-
1 έτας
ἔτᾱς, ἔταιclansmen: masc acc plἔτᾱς, ἔτηςclansmen: masc acc plἔτᾱς, ἔτηςclansmen: masc nom sg (epic doric aeolic) -
2 ἔτας
ἔτᾱς, ἔταιclansmen: masc acc plἔτᾱς, ἔτηςclansmen: masc acc plἔτᾱς, ἔτηςclansmen: masc nom sg (epic doric aeolic) -
3 ἔτας
1 kinsman ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων τεοῖσιν ἐμαῖς τε τιμαῖς ( ἕταις Π, cf. Latte, Hermes, 1931, 34: i. e. the kinsmen of Pytho, viz. the Delphians.) Pae. 6.10 -
4 ἔτης
A clansmen, i.e. kinsmen and dependents of a great house,ἀμύνων σοῖσιν ἔτῃσι Il.6.262
; ;παῖδάς τε κασιγνήτους τε ἔτας τε Il.6.239
, cf. Od.15.273;ἔται καὶ ἀνεψιοί Il.9.464
;ἔτας καὶ ἑταίρους 7.295
;γείτονες ἠδὲ ἔται Od.4.16
.II later, citizen,ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων τεοῖσιν Pi.Pae.6.10
, cf. Epic. in Arch.Pap.7.4; τὼς ἔτας καττὰ πάτρια δικάζεσθαι Foed.Lac. in Th.5.79: in sg., a private citizen, opp. those who hold office,πρός σε.. ὡς ἔτην λέγω A.Supp. 247
;οὔτε δῆμος οὔτ' ἔτης ἀνήρ Id.Fr. 377
;ἀρχῷ, φωτὶ δ' οὐκ ἔτῃ πρέπων E.Fr. 1014
; (Olympia, vi B.C.), cf. 141.12 (Corc. nigra, iv B.C.), Mus.Belg.16.70 (Athens, ii A. D.), IG5(2).20 ([place name] Tegea). (On the breathing, see Hdn.Gr.2.55.) -
5 καιάδᾱς
καιάδᾱςGrammatical information: m.Meaning: `pit or cavern at Sparta, into which people sentenced to death or their bodies were thrown' (Th. 1, 134, Paus. 4, 18,4, D. Chr. 80, 9).Other forms: - ου, Dor. -ᾱDerivatives: Also καιάτας, - έτας `id.' (Eust. 1478, 45); καιετός `fissure produced by earthquake' (Str. 8, 5, 7), καίατα ὀρύγματα η τὰ ὑπὸ σεισμῶν καταρραγέντα χωρία HOrigin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The connection with Skt. kévaṭa- m. `pit' must be rejected (Kuiper, Aryans in the Rgveda 27); so no IE. *kaiu̯r̥-t-; cf. Mayrhofer KEWA s. v.). The form καιετός may be a reshaping after ὀχετός, ( σ)κάπετος a. o. In καιάδας an old variant with - δ- is suspected (Schwyzer 498 n. 13; but words like γαιάδας ὁ δῆμος ὑπὸ Λακώνων, γαυσάδας ψευδής H. show the Laconian use of the δᾱ-suffix also oustide their territory). Mixed forms are καιάτας, - έτας. - Vgl. κητώεσσαν. - It seems clear that the word is Pre-Greek; perhaps *kawye-, which would give *καιϜα\/ ετ-; the ε from a after the palatalized consonant (the δ is a normal variant). Fur. 180, 349.Page in Frisk: 1,753Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καιάδᾱς
-
6 ἄγχι
ἄγχι, ἄγχιστοςa prep. c. dat., near, likeτεκμαίρει καί νυν Ἀλκιμίδας τὸ συγγενὲς ἰδεῖν ἄγχι καρποφόροις ἀρούραισιν N. 6.9
] Χαρίτεσσί μοι ἄγχι θ[ (fort. ἀγχιθ[) Pae. 7.10b superl. ἄγχιστος, very near, ever present “Απόλλων, ἀνδράσι χάρμα φίλοις, ἄγχιστον ὀπάονα μήλων, Ἀγρέα καὶ Νόμιον” P. 9.64c n. pl. ἄγχιστα as prep. c. gen., nearestἀκοντίζων σκοποἶ ἄγχιστα Μοισᾶν N. 9.55
ῥῆμ' ἀλαθείας λτ; γτ; ἄγχιστα βαῖνον ( ὁδῶν supp. Hermann: ἐτᾶς Bergk.) I. 2.10 πῦρ πνέοντος ἅ τε κεραυνοῦ ἄγχιστα δεξιὰν κατὰ χεῖρα πατρὸς (sc. ἡμένη Ἀθηνᾶ.) fr. 146. 2. -
7 ἄγχιστος
ἄγχι, ἄγχιστοςa prep. c. dat., near, likeτεκμαίρει καί νυν Ἀλκιμίδας τὸ συγγενὲς ἰδεῖν ἄγχι καρποφόροις ἀρούραισιν N. 6.9
] Χαρίτεσσί μοι ἄγχι θ[ (fort. ἀγχιθ[) Pae. 7.10b superl. ἄγχιστος, very near, ever present “Απόλλων, ἀνδράσι χάρμα φίλοις, ἄγχιστον ὀπάονα μήλων, Ἀγρέα καὶ Νόμιον” P. 9.64c n. pl. ἄγχιστα as prep. c. gen., nearestἀκοντίζων σκοποἶ ἄγχιστα Μοισᾶν N. 9.55
