Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐτᾶς

См. также в других словарях:

  • έτας — ἔτας, ὁ (Α) ο έτης …   Dictionary of Greek

  • ἔτας — ἔτᾱς , ἔται clansmen masc acc pl ἔτᾱς , ἔτης clansmen masc acc pl ἔτᾱς , ἔτης clansmen masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακέτας — λακέτας, ὁ (Α) (για τον τζίτζικα) αυτός που φωνάζει ηχηρά, δυνατά, φωνακλάς, θορυβοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λακ τού λάσκω (πρβλ. ἔ λακ ον) + έτας (πρβλ. δαμ έτας)] …   Dictionary of Greek

  • посетить — 1 л. ед. ч. посещу (с цслав. щ ), укр. посiтити, ст. слав. посѣтити, посѣштѫ ἐπισκέπτεσθαι (Мар., Еuсh. Sin.). По видимому, произведено от *сѣтъ гость , родственного греч. ἕταρος товарищ по оружию и т. д., ἑταίρα спутница, подруга , наряду с греч …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • AMOS — I. AMOS per Gap desc: Hebrew in principio et Gap desc: Hebrew in fine, Latin. oneratus vel oner ans, Propheta unus ex duodecim, cuius Prophetia exstat. Occisus, Amaziae summi Pontificis iuslu, tempore horrendi terraemotus, an. 25. regni Oziae, 40 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έτης — ἔτης, ὁ (Α) I. στον πληθ. oἱ ἔται 1. οικείοι, συγγενείς, δικοί, τα μέλη μεγάλης οικογένειας («ἀμύνων σοῑσιν ἔτῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. συνέστιοι φίλοι (αλλά συνδυάζεται και με άλλες λέξεις που δηλώνουν συγγένεια) (α. «παῑδές τε κασίγνητοί τε ἔται τε»,… …   Dictionary of Greek

  • φελλάτας — και φελλάντας και φελλέτας και φελλεάτας, ὁ, Α (ενν. λίθος) είδος λίθου ο οποίος χρησίμευε στην κατασκευή αγαλμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονομ. είδους λίθου, η οποία εμφανίζει ποικιλία δυσερμήνευτων μορφών (φελλάτας, φελλάντας, φελλέτας, φελλεάτας) και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»