-
81 κατώρης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατώρης
-
82 κατωφερής
κατωφερ-ής, ές,A = κάτω φερόμενος, hanging down,κεφαλή X.Cyn.5.30
(v.l. καταφερής); steep,κατάβασις Plb.3.54.5
; κ. θέσις sloping posture, Sor.2.60; descending,χελώνη Orib.49.4.51
; with a downward tendency, heavy, στοιχεῖα, opp. ἀνωφερής, Stoic.2.175, al., cf. Herm ap.Stob.1.49.68, Simp.in Ph.386.23;ὁρμή Eust.603.39
. Adv. - ρῶς Vett. Val.153.4; gloss on κατωκάρα, Sch.Ar. Pax 152.II metaph., prone to vice, lewd, v.l. for καταφερής in Apollod.Ath. ap. Ath.7.281f, cf. Vett. Val.18.3, EM 451.2;κ. εἰς τὰ ἀφροδίσια Hsch.
s.v. Σαλαβακχώ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατωφερής
-
83 κεφαλή
κεφᾰλή, ἡ,A head of man or beast, Hom. (v.infr.), Alc.15, etc.; once in A., Th. 525 (lyr.), once in S., Aj. 238 (anap.), also in E., Fr. 308 (anap.), Rh. 226 (lyr.), al.;ἄλλου οὐδενὸς ἐμψύχου κ. γεύσεται Αἰγυπτίων οὐδείς Hdt.2.39
; κεφαλῇ.. μείζονες taller in stature, Il.3.168; so μείων.. κεφαλήν ib. 193 Aristarch.: freq. with Preps.,a κατὰ κεφαλῆς, [dialect] Ep. κὰκ κεφαλῆς, down over the head,κόνιν.. χεύατο κὰκ κεφαλῆς Il.18.24
, cf. Od.8.85, etc.b κατὰ κεφαλήν, [dialect] Ep. κὰκ κεφαλήν on the head,Ἐρύλαον.. βάλε πέτρῳ μέσσην κὰκ κεφαλήν Il.16.412
, cf. 20.387, 475: in Prose, from above, X.HG7.2.8: c.gen., above, κ. κ. τινῶν γενέσθαι ib.7.2.11; τὸ κ. κ. ὕδωρ, of rain water, Thphr. HP4.10.7 (-ὴν codd.), CP6.18.10 (-ῆς): in Archit., upright, IG22.463.42; also, per head, each person (cf. infr. 1.2), Arist.Pol. 1272a14, LXX Ex.16.16;κατὰ κεφαλὴν τῶν κωμητῶν PPetr.2p.17
(iii B. C.).c ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς from head to foot, Il.23.169;τὰ πράγματα ἐκ τῶν ποδῶν ἐς τὴν κ. σοι πάντ' ἐρῶ Ar.Pl. 650
.d ἐπὶ κεφαλήν head foremost, ἐπὶ κ. κατορύξαι to bury head downwards, Hdt.3.35; ἐπὶ κ. ὠθέεσθαι to be thrust headlong, Id.7.136, cf. Hyp.Fr. 251;ἐπὶ κ. ὠθεῖν τινα ἐκ τοῦ θρόνου Pl.R. 553b
;ἐπὶ τὴν κ. εἰς κόρακας ὦσον Men.Sam. 138
;εὐθὺς ἐπὶ κ. εἰς τὸ δικαστήριον βαδίζειν D.42.12
; οὐ βουλόμενος πολίτας ἄνδρας ἐπὶ κ. εἰσπράττειν τὸν μισθόν recklessly, Hyp.Lyc.17; ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς περιφέρειν carry on high, in token of admiration, Pl. R. 600d.2 as the noblest part, periphr. for the whole person,πολλὰς ἰφθίμους κ. Il.11.55
, cf. Od.1.343, etc.; ἶσον ἐμῇ κ. no less than my self, Il.18.82;ἑᾷ κ. Pi.O.7.67
; esp. in salutation,φίλη κ. Il.8.281
, cf. 18.114;ἠθείη κ. 23.94
;Ἄπολλον, ὦ δία κ. E.Rh. 226
(lyr.): in Prose,Φαῖδρε, φίλη κ. Pl.Phdr. 264a
;τῆς θείας κ. Jul.Or. 7.212a
: in bad sense,ὦ κακαὶ κεφαλαί Hdt.3.29
;ὦ μιαρὰ κ. Ar.Ach. 285
: periphr. in Prose, : in bad sense,ἡ μιαρὰ καὶ ἀναιδὴς αὕτη κ. D.21.117
, cf. 18.153;ἡ κ. τῶν αὐτοῦ PRein.57.8
(iv A.D.); μεγάλη κ. a great personage, Vett. Val.74.7; cf. supr. 1 b fin.3 life,ἐμῇ κ. περιδείδια Il.17.242
;σύν τε μεγάλῳ ἀπέτεισαν, σὺν σφῇσιν κεφαλῇσι 4.162
; παρθέμενοι κεφαλάς staking their heads on the cast, Od.2.237; τὴν κ.ἀποβαλέεις Hdt.8.65
.4 in imprecations, ἐς κεφαλὴν τράποιτ' ἐμοί on my head be it! Ar.Ach. 833;ἐς τὴν κ. ἅπαντα τὴν σὴν τρέψεται Id.Nu.40
;ἃ σοὶ καὶ τοῖς σοῖς οἱ θεοὶ τρέψειαν εἰς κ. D.18.290
; ἐς κ. σοί (sc. τράποιτο) Ar. Pax 1063, Pl. 526;σοὶ εἰς κ. Pl.Euthd. 283e
;τὰ μὲν πρότερον.. ἐγὼ κεφαλῇ ἀναμάξας φέρω Hdt.1.155
;οἷς ἂν.. τὴν αἰτίαν ἐπὶ τὴν κ. ἀναθεῖεν D.18.294
;τὸ αἷμα ὑμῶν ἐπὶ τὴν κ. ὑμῶν Act.Ap. 18.6
.II of things, extremity,a in Botany, κ. σκορόδου head ( = inflorescence) of garlic, Ar.Pl. 718, cf. Plb.12.6.4;κ. μήκωνος Thphr.HP9.8.2
