arist.Mete. 377b29; ἐκ π. Id.Pr. 912b28;ἐκ πλαγίων τῆς σκηνῆς LXX Nu.3.29
;ἐκ πλαγίας Arist.Mete. 372a11
; ἐν τῷ π. ib. 378a3 ; ἐπὶ τὸ π. Id.IA 712b17; πρόσθεν ἢ κατὰ <τὰ> πλάγια in front or in flank, X. Cyr.5.2.1: regul.Adv. - ίως rare, Aen.Tact.32.2 (cj.), Arist.Mech. 850b37, Luc.Symp.47 : neut. πλάγιον as Adv., Inscr.Prien.363.13 (iv B. C.), al.II metaph., crooked, treacherous,φρένες Pi.I.3.5
;σὺν πλαγίῳ κόρῳ στείχοντα Id.N.1.64
;πλάγια φρονεῖν E.IA 332
;πλάγιοι ταῖς ψυχαῖς Plb.4.8.11
; π. ἐν τῷ πολέμῳ wavering, Id.30.1.6, etc.; προβλήματα π. involving arrière-pensée, Hermog.Inv.4.13. Adv. - ίως, χρώμενοι ταῖς διαβολαῖς Plu.2.856c
; but simply, indirectly, by implication, Ph.2.173 ; with an innuendo, Plu.2.205b.III Gramm., πτῶσις πλαγία oblique case, Stoic.2.60: freq. in pl., D.H.Comp.6, A.D.Pron. 23.1,al., S.E.M.1.177.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλάγιος
-
11 σκληρός
σκληρός, ά, όν, also [dialect] Dor., Pi.O.7.29, Epich.[288], hyperdor. [full] σκλᾱρός Ti.Locr.104c:—I hard to the touch,ξύλον σ. ἢ μαλακόν Thgn.1194
; ἐλαία Pi.l.c.;γῆ A.Pers. 319
, cf. X.Oec.16.11; , etc.2 of sound, harsh,σκληρὸν ἐβρόντησε Hes.Th. 839
;βρονταί Hdt.8.12
;ἡ φωνὴ σκληροτέρα Arist.Aud. 801b38
, al.3 of taste and smell, harsh, bitter, σ. ὕδατα (springing from a rocky soil) Hp.Aër.1; soσκληρότατος ἀὴρ καὶ τόπος Plb.4.21.5
; of wine, dry, Ar.Fr. 579, Dsc. Alex.Praef.;ὀσμαί Thphr.CP6.14.12
([comp] Comp.): metaph.,σ. φράσις D.H.Pomp.2
.4 stiff, unyielding, opp. ὑγρός (lithe and supple),τιτθία σ. καὶ κυδώνια Ar.Ach. 1199
;σκληρότεροι μαστοί Arist.PA 688a27
;σκέλη X.Eq.1.6
; τί τὸ ὑγρὸν τοῦ χαλινοῦ καὶ τί τὸ ς. ib.10.10; of the hair (cf. σκληρόθριξ), Arist.HA 517b11 ([comp] Comp.), al.; σ. δέρμα, σάρξ, Id.PA 665a2, Phgn. 806b22, etc.; of persons, Pl.Tht. 162b, Smp. 196a, Plu.Ages.13, Luc.Salt.21; of dogs, X.Cyn.3.2; τράχηλος ib.5.30; οἱ τὸ σῶμα ς. Arist.Pr. 873a34, al.7 of a wind, strong, Ep.Jac.3.4, Poll.1.110, Ael.NA9.57.II metaph.,1 of things, hard, austere,μὴ τὰ μαλακὰ μῶσο, μὴ τὰ σ. ἔχῃς Epich.
