Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατὰ+μέγα

См. также в других словарях:

  • Μέγα Συνέδριο — (εβρ. Σανχεδρίν). Σώμα συμβούλων των Εβραίων. Η ύπαρξή του χρονολογείται από την ελληνιστική περίοδο και διέθετε τόσο θρησκευτική όσο και κοσμική εξουσία. Μέλη του ήταν ο μέγας αρχιερέας της περιόδου, οι πρώην μεγάλοι αρχιερείς των οποίων η… …   Dictionary of Greek

  • ελευθεροτεκτονισμός — ο σύστημα ηθικής με χρήση αλληγοριών και συμβόλων που ακολουθείται από οργανώσεις κατά μέγα μέρος μυστικές και χωρισμένες σε στοές …   Dictionary of Greek

  • μεταηθική — η (φιλοσ.) κλάδος τής ηθικής που έχει ως αντικείμενό του τον καθορισμό τής φύσης τών ηθικών εννοιών και κρίσεων κατά μέγα μέρος μέσω τής ανάλυσης τών λογικών και σημασιολογικών πλευρών τής ηθικής γλώσσας …   Dictionary of Greek

  • Στεβέν, Σιμόν — (Simon Stevin, εκλατινισμένος σε Stevinus). Φλαμανδός μαθηματικός και φυσικός (Βρύγη 1548 Λέυντεν 1620). Πολιτικός και στρατιωτικός μηχανικός, ένας από τους πρωτοπόρους του δεκαδικού μετρικού συστήματος στον οποίο οφείλεται κατά μέγα μέρος η… …   Dictionary of Greek

  • Ευθυβούλης, Κωνσταντίνος — (Μέγα Ρεύμα Βοσπόρου 1815 – Κωνσταντινούπολη 1859). Συγγραφέας. Το αληθινό επώνυμο του ήταν Βάβουλας. Φοίτησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και κατόπιν σπούδασε φιλοσοφία και μαθηματικά στο Παρίσι. Το 1845 γύρισε στην Κωνσταντινούπολη και… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»