; ῥίζα κ. ἔχουσα πλείονας tubers, Dsc.3.120.b in Anatomy, κεφαλαὶ τῆς κάτω γνάθου, prob. the condyloid and coronoid processes, Hp.Art.30; ἡ κ. τοῦ ὄρχεως, = ἐπιδιδυμίς, Arist.HA 510a14, cf. Gal.4.565; μηροῦ, κνήμης κ., Poll.2.186, 188; of the base of the heart, Gal.UP6.16; but, apex, Hp.Cord.7; of the sac in poulps, Arist.PA 654a23, 685a5; of muscles, origin, Gal.UP7.14.c generally, top, brim of a vessel, Theoc.8.87; coping of a wall, X.Cyr.3.3.68; capital of a column, CIG2782.31 ([place name] Aphrodisias), LXX 3 Ki.7.16, Poll.7.121.d in pl., source of a river, Hdt.4.91 (butsg., mouth,οἶδα Γέλα ποταμοῦ κεφαλῇ ἐπικείμενον ἄστυ Call.Aet.Oxy.2080.48
): generally, source, origin, Ζεὺς κ. (v.l. ἀρχή) , Ζεὺς μέσσα, Διὸς δ' ἒκ πάντα τελεῖται τέτυκται codd.) Orph.Fr. 21a; starting-point,κ. χρόνου Placit. 2.32.2
( κρόνου codd.), Lyd.Mens.3.4; κ. μηνός ib.12.IV κ. περίθετος wig, head-dress, Ar.Th. 258.V metaph., κ. δείπνου pièce de résistance, Alex. 172.15.2 crown, completion,κεφαλὴν ἐπιθεῖναι Pl.Ti. 69b
;ὥσπερ κ. ἀποδοῦναι τοῖς εἰρημένοις Id.Phlb. 66d
, cf. Grg. 505d;ὥσπερ κεφαλὴν ἔχουσα ἐπιστήμη Arist.EN 1141a19
; consummation,σχεῖν κ. Pl.Ti. 39d
.3 sum, total,πάσας ἐρρηγείας Tab.Heracl.1.36
; of money, IG12(9).7 (Carystus, iv B. C.), SIG245ii 36 (Delph., iv B. C.). -
84 κορυφή
A head, top: hence,1 crown, top of the head, of a horse, Il.8.83, X.Eq.1.11; of a man or god, h.Ap. 309, Pi.O.7.36, Hdt.4.187, Sammelb.6003.8 (iv A. D.): between βρέγμα and ἰνίον, Arist.HA 491a34;τὸ ὀστέον τῆς κ. Hp.VC2
.2 top, peak of a mountain (so mostly Hom.),οὔρεος ἐν κορυφῇς Il.2.456
;ὄρεος κορυφῇσι 3.10
, cf. Alcm.60.1;κορυφαὶ γαίας B.5.24
;κ. Οὐλύμποιο Il.1.499
, cf. Ar.Nu. 270;Αἴτνας μελάμφυλλοι κορυφαί Pi.P.1.27
;τηλαυγέ' ἀγ κορυφάν Id.Pae.7.12
;κ. πόληος Alc.Supp.17.6
;ἀστρογείτονας κ. A.Pr. 722
, cf. Hdt.4.49, 181, 9.99.3 generally, summit, top, κατὰ κορυφὴν ἐσβαλεῖν ἐς τὴν κάτω Μακεδονίαν straight over the summit, ridge, Th.2.99, cf. IG42(1).71.11 (Epid., iv B. C.), OGI383.125 (Nemrud Dagh, i B. C.); κατὰ κ. [τῆς στήλης] ἔσφαττον (sc. ταύρους) Pl.Criti. 119e; ἵσταται κατὰ κ. ὁ ἥλιος in the zenith, Plu.2.938a; τὸ κατὰ κ., with or without σημεῖον, the zenith, Gem.5.64, etc., cf. Plu.Mar.11, Procl.Hyp.4.59; ταῖς τῶν κατὰ κ. λίθων ἐμβολαῖς by the stones falling vertically, Plb.8.7.3.4 apex, vertex of a triangle, Id.2.14.8; of the Delta, Pl.Ti. 21e; point of an angle,τὸ ἐπὶ τὴν κ. μέρος Plb.1.26.16
, etc.; apex of a cone, Arist.Mete. 362b3; κατὰ κορυφήν vertically opposite, of angles, Euc.1.15; of halves of double cone, Apollon. Perg.1 Def.5 extremity, tip, κορυφαὶ [κλημάτων], τῶν συγκυπτῶν, Thphr.CP3.14.8, Ath.Mech.22.8; in Anatomy, the os coccygis, Poll. 2.183: in pl., finger-tips, Ruf.Onom.85, cf. Poll.2.146: Medic., of an abscess, ἐς κορυφὴν ἀνισταμένης ἀποστάσιος coming to a head, Aret. SA1.7.II metaph., λόγων κορυφαί the sum of all his words, Pi.O.7.69, cf. Pae.8.23;ἔρχομαι ἐπὶ τὴν κ. ὧν εἴρηκα Pl.Cra. 415a
; but λόγων κ. ὀρθάν true sense of legends, Pi.P.3.80; κορυφὰς ἑτέρας ἑτέρῃσι προσάπτων μύθων springing from peak to peak, i.e. treating a subject disconnectedly, Emp.24; κ. ὁ λόγος ἐπιθεὶς ἑαυτῷ having reached its conclusion, put the finishing touch to itself, Plu.2.975a; κ. τοῦ κακοῦ height, full development of.., Aret.SD1.6; τοῦ πάθεος κ. ἴσχοντος ib.1.16.2 height, excellence of.., i.e. the choicest, best,κορυφαὶ πολίων Pi.N.1.15
; κ. ἀρετᾶν ib.34, cf. O.1.13; κ. ἀέθλων, of the Olympic games, Id.O.2.13, cf. N.9.9;φιάλαν.. πάγχρυσον κ. κτεάνων Id.O.7.4
; ὁ καιρὸς παντὸς ἔχει κορυφάν is the best of all, Id.P.9.79.3 κορυφᾷ Διὸς εἰ κρανθῇ πρᾶγμα his head, i.e. his nod, A. Supp.92.4 ἡ τῆς οἰκουμένης κ., of Rome, Lib.Or.59.19. -
85 κουρά
A cropping of the hair,τῶν τριχῶν τὴν κ. κείρεσθαι Hdt.3.8