l.c.; ;δίαιται E.Fr.525.5
;βίος Men.522
; τὰ ς. hard words, S.OC 1406;σ. συμφοραί E.Fr.684.3
;σκληρὰ μαλθακῶς λέγων S.OC 774
; τόνος ἀπηνὴς καὶ ς. Plu.Phoc.2; τὸ σ. = σκληρότης, ἡ δίαιτα.. ὑπερβάλλει ἐπὶ τὸ σ. Arist.Pol. 1270b33.2 of persons, harsh, austere, cruel, stubborn, S.Fr.24.7, Pl.Tht. 155e, Ti.Locr. l.c.; σ. ἀοιδός, of the Sphinx, S.OT36;σ. γὰρ αἰεί E.Alc. 500
;ὦ σ. δαῖμον Ar.Nu. 1264
; ; ἄγροικοι καὶ ς. Arist.EN 1128a9;σ. ψυχή S.Aj. 1361
, Tr. 1260(anap.);σ. ἄγαν φρονήματα Id.Ant. 473
; ; σ. θράσος stubborn courage, E.Andr. 261.III Adv., - ρῶς καθῆσθαι, i.e. on a hard seat, Ar.Eq. 783;εὐνάζεσθαι X. Cyn.12.2
.2 hardly, with difficulty, E.Fr.282.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκληρός
-
12 στῆθος
A breast, of both sexes, being the front part of the θώραξ, divided into two μαστοί (Arist.HA 493a12, PA 688a13, al.), Hom. and later (cf. στέρνον), esp. in Prose, rare (and usu. metaph.) in post-Homeric verse; found once in Pi., twice in B., twice in A., never in S. or E. (v. infr. 1, 11);βάλε σ. παρὰ μαζόν Il.4.480
;ἔβαλε σ. μεταμάζιον 5.19
; , cf. Pl.Ti. 69e, 79c (pl.), Prt. 352a (pl.): in pl., διὰ στήθεσφιν ([dialect] Ep. gen.)ἔλασσε Il.5.41
; στήθεά τ' ἠδ' ἁπαλὴν δειρήν (of Briseis) 19.285; of animals, 11.282, 16.163, al., cf. X.Cyn.4.1, Arist.HA 496a9, 15, al., PCair.Zen. 532.7,18 (iii B.C.), BGU469.7 (ii A.D.);σ. φάσσης ἑψημένης Sor.2.41
, cf. 1.51: as the seat of the voice and breath, Il.3.221, 9.610, B.5.15, A.Th. 563 (lyr.), 865 (anap.); more freq. as the seat of the heart, Il.1.189, Od.1.341, Sapph.2.6, etc.; chest, Hp.Prorrh. 1.70, Ar.Nu. 1012, 1017 (both anap.), Th.2.49 (pl.), Diocl.Fr.142, IG42(1).121.100 (pl., Epid., iv B.C.), freq. in Arist. (v. supr.), PEnteux. 79.7 (iii B.C.), PTeb.316.19 (i A.D.), Sor.1.70b, al.; τὰ σ. breasts of a woman, Hp.Mul.2.133.II metaph., the breast as the seat of feeling and thought, as we use heart, freq. in Hom., but always in pl.,θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινε Il.2.142
, al.;θάρσος ἐνὶ σ. ἐνῆκεν 17.570
; ἔχει κότον.. ἐν σ. ἑοῖσι 1.83;ἐν γάρ τοι σ. μένος πατρώϊον ἧκα 5.125
;νόον καὶ θυμὸν ἐνὶ σ. ἔχοντες 4.309
;μῆτιν ἐνὶ σ. κέκευθε Od. 3.18
, cf. Pi.Fr. 218, B.10.54: in Prose,εἰπεῖν ἃ ἔφησθα ἐν τῷ σ. ἔχειν Pl.Phdr. 236c
; πλῆρες τὸ σ. ἔχειν ib. 235c.III = στέρνον 111, breastbone, Hp.Art.14.2 ball of the foot, ib.55,58, cf. Epid.4.1, Ruf.Onom. 125;τὸ σαρκῶδες [τοῦ ποδὸς] κάτωθεν στῆθος Arist.HA 494a13
; ball of the hand (below the thumb), Ruf.Onom.86; (below the fingers), Gal.14.704; palm, dub. in Hp.Oss.9: cf. προστηθίς.IV breastshaped hill or bank, Plb.4.41.3, PMasp. 169b47 (vi A.D.), cf. Hsch. ( στῆθος has pan-Hellenic η, Sapph., Pi. ll.cc., IG42(1) l.c., Call. Lav.Pall.88, Theoc.2.79, 15.108, 135.) -
13 σύντονος
σύντονος, ον,A strained tight, ἔχειν τὸ ς. to be strained tight, X. Cyn.6.7; χορδὴν κατατείνας ς. Arist.GA 787b23.II intense,κεφαλῆς πόνος Hp.Coac. 156
;ἐπιθυμίαι τε καὶ ἔρωτες Pl.Lg. 734a
; σπουδή, ὄρεξις, Epicur.Sent.30, Fr. 483; ὀργαί, δείματα, Ti.Locr.102e, 104d;βήξ Aret.SA2.2
.2 of actions and the like , impetuous, eager, ;συντόνῳ.. αὐλῶν πνεύματι E.Ba. 126
(lyr.); σ. δραμήματα ib. 1091;τάχος -ώτερον Epicur.Ep.2p.46U.