ῥῆμ' ἀλαθείας λτ; γτ; ἄγχιστα βαῖνον ( ὁδῶν supp. Hermann: ἐτᾶς Bergk.) I. 2.10 πῦρ πνέοντος ἅ τε κεραυνοῦ ἄγχιστα δεξιὰν κατὰ χεῖρα πατρὸς (sc. ἡμένη Ἀθηνᾶ.) fr. 146. 2. -
8 ἀλάθεια
1 truthaτελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι O. 7.69
Οὐλυμπία, δέσποιν' ἀλαθείας O. 8.2
ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον χρόνος O. 10.54
εἰ δὲ νόῳ τις ἐχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν P. 3.103
οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκής (v. l. ἀτρεκές.) N. 5.17εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν N. 7.25
φυλάξαι ῥῆμ' ἀλαθείας λτ;γτ; ἄγχιστα βαῖνον, χρήματα χρήματ ἀνήρ” ( ἐτᾶς supp. Bergk: ὁδῶν Hermann.) I. 2.10b pro pers.θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός O. 10.4
ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς, ὤνασσ' Ἀλάθεια fr. 205. -
9 βαίνω
βαίνω (βαίνει; -ων, -οισα, -ον: impf. ἔβαινον, -ε: aor. 2, intrans. ἔβᾶν, -ᾶ, -ᾰν; βάντες; βᾶμεν: pf. βέβᾶκεν: aor. 1 subj., trans. βάσομεν)1 come, goa abs. “ πεύθομαι δ' αὐτὰν (= βώλακα) κατακλυσθεῖσαν ἐκ δούρατος ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ ἑσπέρας ὑγρῷ πελάγει σπομέναν” P. 4.39ταχέες ἔβαν P. 4.180
ἀκλεὴς δ' ἔβα fr. 105b. 3.Μοίσαις γὰρ ἀγλαοθρόνοις ἑκὼν Ὀλιγαιθίδαισίν τ' ἔβαν ἐπίκουρος O. 13.97
Θεανδρίδαισι δ' ἀεξιγυίων ἀέθλων κάρυξ ἑτοῖμος ἔβαν N. 4.74
ἄγγελος ἔβαν, πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος N. 6.57
b followed by subs. with local suffix.Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα N. 11.34
ὅσοι Τροίανδ' ἔβαν I. 4.36
ὃς Οὔλυμπόνδ' ἔβα I. 4.55
c c. prep.,Iἐπί, ἄλλα δ' ἐπ ἄλλον ἔβαν ἀγαθῶν O. 8.12
καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος αἰεί I. 4.41
ἁλὸς ἐπὶ κῦμα βάντες ἦλθον ἄγγελοι Pae. 6.100
IIἐς, ῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἐς ἄνδρας ἔβαν O. 2.34
ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν N. 1.42
ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον κλυτᾷ φόρμιγγι συναντόμενοι I. 2.2
IIIπρός, οἶοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν P. 9.105
IV σχεδόν, τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ δάφνας εὐπετάλου σχεδὸν βαίνοισα πεδίλοις v. σχεδόν Παρθ. 2. 70.d c. acc. cogn. Αἰολεὺς ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων *fr. 191*e part., going, walking ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων sc. Philoktetes P. 1.55κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι, καλλίστα θεῶν N. 10.18
cf. Παρθ. 2. 70, supra.f met.τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα P. 6.45
τὸ τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ' ἀλαθείας λτ; -γτ; ἄγχιστα βαῖνον ( ὁδῶν supp. Hermann, ἐτᾶς Bergk) I. 2.102 aor. 1 trans., made to travelὄφρα κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον O. 6.24
3 frag. ]βαμεν ἐξ Ὀλύμπου[ Πα. 22b. 6. ἐπὶ λεπτῷ δενδρέῳ ( βαίνειν) ubi fort. βαίνειν Pindaro tribuendum fr. 230.4 in tmesis. ἐπὶ μὰν βαίνει v.ἐπιβαίνω O. 7.45
-
10 εὐγενέτης