;κουρᾶς δεῖσθαι Arist.PA 658b20
;ἐν χρῷ κ. Diocl. Fr.141
: freq. as a sign of mourning,κ. πενθίμῳ E.Alc. 512
, Or. 458;κουραῖσι καὶ θρήνοισι Id.Hel. 1054
;κουραῖς διατετιλμένης φόβην S.Fr. 659.7
.2 generally, cropping, lopping,δρυοτομικὴ καὶ κ. σύμπασα Pl.Plt. 288d
; of animals that feed on grass, Arist.PA 693a17.2 wool shorn, fleece, PCair.Zen.433.26 (pl., iii B. C.);κουρᾷ κοσμοῦντα θρέμματα Porph.Abst.3.19
: pl., κουρὰς προβάτων καὶ γάλα βοῶν ib.18. -
86 κρεμάννυμι
κρεμ-άννῡμι, Pl.Lg. 830b, etc.; [suff] κρεμ-ύω, Arist.HA 612a10, Thphr.CP4.3.3; [full] κρεμάω, Arist.Mir. 831a8, Ael.NA5.3, etc.; [full] κρεμνάω, Demetr.Eloc. 216, Gp.4.15.15; [full] κρεμάζω, LXX Jb.26.7 (A v.l. κρεμνῶν): [tense] pres. part. [full] κρεμάντες Ath.1.25d: [tense] fut. κρεμάσω [ᾰ] Alc.Com.8, LXX Ge.40.19; [dialect] Att. κρεμῶ, ᾷς, ᾷ, Ar.Pl. 312 (lyr.); [dialect] Ep.κρεμόω Il.7.83
: [tense] aor. 1 , [dialect] Ep. and Lyr.κρέμασα Od.8.67
, Pi.P.4.192; [dialect] Dor. inf.κραμάσαι IG42(1).122.3
(Epid.); [tense] pf.κεκρέμᾰκα Corn.ND17
:—[voice] Med., [tense] aor. inf.κρεμάσασθαι Hes.Op. 629
, subj.ἐκ-κρεμάσωμαι AP5.91
(Rufin.):— [voice] Pass., [full] κρέμαμαι, Pi.P.5.34, Ar.Av. 1387 (alsoκρεμᾶται Anacreont. 16.17
); inf.κρέμασθαι Hp.VM10
, Acut.30, Antiph.74.4; subj.κρέμωμαι Hp.Art.70
, Arist.Rh. 1415a13; opt. , V. 298, Nu. 870: [tense] impf. ἐκρεμάμην, ω, ατο, Il.15.21, etc.: [tense] fut. κρεμήσομαι in pass. sense, Ar.Ach. 279, V. 808, PCair.Zen.202.9 (iii B. C.): [tense] aor.ἐκρεμάσθην Ar.Th. 1053
, etc.: [tense] pf. imper.κεκρεμάσθω Apollod. Poliorc.181.7
, v.l. in Archim.Quadr.13: [tense] plpf.κατα-κεκρέμαστο D.S. 18.26
. (Cf. κρημνός, Goth. hramjan 'crucify'):I hang up,σειρὴν.. ἐξ οὐρανόθεν κρεμάσαντες Il.8.19
;τόξον ἐκ πίτυος A.Fr. 251
;ἀπὸ κάλω κ. σαυτόν Ar.Ra. 122
; καὶ κρεμόω προτὶ νηόν will bring them to the temple and hang them up there as an offering, Il. 7.83;κ. τινὰ τῶν ὄρχεων Ar.Pl. 312
; κ. [τὰς ὗς] τῶν ὀπισθίων σκελῶν by the hind legs, Arist.HA 632a23; κρεμάσας τὸ νόημα, in allusion to Socrates in his basket, Ar.Nu. 229, cf. Alex.126.17; κρεμάσαι τὴν ἀσπίδα hang up one's shield, i.e. have done with war, Ar.Ach.58;τὴν πανοπλίαν Id.Av. 436
:—so in [voice] Med., πηδάλιον κρεμάσασθαι hang up one's rudder, i.e. give up the sea, Hes.Op. 629.II [voice] Pass., to be hung up, suspended, ὅτε τ' ἐκρέμω ([ per.] 2sg.[tense] impf.) ὑψόθεν when thou wert hanging, Il.15.18, cf. 21; ; to be hung up as a votive offering, Pi.P. 5.34, cf. Hdt.1.34, 66, etc.;τὰ σπλάγχνα οἱ δοκέει κρέμασθαι Hp.VM 10
;κάτω κρέμανται S.Fr. 431
;κρεμήσεται.. ἐπὶ τοῦ παττάλου Ar.V. 808
;κ. ἐφ' ἵππων X.An.3.2.19
;ἐκ ποδῶν κατωκάρα κ. Ar.Ach. 945
;αἱ μέλιτται κ. ἐξ ἀλλήλων Arist.HA 627b13
: metaph.,ἀμφὶ φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται Pi.O.7.25
; μῶμος κρέματαί τινι censure hangs over him, ib.6.74;δόλιος αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κ. Id.I.8(7).14
; κρέμασθαι ἔκ τινος to be wholly taken up with a thing, Pl.Lg. 831c;ὁ ἐκ τοῦ σώματος κρεμάμενος X.Smp.8.19
.3 metaph., to be in suspense,ἵνα μὴ κρέμηται ἡ διάνοια Arist.Rh. 1415a13
; κ. [ὁλόγος] Gal. 18(2).754.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεμάννυμι
-
87 κροῦμα
A beat, stroke, Ar.Ec. 257 (sens. obsc.):— also [full] κροῦσμα AP6.27 (Theaet.), Poet.de herb. 121, Porph.Abst.1.43; κρούσμασι καὶ στρέμμασι blows and sprains, Paul.Aeg.3.78, cf. Poll.2.199.2 sound produced by striking stringed instruments with the plectron, note,κρούεται τὰ κρούματα.., τὰ μὲν ἄνω, τὰ δὲ κάτω Hp. Vict.1.18
, cf. Ar.Th. 120 (lyr.), Pl.R. 333b, Min. 317d, etc.;τὸ πόημα οὐχ ὡς τερέτισμα καὶ κ. νοοῦμεν Phld.Po.2p.228H.