; οἱ ἀπὸ κραιπάλης γέμοντες συντόνοις κινήσεσιν ἐλέγχονται jerking or violent movements, Sor.1.26, cf. Gal.6.153,413 ([comp] Comp.);τοῦ χειμῶνος τοὺς περιπάτους καὶ τὰ λοιπὰ γυμνάσια συντονώτερα δεῖ ποιεῖσθαι Diocl.Fr.141
;σ. πῦρ Arist.HA 560b2
; σ. πορεία forced march, Plb.5.47.4.3 of persons, earnest, eager, vehement, ἀνδρεῖος ὢν.. καὶ ς. Pl.Smp. 203d, cf. Arist.EN 1125a15; τὰ περὶ τὴν δίαιταν ἀκριβὴς καὶ ς. Plu.Cat.Mi.3.4 of Music, Μοῦσα ς. severe, opp. ἀνειμένη, Pratin.Lyr.5; τῶν Μουσῶν αἱ συντονώτεραι (sc. Heraclitus), opp. μαλακώτεραι, Pl.Sph. 242e; σ. ἁρμονίαι, opp. ἀνειμέναι καὶ μαλακαί, Arist.Pol. 1342b21, cf. a24, 1290a27: metaph., συντονωτέραν ποιεῖν τὴν πολιτείαν ib. 1304a21.IV Adv. - νως intensely, earnestly, βλέπειν, μένειν, Pl.Phdr. 253a, R. 539d; σ. ἰέναι eagerly, rapidly, Id.Ti. 88a; κτείνοντα συντόνως, of poisons, Diocl. Fr.145; τρέχειν, βαδίζειν, Arist.Pr. 882b1, MM 1188b22 ([comp] Comp.), al.;πορεύεσθαι Diocl.Fr.142
;ὁδοιπορεῖν Gal.16.496
;διογκούμενοι σ. οἱ μαστοί Sor.1.76
; σ. ζῆν strictly, Pl.R. 619b;ὀργίζεσθαι Phld.Ir. p.95
W.: also neut. pl. σύντονα intently, carefully, E.Hipp. 1361 (lyr.): [comp] Comp. , etc.; also- ωτέρως Thphr. Vent.58
: [comp] Sup.-ώτατα, τὸ θεῖον θεραπεύων Eun.VSp.502
B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύντονος
-
14 σύστασις
A bringing together, introduction, recommendation, πατρικὴν ἔχων ς. Plb.1.78.1; ἡ πρός τινα ς. Id.4.82.3, cf. SIG591.62 (Lampsacus. ii B.C.), D.H.Rh.5.2, Plu.Them.27;σ. τῆς πρός τινα εὐνοίας J.AJ15
.b.7; care, guardianship, ἔτινηπίας οὔσας ([etym.] ἀπέδωκεν[]) (ii B.C.); power of attorney, PTeb.317.14 (ii A.D.), etc.2 communication between a man and a god,ταῦτα σοῦ εἰπόντος τρίς, σημεῖον ἔσται τῆς συστάσεως τόδε PMag.Par.1.209
, cf. 220,260, al., PMag.Lond.47.1,121.505.II proof, Alex.Aphr.in Metaph.12.3, 409.16; confirmation, εἰς σύστασιν [ τῶν ἀξιωμάτων] καὶ πίστιν ib.271.14;σ. καὶ πίστεις τινός Hermog. Id.1.10
;πρὸς σύστασιν καὶ ἀσφάλειαν ἐπωμοσάμην PLond.1.77.62
(vi A.D.), cf. BGU1187.31 (i B.C.).B ([etym.] συνίσταμαι) standing together, close combat, conflict,ἐν τῇ σ. μάχεσθαι Hdt.6.117
, cf. 7.167; ἡ ἐν ταῖς συμπλοκαῖς μάχη καὶ ς. Pl.Lg. 833a;ἡ ἐκ σ. μάχη Hdn.4.15.3
;ὅταν.. σύστασιν ὁ ἀγὼν ἔχῃ Plu.Demetr.16
, cf. Aem.20: metaph., disturbance in the human body,καθάρσεων καὶ συστάσεων τοῦ σώματος ἀρίστη ἡ διὰ τῶν γυμνασίων Pl. Ti. 89a
;καταστεῖλαι τὴν σ. τὴν ἀπὸ τοῦ γυμνασίου Antyll.