εὐγεν-έτης, ον, [dialect] Dor. - έτας, ὁ, = sq., used by E. in lyr., Ion 1060, al., cf. Tim.Pers. 219, AP12.195 (Strat.):—fem. [suff] εὐγεν-έτειρα, ib.9.788, IG14.192 ([place name] Syracuse); also[suff] εὐγεν-έτις, prob. in IG 5(1).259 ([place name] Sparta).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐγενέτης
-
11 ἕταρος
-
12 ἔτης
ἔτης m.Grammatical information: m.Meaning: `clansman' (Hom., only plur.), `citizen, private' (El., Dor., also A. and E.); on the meaning DELG.Compounds: noneOrigin: IE [Indo-European] [882] *su̯e-t- `own...'Etymology: Beside Ϝέτᾱς Slavic has a word for `relative married in, who gains a bride', e. g. ORuss. svatъ, IE *su̯ōtos; in Baltic a word for `guest', Lith. svẽčas, IE *su̯eti̯os; from the reflexive *su̯e, Gr. Ϝ(h)ε (s. ἕ) with t-suffix, IE *su̯e-t-; on the Greek anlaut with psilosis and loss of the digamma cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 125, Chantraine Gramm. hom. 1, 150 and 185. So prop. "own", i. e. `belonging to the (own) clan, private; in the last sense cf. ἑ-κάς `far', prop. `for himself' (thus also Lith. svẽčias because of svẽtimas, Latv. sweschs `foreign'?; Schulze KZ 40, 417 = Kl. Schr. 73). - On the formation of ἔτης s. Schwyzer 500, Chantraine Formation 312 and Bechtel Lex.; further Vasmer Russ. et. Wb. s. svát. Wrong Fay AmJPh 28, 413f.; cf. Kretschmer Glotta 1, 378. - S. also ἑταῖρος and ἴδιος.Page in Frisk: 1,581-582Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔτης
-
13 ἐξεταστικῶς
ἐξεταστικῶς adv. (s. ἐξετάζω; Demosth. 17, 13) with probing inquiry PEg2 43–44 (as restored by the ed. ἐξ̣[ετας]τικῶς).
См. также в других словарях:
έτας — ἔτας, ὁ (Α) ο έτης … Dictionary of Greek
ἔτας — ἔτᾱς , ἔται clansmen masc acc pl ἔτᾱς , ἔτης clansmen masc acc pl ἔτᾱς , ἔτης clansmen masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λακέτας — λακέτας, ὁ (Α) (για τον τζίτζικα) αυτός που φωνάζει ηχηρά, δυνατά, φωνακλάς, θορυβοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λακ τού λάσκω (πρβλ. ἔ λακ ον) + έτας (πρβλ. δαμ έτας)] … Dictionary of Greek
посетить — 1 л. ед. ч. посещу (с цслав. щ ), укр. посiтити, ст. слав. посѣтити, посѣштѫ ἐπισκέπτεσθαι (Мар., Еuсh. Sin.). По видимому, произведено от *сѣтъ гость , родственного греч. ἕταρος товарищ по оружию и т. д., ἑταίρα спутница, подруга , наряду с греч … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
AMOS — I. AMOS per Gap desc: Hebrew in principio et Gap desc: Hebrew in fine, Latin. oneratus vel oner ans, Propheta unus ex duodecim, cuius Prophetia exstat. Occisus, Amaziae summi Pontificis iuslu, tempore horrendi terraemotus, an. 25. regni Oziae, 40 … Hofmann J. Lexicon universale
έτης — ἔτης, ὁ (Α) I. στον πληθ. oἱ ἔται 1. οικείοι, συγγενείς, δικοί, τα μέλη μεγάλης οικογένειας («ἀμύνων σοῑσιν ἔτῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. συνέστιοι φίλοι (αλλά συνδυάζεται και με άλλες λέξεις που δηλώνουν συγγένεια) (α. «παῑδές τε κασίγνητοί τε ἔται τε»,… … Dictionary of Greek
φελλάτας — και φελλάντας και φελλέτας και φελλεάτας, ὁ, Α (ενν. λίθος) είδος λίθου ο οποίος χρησίμευε στην κατασκευή αγαλμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονομ. είδους λίθου, η οποία εμφανίζει ποικιλία δυσερμήνευτων μορφών (φελλάτας, φελλάντας, φελλέτας, φελλεάτας) και… … Dictionary of Greek