; also of wind instruments,κρούματα τὰ αὐλήματα καλοῦσιν Plu.2.638c
, cf. Poll.4.83, 7.88;σαλπιστικὰ κ. Id.4.84
;τοιαῦτα.. νιγλαρεύων κ. Eup.110
;αὐλεῖ.. σαπρὰ κ. Theopomp.Com.50
; ἡ τοῦ κρούματος ἁρμονία the melody (on the pan-pipes), Ach.Tat.8.6, cf.APl.1.8 (Alc. Mess.); so, musical air, melody, BGU1125.4 (i B. C.);ᾠδαὶ καὶ κ. Jul.Or.2.49d
:—also [full] κροῦσμα, AP5.291.8 (Agath.). -
88 κυκάω
A stir, of one curdling milk, Il.5.903; mix, τινι with a thing,τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν οἴνῳ.. ἐκύκα Od.10.235
, cf. Il.11.638;φάρμακα κ. Hp.Ep.17
;ἅλμην κύκα τούτοισιν Ar.V. 1515
, cf. Dsc.5.79: metaph.,αἰ μή τί τ' εἴπην γλῶσσ' ἐκύκα κακόν Sapph.28
:— [voice] Med., mix for oneself, Ar. Pax 1169 (lyr.).II stir up,ἄνω τε καὶ κάτω τὸν βόρβορον Id.Eq. 866
;ἄνεμοι κ. τὸ πέλαγος Alciphr.1.10
; of intrigue,ἕτερόν τι κ. Men.Epit. 211
: hence, throw into confusion or disorder,νιφάδι καὶ βροντήμασι.. κυκάτω πάντα A.Pr. 994
;κ. τὴν βουλήν Ar.Eq. 363
;τὴν Ἑλλάδα Id. Pax 270
; κ... πάντα καὶ ταραττέτω ib. 320, cf. Pl.Phd. 101e, Epicur.Nat.14.7, etc.: in Hom. only [voice] Pass., to be confounded, panic-stricken,τὼ δὲ κυκηθήτην Il.11.129
;τρὶς δὲ κυκήθησαν Τρῶες 18.229
;κυκήθησαν δέ οἱ ἵπποι 20.489
; of a river, to be churned up, seethe, , cf. 324; of Charybdis, Od.12.238; ; of mental disquiet,θυμὲ κήδεσιν κυκώμενε Archil.66
; ὑπ' ἀνδρὸς τοξότου κυκώμενος hustled by him, Ar.Ach. 707. -
89 κυλλαίνω
II intr., halt, limp, metaph.,κυλλαίνων ὁ νοῦς Ph.Fr. 58
H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυλλαίνω
-
90 κυμαίνω
Aἐκύμηνα Arr.An.2.10.3
: [tense] aor. 1 [voice] Pass.ἐκυμάνθην Plu.Ant.65
: ([etym.] κῦμα):—rise in waves, swell, ἐπὶ πόντον ἐβήσετο κυμαίνοντα over the billowy sea, Il.14.229, cf. Od.4.425, 570, etc.; of a pot, boil, Call.Fr.anon.41;κ. ἄνω καὶ κάτω Pl.Phd. 112b
; κυμανεῖ τὸ ὅλον Xuthusl. c.; κ. τῇ πορείᾳ undulate, of caterpillars, Arist.HA 551b7;τὰ ἄποδα.. κυμαίνοντα προέρχεται Id.IA 709a24
; of a line of soldiers, Plu.Pomp.69, cf. Arr.An. l.c.2 metaph., of restless passion, swell, seethe,κυμαίνοντ' ἔπη A.Th. 443
;ἄνθος ἥβας κυμαίνει Pi.P.4.158
; αἱ ψυχαὶ κ. μειζόνως, with passion, Pl.Lg. 930a;κ. ἐκ τῆς ἐπιθυμίας Ael.NA7.15
; ἐς τὴν ὁμιλίαν ib.15.9.3 trans., toss on the waves,τὸ δέπας Pherecyd.18
(a) J.; agitate,τὴν θάλατταν Luc.DMar.7.1
;οἴστρῳ κ. θεούς APl.4.196
(Alc. Mess.):—[voice] Pass., to be agitated,τὸ πέλαγος κ. Hp.Flat.3
, Plu. Ant. l.c., cf. Opp.H.4.676;πόθῳ Pi.Fr.123.3
; vibrate, Nicom.Harm. 3.II (κῦμα 11
) to swell, to be pregnant,κ. γαστέρα Opp.C.1.359
; κύστιδα ib.4.443;μαζοὶ.. γάλα -ουσι Marc.Sid.91
:—[voice] Med.,Σεμέλης κυμαίνετο γαστήρ Nonn.D.8.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυμαίνω
-
91 λογίζομαι
Aἐλογισάμην E.Or. 555
, Th.6.31, etc.: [tense] pf.λελόγισμαι Lys.32.24
,27, D.28.12:—[voice] Pass., v. infr. 111: ([etym.] λόγος):—prop. of numerical calculation, count, reckon,οὐκ ἐπισταμένους λογίζεσθαι Hdt.2.16
;εὗρον λογιζόμενος Id.7.28
, cf. 194, etc.; in full,λ. ψήφοισι Id.2.36
; λόγισαι φαύλως, μὴ ψήφοις ἀλλ' ἀπὸ χειρός calculate roughly, not by rule, but off-hand, Ar.V. 656: c. acc. rei, λ. τοὺς τόκους calculate the interest, Id.Nu.20; τρεῖς μνᾶς ἀναλώσας λογίσασθαι δώδεκα spend 3 minae and set down 12, Id.Pl. 381.2 c. acc. et inf., reckon or calculate that.., λ. μύρια εἶναι [τὰ ἔτεα] Hdt. 2.145;τὰς βλάβας, ἃς ἐλογίζεθ' αὑτῷ γεγενῆσθαι D.21.176
: without acc.,Θηριππίδῃ μισθὸν ἀποδεδωκέναι λ. Id.27.20
.3 λ. τινί τι set down to one's account,οὗτος.. τὸ ἥμισυ τούτοις.. λελόγισται Lys.32.24
, cf. 27; τἀνηλωμέν'.. οὐκ ἐλογιζόμην I did not charge them.., D. 18.113: metaph.,τὰ παραπτώματα λ. τινί 2 Ep.Cor.5.19
.II without reference to numbers, take into account, calculate, consider,ταῦτα Hdt.9.53
, cf. S.Aj. 816, etc.;λ. τὰ ξυμφέροντα Th.1.76
; λ. τι πρός τινας with them, D.5.24; also λ. περί τινος calculate, form calculations about.., Hdt.2.22, X.Mem.4.3.11.2 c. acc. et inf., reckon, consider that..,τὸν ἕτερον [παῖδα] οὐκ εἶναί μοι λ. Hdt.1.38
;τὸν Πᾶνα τῶν ὀκτὼ θεῶν λ. εἶναι Id.2.46
; λ. ὅτι .. or ὡς .., X.HG2.4.28, 6.4.6; ἐλογιζόμην πρὸς ἐμαυτὸν.., ὅτι .. And.1.52, Pl.Ap. 21d: c. acc. et part.,Σμέρδιν μηκέτι ὑμῖν ἐόντα λογίζεσθε Hdt.3.65
: also with inf. omitted, reckon or account so and so,τὸν καθ' ἡμέραν βίον λογίζου σόν [εἶναι], τὰ δ' ἄλλα τῆς τύχης E.Alc. 789
; πολὺν [εἶναι] τὸν κάτω χρόνον ib. 692; ; μίαν ἄμφω τούτω τὼ ἡμέρα λ. count both days as one, X.Cyr.1.2.11.3 c. inf. also, count or reckon upon doing, calculate or expect that..,ἐπισιτιεῖσθαι ἐλογίζοντο Hdt.7.176