ap. Orib.6.26.5; σ. ὅλου τοῦ σώματος (as a plague-symptom) Ruf. ap. eund.44.17.2; ξ. τῆς γνώμης conflict of mind, intense anxiety, Th.7.71;μένος μὲν ξ. τε σῶν φρενῶν δεινή E.Hipp. 983
; soἤν τις πόνος ἢ σ. γίνηται τῷ ἀνθρώπῳ Hp.Morb.Sacr.17
vulg. (f.l. for τάσις).2 meeting, accumulation, e.g. of humours,σ. οὑγροῦ περὶ τὴν ὑπερῴην Id.Coac. 233
; of water. Thphr.CP5.14.5 (pl.), cf. D.S.3.36; of winds, ib. 51, POxy.1768.9 (iii A.D., dub.): metaph., ; combination,τραγῳδίαν.. εἶναι τὴν τούτων σ. πρέπουσαν ἀλλήλοις Id.Phdr. 268d
.3 knot of men assembled, E.Andr. 1088 (pl.), Heracl. 415 (pl.); [full] κατὰ ξυστάσεις γιγνόμενοι forming into knots, Th.2.21, cf. X. Eq.7.19.b political union, more general than ἑταιρεία or σύνοδος, Isoc.3.54, cf. D.45.67; ἐθνικαὶ ς. national unions, Plb.23.1.3;κατὰ συστάσεις κωμάζειν D.C.Fr.39.7
.II composition, structure, constitution of a person or a thing,τῶ κόσμω Ti.Locr.99d
, cf. Pl.Ti. 32c; τῶν ὡρῶν, τῆς ψυχῆς, Id.Smp. 188a, Ti. 36d; of the parts of an animal, Arist.PA 646a20, GA 744b28, al.;σώματος Sor.1.111
;τῶν ἀτόμων Epicur.Nat.35
G.; ἡ περὶ τὴν κεφαλὴν ς. Pl.Ti. 75b; φυσικὴ ς. Arist. Cat. 9b18;ἡ σ. τῆς πόλεως Id.Pol. 1295b28
, cf. 1332a30;τῶν πραγμάτων Id.Po. 1450a15
; τοῦ μύθου ib. 1452a18; abs., plot of a drama, ib. 1453a31;τὴν σ. ἔχειν ἐκ τοῦ ψεύδους Phld.Rh.1.361
S.; περὶ τρόπων συστάσεως, title of work by Chrysipp.; προσώπου ς. expression of face, Plu.Per.5.b abs., political constitution, Pl.R. 546a, Lg. 702d, etc.c χωρίον ἀμπελικὸν ἐν συστάσει ἀρουρῶν ὅσων ἐστίν consisting of.., PGiss.56.7 (vi A.D.).2 coming into existence, formation, , cf. c;πόλεων σ. καὶ φθοράς Id.Lg. 782a
; ἡ ἐξ ἀρχῆς τῶν ὅλων ς. D.S.1.7, cf. Plu.2.427b;τὴν σ. λαμβάνειν Arist.HA 547b14
, Plb.6.4.13, etc.; of a river,τὴν ἀρχὴν τῆς σ. λαμβάνειν Id.9.43.1
;σ. ἐπιβουλῆς Id.6.7.8
.3 of bodies, density or consistency, πυκνότης καὶ ς., opp. ὑγρότης καὶ διάχυσις, Thphr.Vent. 58;σ. καὶ πῆξις Plu.2.130b
