-
1 βυθοί
-
2 βυθοῖ
-
3 βυθοί
βυθόςthe depth: masc nom /voc pl -
4 βαθύς
1 lit., deepἐς βαθεῖαν πόντου πλάκα P. 1.24
βαθὺν πόντον περάσαις P. 3.76
ἁλὸς βαθεῖαν κέλευθον ἀνοίγων ( βαθείας Bergk e Σ.) P. 5.88ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ N. 4.36
“ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.44
2 met.a profoundβαθεῖαν ὑπέχων μέριμναν ἀγροτέραν O. 2.54
ἦν δὲ κλέος βαθύ pr. O. 7.52ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος O. 10.8
βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας O. 10.37
ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ O. 12.12
ἐς δὲ κίνδυνον βαθὺν P. 4.207
ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας i. e. from the depths of his soul N. 4.8b richτοῖσι μὲν ἐξεύχετ' ἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχάν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν O. 13.62
ὅστις ἄνευθ' Ἑλικωνιάδων βαθεῖαν ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν Πα. 7B. 20.3 n. sing., pro adv. ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας (codd.: βαθὺν Bergk: βυθοῖ Wil.: in the depths) P. 2.794 frag. β]αθὺν δὲ δινῃ[ (supp. Lobel) fr. 51f.c -
5 ἀνίχνευτος
ἀνίχν-ευτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνίχνευτος
См. также в других словарях:
βυθοῖ — βυθάω strike deep pres opt act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυθοί — βυθός the depth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Μεσόγειος θάλασσα — Τυπική διηπειρωτική θάλασσα (2.966.000 τ. χλμ., συμπεριλαμβανομένων της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου· μέγιστο μήκος 3.860 χλμ., μέσο πλάτος περ. 600 χλμ.) που, όπως αποδεικνύει και η ονομασία της, περιλαμβάνεται μεταξύ της Ευρώπης στα Β,… … Dictionary of Greek