; ;λογιζόμενοι ἥξειν ἅμα ἡλίῳ δύνοντι X.An.2.2.13
;λελογισμένοι.. εἰσὶν.. διαζῆν E.IA 922
, cf. Or. 555 (dub. l.); τί λογίζομ'.. προσδοκῶν χάριν παρὰ γυναικὸς κομιεῖσθαι; Men.564.5 conclude by reasoning, infer that.., c. acc. et inf., Pl.Grg. 524b, X.Ages.7.3; λ. ὅτι .. Id.HG6.1.5, cf. Pl.Phd. 62e, al.6 abs.,τοὺς ἐπισταμένους λογίζεσθαι Archyt.3
; ὁ σπουδαῖος λελόγισται ἤδη has finished reasoning, Plot.3.8.6, cf. 4.4.12.III [voice] Pass., mostly [tense] aor. ἐλογίσθην and (less freq.) [tense] pf. λελόγισμαι, also in [tense] pres., part.λογιζόμενον Hdt.3.95
, freq. in later Gr., PPetr.3p.340 (iii B. C.), Ep.Rom.4.5, etc.; χρήματα εἰς ἀργύριον λογισθέντα counted or calculated in silver, X.Cyr.3.1.33;ὁπλῖται ἐλογίσθησαν οὐκ ἐλάττους δισμυρίων Id.HG6.1.19
;οὗτος λογισμὸς λογισθείς Pl.Ti. 34b
;οὐδ' ἐξ ἑνὸς λόγου λελογισμένου Id.Phdr. 246c
; τὸ λελογισμένον, = λογισμός, E.IA 386, Luc.Nigr.Prooem.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογίζομαι
-
92 μαῖα
μαῖα, ἡ,A good mother, form of address to old women, Hom. (only in Od.), always in voc., usu. addressed to Eurycleia, the nurse of Odysseus, Od.19.482, al.; but also to Eurynome the ταμίη, 17.499: hence not only of nurses, cf. h.Cer. 147, Ar.Ec. 915 (lyr.).2 later, foster-mother, E.Hipp. 243 (anap.), Antiph.159.6; also, a true mother,μαῖα δὴ κάτω βέβακεν E.Alc. 393
(lyr.): metaph., of the earth,ἰὼ γαῖα μαῖα A.Ch.44
(lyr.), cf. S.Fr. 959.b lady doctor, Gal.14.641.4 in [dialect] Dor., grandmother, Iamb.VP11.56, IG12(3).1120 ([place name] Melos). -
93 μεθέλκω
A draw to the side,ἡνίας APl.5.384
,386; divert,τινὰ ἀπό τινος Ph.2.224
:—[voice] Pass.,ὑπό τινος Id.1.387
; of cupping instruments, -έσθωσαν βιαίως ἄνω τε καὶ κάτω Orib.Fr.74
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεθέλκω
-
94 μέλω
A to be an object of care or thought, or in act. sense, care for, take an interest in.A [tense] pres. μέλω: [tense] impf. ἔμελον, [dialect] Ep.μέλον Od.5.6
: [tense] fut. μελήσω, [dialect] Ep. inf.μελησέμεν Il.10.51
: [tense] aor. ἐμέλησα: [tense] pf. μεμέληκα; also [dialect] Ep. and Lyr. μέμηλα, [dialect] Dor. part. μεμᾱλώς dub. in Pi.O.1.89 (for [dialect] Ep. forms of [voice] Med.v.infr.111.2): almost always [ per.] 3sg.and pl., exc. in [tense] pres. (v. infr.):— to be an object of care or thought, sts. with a personal subject (not in [dialect] Att. Prose):I πᾶσι δόλοισιν ἀνθρώποισι μέλω by all manner of wiles am I in men's thoughts, i. e. am well known to them, Od.9.20;Ἀργὼ πᾶσι μέλουσα 12.70
; ;Εὐθυμίᾳ μέλων εἴην Pi.Fr. 155
;μέλει σφισὶ Καλλιόπα Id.O.10(11).14
;ἵνα θανοῦσα νερτέροισιν μέλω E.Andr. 850
(lyr.);Ἔρως.. οὐρανίδαισι μέλων Id.Tr. 842
;μέλων πολλοῖσι AP 5.121
(Diod.);ἡ μέλουσα ἀγέλη Them.Or.1.10a
: [tense] pf. part., ἀρεταῖσι μεμαλότας dear to virtue, Pi.O.1.89 (dub.); μέλεγάρ οἱ [Ὀδυσσεύς] Od. 5.6;τὸν ξεῖνον δὲ ἐῶμεν... Τηλεμάχῳ μελέμεν 18.420
: but more freq. of things, μή τοι ταῦτα... μελόντων let not these things weigh on thy soul, Il.18.463, Od.13.362;μηδέ τί οἱ θάνατος μελέτω φρεσί Il.24.152
; σοὶ χρὴ τάδε πάντα μέλειν 'tis good these things should be a care to thee, 5.490; ;μελήσουσιν δ' ἐμοὶ ἵπποι 5.228
;ᾧ τόσσα μέμηλε 2.25
;οἷς ὕβρις μέμηλε κακή Hes.Op. 238
;τοῖσιν.. ἐνὶ φρεσὶν ἄλλα μεμήλει Od.1.151
, cf. Il.2.614; ;ἔλεγε.. κομιδῆς πέρι τὴν ὥρην αὐτῷ μελήσειν Hdt.8.19
;μέλει γὰρ ἀνδρὶ.. τἄξωθεν A.Th. 200
;σοὶ χρὴ μέλειν ἐπιστολάς Id.Pr.3
;οὗτος.. δμωσὶν ἂν μέλοι πόνος E.Supp. 939
;ἃ τοῖσιν ἀστοῖς ἔμελεν Ar.Ec. 459
;τοῖσδε μελήσει γάμος E.El. 1342
(anap.);τοῦτο ἴσασιν ἐμοὶ μεμεληκός X.Ap.20
.2 impers. c. inf.,οὐκ ἔμελέν μοι ταῦτα μεταλλῆσαι Od.16.465
; so in A.Ag. 1250, Th.1.141, etc.; also,μοι ἐμέλησεν ὥστε εἰδέναι X.Cyr.6.3.19
: united with the personal construction, .3 less freq. with a Conj.,οὐ μέλειν οἱ ὅτι ἀποθνῄσκει Hdt.9.72
; σοὶ μελέτω ὅκως .. Id.1.9, cf. X.An.1.8.13, etc.;ὡς δὲ καλῶς ἕξει.., ἐμοὶ μελήσει Id.Cyr.3.2.13
; ἐμοὶ τοῦτο μέλει, μὴ .. S.Ph. 1121 (lyr.); οὐ τοσοῦτόν μοι μέλει εἰ .. Lys.21.12.4 [ per.] 3sg. is freq. used impers. with the object in gen., and pers. in dat., ᾧ μέλει μάχας to whom there is care for the battle, who careth for it, A.Ch. 946 (lyr.), cf. Ag. 974; ;θεοῖσιν εἰ δίκης μέλει S.Ph. 1036
;Ζηνὶ τῶν σῶν μέλει πόνων E.Heracl. 717
; ; alsoμέλει μοι περί τινος A.Ch. 780
, Ar.Lys. 502, Pl.Alc.2.150d;μεμέληκέ μοι περὶ αὐτῶν Id.Cra. 428b
: less freq. withὑπέρ, εἴπερ ὑπὲρ τοῦ κοινῇ βελτίστου δεῖ μέλειν ὑμῖν D. 21.37
.5 abs.,μηδέ σοι μελησάτω A.Pr. 334