; degree of solidity, consistency,σπέρμα.. τρυφερὰν ἔτι καὶ νεοπαγῆ τὴν σ. ἔχον Sor.1.46
, cf. 58; solid knot or lump, [ μαστοὶ] θρομβώδεις συστάσεις ἔχοντες ib.88;μέχρι συστάσεως ἐμπλαστρώδους ἑψηθέν Gal.11.134
, cf. 6.249, Dsc.3.7;τὰ ὑδατωδῶς ὑγρὰ πάχος καὶ σ. μηδεμίαν ἔχοντα Gal.16.761
; λεαίνεται μέχρι ς. Orib.Fr.55.4 a substance, πλάττειν ἐκ πηλοῦ ζῷον ἤ τινος ἄλλης ὑγρᾶς ς. Arist.PA 654b30, cf. Plu.2.696a; ξηραὶ ς. Arist.HA 519b19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύστασις
-
15 σφριγώδης
σφρῐγ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφριγώδης
-
16 φάγυλοι
φάγυλοι· μαστοί, μάρσιπποι, Hsch.; cf. [full] φαγύλιον· μαρσίππιον, Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φάγυλοι
-
17 χαῦνος
A porous, spongy, Hp.Aph.5.67; χ. ὀστέα, such as the collar-bone, Id.Art.14; loose, ;μαστοί Sor.1.88
;ἅλες χ. καὶ λεπτοὶ ὥσπερ χιών Arist.Mete. 359a32
; γῆ, opp. στερρός, Id.Pr.l.c., cf. Ephor.65 (e) J.; loose-grained, of timber, Thphr.HP3.4.3, 5.3.3; also of the fruit of the medlar, spongy, ib.3.12.5; -ότατος πυρετός, = ῥοώδης (A) 11.a, Erot. s.v. σπόγγοι; τὸ χ. D.S.3.14. Adv. -νως, of garments hanging loosely, Hdn.4.15.3; of bandaging, Pall. in Hp. Fract.12.285C.II metaph., empty, frivolous,νόος Sol.11.6
;πραπίς Pi.P.2.61
;κενεᾶν ἐλπίδων χαῦνον τέλος Id.N.8.45
;χαῦνα μὲν τότ' ἐφράσαντο Sol.34
; conceited,Pl.
Lg. 728e;ὁ μεγάλων ἑαυτὸν ἀξιῶν, ἀνάξιος ὤν, χαῦνος Arist.EN 1123b9
: [comp] Comp.,οἱ -ότεροι τεχνῖται Phld.Rh.1.376
S. Adv.- νως
sluggishly,Eustr.
in EN379.15. -
18 ἀφατῆλες
ἀφατῆλες· μαστοί, θηλαί, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφατῆλες
-
19 ἀφλετῆρες
ἀφλετῆρες· μαστοί, θηλαί, Hsch.; cf. ἀφατῆλες.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφλετῆρες
-
20 ὑπέρογκος
ὑπέρογκ-ος, ον,A of excessive bulk or size,γενομένης τῆς κνήμης ὑ.
swelled to a great size,X.
HG5.4.58; [μαστοὶ] οἱ ὑ. Sor.1.88
;πιμελὴς καὶ ὑ. Luc.
