-
1 μαστοὶ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μαστοὶ
-
2 ευζυξ
-
3 πλαγιος
31) косой, косвенный(φορά Plat.)
2) находящийся сбоку, боковой(μαστοί Arst.)
πλαγίους λαβεῖν τοὺς πολεμίους Xen. — атаковать неприятеля с флангов;πλάγιον παραδιδόναι ἑαυτόν Plut. — подставить свой фланг (неприятелю)3) непрямой, лукавый(πλάγιαι φρένες Pind.; πλάγιοι ταῖς ψυχαῖς Polyb.)
4) колеблющийся, ненадежный(ἐν τῷ πολέμῳ Polyb.)
5) грам. косвенный(πτώσεις Sext.). - см. тж. πλάγιον
-
4 πολυγαλακτος
ион. πουλυγάλακτος 2 -
5 σκληρος
дор. σκλᾱρός 31) сухой, твердый(γῆ Aesch., Xen.)
2) жесткий, тугой(κοίτη Plat.)
3) упругий(τιτθία Arph.; μαστοί Arst.)
4) крепкий, сильный (sc. παῖς Plut.)5) окостеневший, утративший гибкость (sc. γέρων Plat.)6) сухой, терпкий(οἶνος Arph.)
7) резкий, пронзительный(βρονταί Her.; ἄνεμοι NT.)
8) яркий(αὐγή Arst.)
9) суровый, тяжелый(βίος Men.; συμφοραί Eur.)
10) угрюмый, мрачный(ἦθος Plat.)
11) непокорный, упрямый(φρονήματα Soph.)
12) строгий, неумолимый(δικαστής Arph.)
13) непреклонный(θράσος Eur.)
14) жестокий, злобный(ἄνθρωπος NT.)
σκληρὰ ἀοιδός Soph. = Σφίγξ15) крутой(κοιλία Arst.). - см. тж. σκληρόν
-
6 σπαργαω
1) наполняться молоком, набухать(σπαργῶντες μαστοί Eur.)
μητέρες σπαργῶσαι Plat. — кормящие матери2) бурно разрастаться, входить в силу(ὀλιγαρχία σπαργῶσα Plut.)
3) быть обуреваемым желаниями, волноваться, томиться страстью(σ. καὴ μεθύειν Plut.)
σ. πρός и ἐπί τι и σ. περί τινος Plut. — страстно стремиться к чему-л. -
7 μαστός
См. также в других словарях:
μαστοί — μαστός b masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστός — Αδενικό όργανο, το οποίο στον άντρα είναι υπολειμματικό και μη λειτουργικό, στη γυναίκα όμως αναπτύσσεται πλήρως και αποτελεί το όργανο του θηλασμού. Οι μ. υπάγονται στα όργανα της αναπαραγωγής· το αδενικό τους στοιχείο είναι ορμονοεξαρτώμενο και … Dictionary of Greek
πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… … Dictionary of Greek
Απολινέρ, Γκιγιόμ — (Gillaume Apollinaire,Ρώμη 1880 – Παρίσι 1918). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Γάλλου ποιητή και πεζογράφου Βίλχελμ Απολινάρις ντε Κοστροβίτσκι (Wilhelm Apollinaris de Kostrowitsky). Νόθος γιος ενός Ιταλού αξιωματικού και μιας νεαρής Πολωνέζας,… … Dictionary of Greek
άντυξ — η (Α ἄντυξ, υγος) (Τεχνολ. Τοπογρ.) αρχ. 1. η περιφέρεια ή το χείλος κάθε πράγματος με κυκλικό ή καμπυλωτό σχῆμα 2. κύκλος μεταλλικός που περιέβαλλε την ασπίδα 3. ο γύρος του δίφρου που χρησίμευε για στήριγμα ή λαβή ή για την εξάρτηση των ηνίων 4 … Dictionary of Greek
αδένωμα — Καλοήθης όγκος ενός αδένα που εμφανίζεται σε διάφορα αδενοφόρα όργανα (μαστοί, στομάχι, νεφρά, θυρεοειδής κλπ.). Ανάλογα με το μέρος όπου εμφανίζεται, παίρνει και την ονομασία του, όπως π.χ. προστατικό α., μαστικό α. κλπ. Τo α. πιέζει τους… … Dictionary of Greek
αμολγός — ἀμολγός, ο (Α) νεοελλ. νυχτερινό άρμεγμα (Παπαδιαμ. Γ 339) αρχ. 1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «νυκτός ἀμολγῷ», στη μέση, στην καρδιά τής νύχτας λέγεται επίσης για το λυκαυγές, όταν φαίνεται η Αφροδίτη, ή για το λυκόφως, όταν ανατέλλει το… … Dictionary of Greek
γαλακτόρροια — Η αυτόματη εκροή γάλακτος από τους μαστούς της γυναίκας. Συχνά παρατηρείται μετά το τέλος του θηλασμού, κατά την περίοδο της γαλουχίας, οπότε το φαινόμενο θεωρείται φυσιολογικό, εάν η ποσότητά του είναι μικρή και η χρονική διάρκεια της εκροής… … Dictionary of Greek
εύζυξ — εὔζυξ, ὁ, ἡ (Α) αρμονικά ταιριαστός («μαζοὶ γλαγόεντες, ἐΰζυγες, ἱμερόεντες» μαστοί γεμάτοι γάλα, αρμονικοί, που προκαλούν τον πόθο). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζυξ < εζύγην, παθ. αόρ. β τού ζεύγνυμι*] … Dictionary of Greek
κουμπούρι — το 1. (στο παρελθόν) περιστήθιο ένδυμα με πολλά κουμπιά 2. φαρέτρα 3. κουμπούρα, περίστροφο, πιστόλι («σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια», Πολίτ.) 4. στον πληθ. τα κουμπούρια μτφ. οι μαστοί, τα βυζιά («Μαριώ μου, τα κουμπούρια σου με… … Dictionary of Greek
κυμαίνω — (AM κυμαίνω) [κύμα] 1. (για θάλασσα) υψώνομαι σε κύματα, κυματίζω, εξογκώνομαι, φουσκώνω («ὑπό πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα», Ομ. Οδ.) 2. (για γραμμή στρατιωτών) κινούμαι όπως το κύμα, ελίσσομαι, κινούμαι κυματοειδώς («τῆς δ ὑφ αὑτῷ στρατιᾱς τὸ… … Dictionary of Greek