; οἶμαι θεοῖς τοῖς κάτω μέλειν, οἳ (nisi leg. οἷς) .6 freq. with a neg., οὐδέν μοι μέλει I care not, Ar.Ra. 655;μή νυν μελέτω σοι μηδέν Id.Pl. 208
;τῷ δ' οὐδὲν μ. Alex.178.2
; so τί δέ σοι μέλει; Diph.73.10.II μέλον ἔστι periphr. for μέλει, asτοῖσδ' ἔσται μ. S.OC 653
, cf. 1433.2 neut. part. used abs., οὐδὲν ἄρ' ἐμοῦ μέλον for they took no thought of me, Ar.V. 1288; δῆλον ὅτι οἶσθα, μέλον γέ σοι since you care about it, Pl.Ap. 24d;οὐδὲν αὐτῷ μ. τοῦ τοιούτου Id.Phdr. 235a
;μ. αὐτοῖς ἰσχυρῶς ὅπῃ τὸ μέλλον ἀποβήσοιτο X.Cyr.5.2.24
;οὔτε σκοπούμεναι οὔτε μ. αὐταῖς ἄλλο ἢ χαρίζεσθαι Pl.Grg. 501b
.III [voice] Med. is used by Poets and in Hp. like [voice] Act., μελόμεθα, -ησόμεθα, Hp.Ep.27; to be an object of care,Ἄρτεμιν ᾇ μελόμεσθα E.Hipp.60
: mostly in [ per.] 3sg.,ἐμοὶ δέ κε ταῦτα μελήσεται Il.1.523
; μή τί τοι ἡγεμόνος γε ποθὴ μελέσθω let it not weigh on thy mind, Od.10.505; τἀντεῦθεν.. αὐτῷ μελέσθωΛοξίᾳ A.Eu.61
;τἀνθάδ' ἂν μέλοιτ' ἐμοί S.El. 1436
;γάμους.. σοὶ χρὴ μέλεσθαι E.Ph. 759
, etc.; ἰαχὰν μελομέναν νεκροῖς ib. 1302: rarely impers.,σοὶ.. μελέσθω φρουρῆσαι S.El.74
;μέλεταί τινί τινος Theoc. 1.53
, Orac. ap. Luc.Alex.24.2 [dialect] Ep. [tense] pf. and [tense] plpf. [voice] Pass. [full] μέμβλεται, [full] μέμβλετο (fr. μέ-μλ-εται, μέ-μλ-ετο), with [tense] pres. and [tense] impf. sense, ἦ νύ τοι οὐκέτι πάγχυ μετὰ φρεσὶ μέμβλετ' Ἀχιλλεύς (for μέλει); Il.19.343; μέμβλετο γάρ οἱ τεῖχος (for ἔμελε) 21.516;φόνος δέ οἱ οὐκ ἐνὶ θυμῷ μέμβλετο Od.22.12
;ᾗσιν ἀοιδὴ μέμβλεται ἐν στήθεσσιν Hes. Th.61
: hence later [dialect] Ep. formed a [tense] pres. μέμβλομαι, [ per.] 2pl.μέμβλεσθε A.R.2.217
; [ per.] 3pl. μέμβλονται, in act. sense (cf. B. 11 infr.),μ. πόνοισι Opp.H.4.77
: the regul. [tense] pf. and [tense] plpf. (with [tense] pres. and [tense] impf. sense) also occur in later Poets,μεμέληται Opp.C.1.436
;Φοίβῳ μεμελήμεθα AP10.17
(Antiphil.);μεμέληνται Call.
Fr.anon. 119, Opp.C.1.349: 2 and 3 [tense] plpf. μεμέλησο, -το, AP5.219 (Agath.), Theoc.17.46; part. μεμελημένος, α, ον, cared for,πολλοῖς μεμελημέναι ἡρωῖναι Id.26.36
, cf. AP7.199 (Tymn.): [tense] aor. part. [voice] Pass. μεληθέν ib.5.200; cf. βέβλεσθαι.B with an object, care for, take an interest in a thing, c. gen., Hom. only in [tense] pf. part., μέγα πλούτοιο μεμηλώς busied with, attending to.., Il.5.708;μέγα πτολέμοιο μεμηλώς 13.297
: later in [tense] pres., (lyr.);μέλειν μὲν ἡμῶν S.Aj. 689
;δεινόν σε.. τικτούσης μέλειν Id.El. 342
: later c. dat., care for,μέλω κύρτοις AP10.10
(Arch. Jun.);θεοῖς μέλοντες Plu.Sull.7
: abs., to be anxious,μέλει.. κέαρ A.Th. 288
, cf. Pers. 1049 (both lyr.);μελούσῃ καρδίᾳ E.Rh. 770
.3 c. inf., θεοὶ τῶν ἀδίκων μέλουσι ( μέλλουσι codd. opt.)καὶ τῶν ὁσίων ἐπᾴειν E.HF 773
(s.v.l.).II [voice] Med. μέλομαι, care for, take care of, c. gen., A.Th. 177 (lyr.), S.OT 1466, E.Hipp. 109, Heracl. 354 (lyr.), A.R.1.967; τὰ λοιπά μου μέλου (where τὰ λ. is adverbial) S.OC 1138;μεμελημένοι ἀέθλων Opp.H.4.101
: c. dat.,ἐτητυμίῃ μεμελημένος Call. Aet.3.1.76
;ἱππασίῃ μεμελημένον ἦτορ Q.S.4.500
: c. acc., μέλομαι ῥόδον (prob. l. for μέλπομαι) Anacreont.53.2: with Preps., μέλεσθαι ἀμφί τι or τινος, A.R.2.376, 4.491;ἀμφ' αἰγῶν μεμελημένοι AP6.221
(Leon.);ἐμέλοντο περὶ σφίσιν A.R.3.1172
: c. inf.,μέλομαι.. ἀείδειν Anacr.65
;μελέσθω λαὸς ἐκπονεῖν ἄκη A.Supp. 367
, cf. E.Heracl.96 (lyr.): [tense] aor. in same sense, c. gen.,τάφου μεληθείς S.Aj. 1184
. -
95 μερίς
A part, portion, Pl.Sph. 266a, etc.;κρεῶν Pherecr.45
(lyr.), D.43.82, cf. Thphr.Char.30.4, LXX Ge.43.34, Plu. Ages.17, Hippoloch. ap. Ath.4.130d;μ. δίκρεως SIG1013.4
(Chios, iv B. C.); γυναιξὶν μερίδας ποησάντωσανἴσας ib.1044.42 (Halic., iv/iii B. C.): metaph., Vett.Val.345.16; τὴν μ. τὴν ἐξ Ἀρείου πάγου portion of sacrificial meat allotted to a member of the court, Din.1.56;τὴν τοῦ Προμηθέως μ. Luc.Merc.Cond.26
;μ. τῆς οὐσίας Men.235.5
, cf. PLond.3.880 (ii B. C.); share in a mine, D.42.3: generally, ἐκτῶν λόγων μ. ἑκατέρῳ ἴση ἐστί (with vv. ll.), Antipho 5.51;ἐν προσθήκῃ μ. οὐ μικρά D.2.14
.2 contribution, quota, μερίδ' εἰς σωτηρίαν ὑπάρχειν contribute to.., Id.21.70; μεγάλη.. μ. καὶ πλεονεξία ib.184;τὰ δεῖπνα πρὸς μερίδα γίγνεται Plu.2.644c
;ἀποστείλαντος μερίδα τοῦ φίλου Thphr.Char.17.2
.3 plot of ground, LXX 4 Ki.9.21, al., CIL11.1147 pp.iii 2, vi86, al. ([place name] Veleia);μ. γῆς PStrassb.84.3
(ii B. C.).b region, district, PPetr. 3pp.28,78 (iii B. C.), PTeb.32.18 (ii B. C.), OGI177.12 (Egypt, ii/i B. C.), Act.Ap.16.12, etc.c Astrol.,ἡ κάτω μ. S.E.M.5.15