tim.15; δύναμις ὑ., opp. ταπεινή, D.4.23;τὰ ὑ. τῶν βελῶν Arist.Aud. 802b34
.2 immoderate, excessive, ; τιμαί, εὐτυχίαι, etc., Plu.2.820f, Aem.34, etc.;φρόνημα Id.Luc.21
; τὰ ὑ., opp. τὰ ἐλλείποντα, Pl.Lg. 728e; of style, ponderous, verbose, Plu.2.7a (but also ὑπέρογκα λαλεῖν talk 'big', Ep.Jud.16, cf. 2 Ep.Pet.2.18): generally, exceedingly great,πρᾶγμα Luc.DMort.23.2
. Adv.- κως Ph.1.103
, Plu.Demetr. 30: neut. as Adv.,ὑπέρογκον φρονεῖν Iamb.Protr.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπέρογκος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μαστοί — μαστός b masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστός — Αδενικό όργανο, το οποίο στον άντρα είναι υπολειμματικό και μη λειτουργικό, στη γυναίκα όμως αναπτύσσεται πλήρως και αποτελεί το όργανο του θηλασμού. Οι μ. υπάγονται στα όργανα της αναπαραγωγής· το αδενικό τους στοιχείο είναι ορμονοεξαρτώμενο και … Dictionary of Greek
πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… … Dictionary of Greek
Απολινέρ, Γκιγιόμ — (Gillaume Apollinaire,Ρώμη 1880 – Παρίσι 1918). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Γάλλου ποιητή και πεζογράφου Βίλχελμ Απολινάρις ντε Κοστροβίτσκι (Wilhelm Apollinaris de Kostrowitsky). Νόθος γιος ενός Ιταλού αξιωματικού και μιας νεαρής Πολωνέζας,… … Dictionary of Greek
άντυξ — η (Α ἄντυξ, υγος) (Τεχνολ. Τοπογρ.) αρχ. 1. η περιφέρεια ή το χείλος κάθε πράγματος με κυκλικό ή καμπυλωτό σχῆμα 2. κύκλος μεταλλικός που περιέβαλλε την ασπίδα 3. ο γύρος του δίφρου που χρησίμευε για στήριγμα ή λαβή ή για την εξάρτηση των ηνίων 4 … Dictionary of Greek
αδένωμα — Καλοήθης όγκος ενός αδένα που εμφανίζεται σε διάφορα αδενοφόρα όργανα (μαστοί, στομάχι, νεφρά, θυρεοειδής κλπ.). Ανάλογα με το μέρος όπου εμφανίζεται, παίρνει και την ονομασία του, όπως π.χ. προστατικό α., μαστικό α. κλπ. Τo α. πιέζει τους… … Dictionary of Greek
αμολγός — ἀμολγός, ο (Α) νεοελλ. νυχτερινό άρμεγμα (Παπαδιαμ. Γ 339) αρχ. 1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «νυκτός ἀμολγῷ», στη μέση, στην καρδιά τής νύχτας λέγεται επίσης για το λυκαυγές, όταν φαίνεται η Αφροδίτη, ή για το λυκόφως, όταν ανατέλλει το… … Dictionary of Greek
γαλακτόρροια — Η αυτόματη εκροή γάλακτος από τους μαστούς της γυναίκας. Συχνά παρατηρείται μετά το τέλος του θηλασμού, κατά την περίοδο της γαλουχίας, οπότε το φαινόμενο θεωρείται φυσιολογικό, εάν η ποσότητά του είναι μικρή και η χρονική διάρκεια της εκροής… … Dictionary of Greek
εύζυξ — εὔζυξ, ὁ, ἡ (Α) αρμονικά ταιριαστός («μαζοὶ γλαγόεντες, ἐΰζυγες, ἱμερόεντες» μαστοί γεμάτοι γάλα, αρμονικοί, που προκαλούν τον πόθο). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζυξ < εζύγην, παθ. αόρ. β τού ζεύγνυμι*] … Dictionary of Greek
κουμπούρι — το 1. (στο παρελθόν) περιστήθιο ένδυμα με πολλά κουμπιά 2. φαρέτρα 3. κουμπούρα, περίστροφο, πιστόλι («σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια», Πολίτ.) 4. στον πληθ. τα κουμπούρια μτφ. οι μαστοί, τα βυζιά («Μαριώ μου, τα κουμπούρια σου με… … Dictionary of Greek
κυμαίνω — (AM κυμαίνω) [κύμα] 1. (για θάλασσα) υψώνομαι σε κύματα, κυματίζω, εξογκώνομαι, φουσκώνω («ὑπό πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα», Ομ. Οδ.) 2. (για γραμμή στρατιωτών) κινούμαι όπως το κύμα, ελίσσομαι, κινούμαι κυματοειδώς («τῆς δ ὑφ αὑτῷ στρατιᾱς τὸ… … Dictionary of Greek