-
1 κάθετος
-
2 κάθ-ετος
κάθ-ετος, hinab-, hinuntergelassen, hineingesteckt; ἀμνός, nach den VLL. ὁ καϑιέμενος ἐς τὸ πέλαγος, wie auch von einem zum Opfer des Poseidon ins Meer versenkten Ochsen, Phot. u. Harpocr. aus Lys.; μόλιβδος, Senkblei; – ϑύρα, Fallthür, Schol. Eur. Phoen. 115; – ἡ κάϑετος, die Grundangel, Opp. Hal. 3, 77. 138; τριχίνη Ant. Sid. 96 (VII, 637). – Bes. aber sc. γραμμή, die senkrechte Linie, Perpendikel, Tim. Locr. 98 b u. Sp., wie Sezt. Emp. adv. phys. 2, 57. 81 u. sonst; πρὸς τἡν κάϑετον μετρεῖν, nach dem Bleiloth, ep. bei Plut. Aem. P. 15. Daher auch die senkrechte Höhe, Strab. VIII, 379.
См. также в других словарях:
κάθετος — let down masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθετος — η, ο, θηλ. και ος (Α κάθετος ον) [καθίημι] 1. αυτός που έχει αφεθεί προς τα κάτω, ο κατακόρυφος προς την επιφάνεια τής γης 2. (γεωμ.) αυτός που έχει τέτοια διεύθυνση ώστε να σχηματίζει με άλλον ορθή γωνία (α. «κάθετα επίπεδα, β. «κάθετη τομή») 3 … Dictionary of Greek
κάθετος — η, ο επίρρ. α 1. ο αφημένος προς τα κάτω, αυτός που κρέμεται από κάποιο σημείο και διευθύνεται κατακόρυφα προς το έδαφος: Η φράση των αρχαίων «κάθετος μόλυβδος» σήμαινε μια μολύβδινη βολίδα που δενόταν στο άκρο σκοινιού και πεταγόταν στη θάλασσα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάθετος κύκλος — (Αστρον.). Μεγάλος κύκλος της ουράνιας σφαίρας, που είναι κάθετος στον ορίζοντα και περνά από το ζενίθ ενός τόπου. Ονομάζεται και κατακόρυφος κύκλος … Dictionary of Greek
κάθετος ή κάθετη — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία. Μια ευθεία ε λέμε ότι είναι κ. σε μια άλλη ευθεία ε’, αν τέμνονται έτσι ώστε οι τέσσερις γωνίες που σχηματίζονται να είναι ίσες μεταξύ τους. Οι γωνίες αυτές ονομάζονται ορθές. Μια ευθεία ε λέμε ότι είναι κ … Dictionary of Greek
κάθετος ρυθμός — Η τρίτη φάση της εξέλιξης της γοτθικής αρχιτεκτονικής στην Αγγλία, που αντικατέστησε τον φλογωτό ή φλογοειδή ρυθμό κατά τα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την τοποθέτηση παράλληλων ξύλινων ράβδων επάνω στα παράθυρα… … Dictionary of Greek
δεύτερη κάθετος — Το μοναδικό διάνυσμα που ορίζεται από τη σχέση: όπου η πρώτη κάθετος καιτο εφαπτομενικό διάνυσμα μοναδιαίου μήκους μιας λείας καμπύλης του χώρου (s το μήκος τόξου που μετράται από κάποιο σημείο της καμπύλης). Τα τρία διανύσματα συνδέονται … Dictionary of Greek
καθέτω — κάθετος let down masc/fem/neut nom/voc/acc dual κάθετος let down masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) καθέτης portcullis masc gen sg (attic epic ionic) καθίημι let fall aor imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθέτως — κάθετος let down adverbial κάθετος let down masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθετον — κάθετος let down masc/fem acc sg κάθετος let down neut nom/voc/acc sg καθίημι let fall aor imperat act 2nd dual καθίημι let fall aor ind act 2nd dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθέτοις — κάθετος let down masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)