.d metaph., province, Jul. adThem.266b.II division, class, , cf. Jul.adThem.253c; esp. in political sense, party, faction, Pl. Lg. 692b, D.18.64;ἡ Σύλλα μ. Plu.2.203b
.III = μέρος IV. 3,εἰς ἀρετῆς μερίδα τὸ ψεύσασθαι τιθέμενος Id.Mar.29
;χρυσὸν ἐν οὐδενὸς μερίδι ποιήσασθαι Paus.10.28.4
.IV of persons, κακὰ μ. you bad lot! AP7.433 (Tymn.), cf. 355.3 (Damag.). -
96 μεταβολή
μεταβολ-ή, ἡ,2 exchange, barter, ἐπὶ μεταβολῇ with a view to traffic, Th.6.31: metaph.,οὔ τιν' ἀπαλλαγὴν τῶν κακῶν ἀλλὰ μ. μειζόνων Epicur.Fr. 479
.4 payment by transfer in an account, PLond.3.1129b7 (ii A. D.).II (from [voice] Med.) transition, change, ἀρχὰ κινήσιος καὶ μεταβολᾶς [Philol.] 21, cf. Chrysipp.Stoic.2.160;μετάστασις καὶ μ. D.2.13
;ἐκ μεταβολῆς Men.712
, Plb.1.61.7, D.S.13.24;πάλιν ἐκ μ. Aeschin. 2.9
: freq. in pl., changes, vicissitudes,τῶν ὡρέων Hdt.2.77
, cf. Arist.HA 596b23; ;αἱ μ. κάτω τε καὶ ἄνω γιγνόμεναι Pl.Phlb. 43b
, cf. Antipho 2.4.9;αἱ πλεῖσται μ. μάλιστα τέρπουσιν Hp.Vict.1.18
;ἦμαρ <ἕν> τοι μ. πολλὰς ἔχει E.Fr. 549
;τῆς γῆς ἡ ἀρίστη αἰεὶ τὰς μ. τῶν οἰκητόρων εἶχεν Th.1.2
: c. gen. objecti, change from a thing,μεταβολὰ κακῶν E.HF 735
; rarely, change to..,ἀπραγμοσύνης μ. Th.6.18
: more freq. with Preps.,μ. ἐκ φιλοτίμου εἰς φιλοχρήματον Pl.R. 553d
; ἐκ προστάτου ἐπὶ τύραννον ib. 565d;ἐκ τοῦ εἶναι ἐπὶ τὸ μὴ εἶναι Id.Prm. 162c
;ἡ ἐπὶ τὸ χεῖρον μ. Diph.104
; ἡ ἐναντία μ. change to the contrary, Th.2.43; ἅμα τῇ μ. τῇ ἐς Ἕλληνας their going over to the Greeks, Hdt.1.57;ἡ πρὸς Ῥωμαίους μ. Plb.9.26.2
;μ. μεταβάλλειν Pl.R. 404a
, Arist.Po. 1449a14: prov.,μ. πάντων γλυκύ E.Or. 234
, cf. Arist.Rh. 1371a28, Antiph.207.5.4 migration, [τὰ ζῷα] ποιούμενα τὰς μ. Arist. HA 597a3
: euphemism for death, Philostr.VA8.31, Corp.Herm.11.15,12.6.5 as Military term, wheeling about, being a doubleκλίσις, ἡ εἰς τοὔπισθεν μ. Plb.18.30.4
.6 of literary style, variety, Caecil.Calact. ap. Quint.9.3.38;μ. καὶ ποικίλον D.H.Pomp.3
: pl., Longin.5, 23.1.7 in Music, modulation, e.g. of τόνος or γένος, Aristox.Harm.p.38 M., Cleonid.Harm.13, Bacch.Harm.50, Aristid. Quint.1.11, Ptol.Harm.2.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταβολή
-
97 μεταβουλεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταβουλεύω
-
98 μεταπίπτω
A fall differently, undergo a change,a in form, Heraclit.88, Meliss.8, Pl.Cra. 440a, etc.;πολλαχῶς μ. Diog.Apoll.2
;μ. τὸ εἶδος Hdt.6.61
;μ. εἰς ἄλλο εἶδος Pl.Cra. 440b
;ἐκ γυναικὸς ἐς ὄρνεον Luc.Philops.2
: Gramm.,τὸ ᾱ μ. εἰς τὸ ο ¯ A.D.Adv.188.25
; fall into disrepair, PSI4.444.3 (iii B. C.).b in mind, change one's opinion suddenly, ;ἐξ ἐχθίστου μ. Ar.Av. 627
: abs., Isoc.9.50, Plb.5.49.7, PRyl.118.4 (i B. C.); alsoμ. εἰς τἀναντία τῆς γνώμης Plb.21.7.7
.2 of place, migrate, be transferred, Arist. Mete. 360b18, al.; of votes, , cf. Aeschin.3.252; but ὀστράκου μεταπεσόντος on the fall of the sherd with the other side uppermost, prov., of a sudden change (borrowed from the game ὀστρακίνδα), Pl.Phdr. 241b, cf. Sch.3 of conditions, circumstances, etc.,μεταπίπτοντος δαίμονος E.Alc. 913
(anap.);μ. ἄνω κάτω Pl.Grg. 493a
;τοὐναντίον μεταπέπτωκεν Id.Tht. 162d
;τὰ μὲν [πάθη] ταχὺ μεταπίπτειν εἴθισται D.26.18
;τὸ τῆς τύχης γὰρ ῥεῦμα μ. ταχύ Men.Georg.Fr.2
; freq. of political changes, undergo revolution, Th.8.68, Pl.Ep. 325a; μετεπεπτώκει τὰ πράγματα a revolution had taken place, Lys.20.14; ; also : generally, change for the worse,ἐξ εὐπορίης εἰς πενίην Democr.101
;εἰς δουλείαν Lycurg.50
;ἐξ εὐτυχίας εἰς δυστυχίαν Arist. Po. 1453a2
; also, for the better,μ. ἐκ τοῦ κακῶς πράττειν Lycurg.60
; ;τοῦ πυκνὰ μεταπίπτοντος κριτηρίου Epicur.Fr. 230
; of a person, to be variable,μ. καὶ μεταρριπίζεσθαι Arr. Epict.1.4.19
.b μεταπίπτοντες λόγοι fallacies due to a change in meaning of terms, ib.1.7.1; συλλογισμοὶ μ. ib.2.17.27.II c. gen. rei, fall from, fail of.., .III of property, to be transferred,εἴς τινα ἐξ ὀνόματός τινος Stud.Pal.4.114.14
(ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταπίπτω
-
99 μετάπτωσις
A change, Pl.Lg. 895b, etc.;τῶν πραγμάτων Arist.MM 1207b12
;τὸ κατὰ μετάπτωσιν ἐνόχλημα Epicur.Fr. 154
;ὁ βίος ἀδήλους τὰς μ. ἔχει Men.Mon. 581
;εἰς ἄλληλα Str.17.1.36
: pl., OGI335.128 (Pergam.); -σεις λημμάτων, λόγων, Arr.Epict.1.7.20, 3.2.17; εἰ.. εἰς μ. ἔσται ὁ ἀγρός if it shall be transferred, CIG 3702 ([place name] Mysia);ἡ ἐκ τύχης ἄνω καὶ κάτω μ. Ael.VH2.29
.III Gramm., inflexion, μ. εἰς ἀριθμόν, πτῶσιν, A.D. Adv.181.2: generally, change, μ. τοῦ ο ¯ εἰς τὸ ᾱ Tryphoib.174.4;ἐκ -πτώσεως A.D.Synt.50.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετάπτωσις
-
100 μεταφέρω
A : [tense] aor.μετήνεγκα D.18.108
, part. - ενεγκών ib. 225: [tense] pf.μετενήνοχα Pl.Criti. 113a
, and [voice] Pass. - ενήνεγμαι Id.Prt. 339a:—carry across, transfer, ; ; ἀπὸ τούτου ἐφ' ἕτερον δικαστήριον Lex ap.eund. 21.94;τὴν ἀδικίαν εἰς τὸν αὑτοῦ νόμον Id.24.76
;ἐπὶ μὴ προσήκοντα πράγματα τοὺς λόγους Id.20.113
; divert funds to other uses, SIG577.65 (Milet., iii/ii B. C.); μ. κέντρα πώλοις apply the goad to the horses in turn, E.Ph. 178 (lyr.);μ. ἐπ' ἀνθρώπους τὰς μηχανάς X.Cyr.1.6.39
; shift,μ. τὰ σκεύη Thphr.Char.10.6
; μ. τι ἐπὶ τἀληθές translate it into reality, Pl.Ti. 26c; μ. [τὰ ὀνόματα] εἰς τὴν αὑτῶν φωνήν translate them into their own language, Id.Criti. 113a;τὸ τῶν λῃτουργιῶν ὄνομ' ἐπὶ τὸ τῶν ἱερῶν μ. D.20.126
; of officials, transfer to another post, BGU15.11 ([voice] Pass., ii A. D.); transfer a sum in an account, PRev.Laws 16.10, al. (iii B. C.):—[voice] Med., bring over with one, ἐξ Αἰγίνης Ἀθήναζε μετενεγκαμένη τὴν πορνείαν Theopomp. Hist. 244; :—[voice] Pass., to be transferred,εἰς ποίησιν Pl.Prt. 339a
;μ. ἐνθένδε ἐκεῖσε Jul.Or.3.122b
.2 change, alter,εἰ καὶ πάλιν γνώμην μετοίσεις S. Ph. 962
;μ. τοὺς χρόνους D.18.225
; τὴν ἀξίωσιν μ. change, confound, Aeschin.3.220; of Poets,μ. ταὔτ' ἄνω τε καὶ κάτω Xenarch.7.2
:— [voice] Pass.,μετενήνεκται ὑμῖν τὰ τῆς πόλεως δίκαια Aeschin.3.193
; κύνες πυκνὰ μεταφερόμεναι doubling and casting about, X.Cyn.4.5.3 Rhet., transfer a word to a new sense, use it in a changed sense: and abs., employ metaphor, Arist.EN 1167a10:—[voice] Pass.,εὖ μετενήνεκται Id.Rh. 1405b6
, cf.μεταφορά 11
;ἀφ' ἑτέρων πραγμάτων μ. τὰς ὀνομασίας Phld.Rh.1.167
S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταφέρω
См. также в других словарях:
κάτω — και κάτου επίρρ. τοπ. 1. χαμηλά, στο έδαφος: Άφησε κάτω το δέμα. 2. στο κάτω μέρος, αποκάτω: Τον χτύπησε κάτω από το μάτι. 3. με την πρόθεση από και αιτ. αριθμητικού σημαίνει λιγότερο: Κοστίζει κάτω από πεντακόσιες λίρες. 4. με την πρόθεση σε και … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… … Dictionary of Greek
κάτω — κάτος following masc/fem/neut nom/voc/acc dual κάτος following masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) κάτω downwards indeclform (adverb) κατόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κατόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάτω Κλεινών, δήμος — Νέος δήμος (3.963 κάτ.) του νομού Φλωρίνης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από την πρώην ομώνυμη κοινότητα καθώς και από τις πρώην κοινότητες Αγίας Παρασκευής, Ακρίτα, Άνω Καλλινίκης, Άνω Κλεινών, Εθνικού, Κάτω Καλλινίκης … Dictionary of Greek
Κάτω Νευροκοπίου, δήμος — Δήμος (8.026 κάτ.) του νομού Δράμας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και από τις πρώην κοινότητες Αχλαδέας, Βαθυτόπου, Βώλακας, Γρανίτου, Δασωτού, Εξοχής, Καταφύτου, Κάτω Βροντούς,… … Dictionary of Greek
Κάτω Πεδινά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 940 μ., 87 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Τα Κ.Π. βρίσκονται στο δυτικό τμήμα του νομού, στο δυτικό Ζαγόρι, 37 χλμ. ΒΔ της πόλης των Ιωαννίνων. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Κεντρικού Ζαγορίου. Η… … Dictionary of Greek
Κάτω Αιγάνη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 78 κάτ.) στην πρώην επαρχίας Τιρνάβου του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, στις εκβολές του Πηνειού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κάτω Ολύμπου … Dictionary of Greek
Κάτω Αλισσός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 434 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται προς τα παράλια, ανατολικά και κοντά στην Κάτω Αχαΐα, 22 χλμ. ΝΔ της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δύμης … Dictionary of Greek
Κάτω Βροντού — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 528 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, 59 χλμ. ΒΔ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κάτω Νευροκοπίου … Dictionary of Greek
Κάτω Ελληνικά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 264 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις βόρειες απολήξεις του όρους Αράκυνθος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράς Πόλης Μεσολογγίου.… … Dictionary of Greek
Κάτω Ζαχλωρού — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στην κοιλάδα του Βουραϊκού ποταμού, 82 χλμ. ΝΑ της πόλης της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαβρύτων.… … Dictionary of Greek