-
1 στελεά
Grammatical information: f.Meaning: `shaft of an axe, hack, hammer etc.' (- ειή φ 422 and - εά Aen. Tact. `cavity for the shaft' after Bérard REGr. 68, 8f. and Pocock AmJPh 82, 346ff. with Eust., H. and EM).Other forms: - εή (A. R.), στειλειή (φ 422; v.l. Nic. Th. 387); - εόν (Aen. Tact., Babr.), στειλειόν (ε 236) n.; - εός and - ειός (Att. inscr.) m.; - εός or - εόν (hell. a. late); στειλεός (Hp. with vv. ll.), στειλειός (Aesop.), gen. - ειοῦ (Nic. Th. 387 as v. l.)Derivatives: στειλει-άριον (Eust.) and the denom. ptc. ἐστελεωμένος `provided with a shaft' (AP). -- Beside it στέλεχος n. (m.) `the end of the stem at the root of a tree, stump, log, stem, branch' (Pi., IA.; on the eaning Strömberg Theophrastea 95ff.). Some compp., e.g. πολυ-στελέχ-ης (Thphr.), - ος (AP) `with many stems' (cf. Strömberg 103 f.). From this στελέχ-ια πρέμ\<ν\>ια H., - ώδης `stem-like' (Thphr., Dsc.), - ιαῖος `serving as a stem' (Gal.), - ηδόν `according to the kind of stem' (A. R. 1, 1004 as v. l. for στοιχηδόν).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)Etymology: On the formation: στελ-εά like δωρ-εά, γεν-εά, - εός, - εόν as κολ-εός, - εόν, θυρ-εός; στειλ-ειή as ἀρ-ειή, νευρ-ειή ( στειλ- metr. lengthening(?); cf. Schwyzer 469 n. 3 w. lit., Risch 120f., Chantraine Form. 51 a. 91. With στέλε-χος cf. τέμα-χος, σέλα-χος a.o. (Schwyzer 496, Chantraine 403). Both στελεά, - εός, - εόν and στέλεχος are based on an unknown, prob. nominal basis, perh. *στέλος n. (Schulze Q. 175), which fits unproblem. to Arm. steɫn, pl. steɫun-k` `stem, shaft, stalk, twig' and to Germ. words like OE stela m. `stalk of a plant', Norw. stjøl `stalk'; further s. στέλλω (with στόλος). Cf. also στήλη. -- The variation shows that the word is Pre-Greek, with a \> ε(ι) before palatal ly. Was the word *stalyaya?Page in Frisk: 2,785-786Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στελεά
-
2 τάριχος
τάρῑχος, τάριχος 1dead body preserved by embalming: masc nom sgτάρῑχος, τάριχος 2dead body preserved by embalming: neut nom /voc /acc sg -
3 μορύσσω
Meaning: only ptc. pf. μεμορυχμένος (v.l. - γ-) `defiled, blackened' (ν 435, Nic., Q. S., Opp.), also opt. aor. 2. sg. μορύξαις `one should besmear' (Nic. Al. 144).Derivatives: Beside μορυχώτερον comp. as adv. `darker' (v.l. in Arist. Metaph. 987 a 10), Μόρυχος surn. of Dionysos in Sicily (Sophr. 94; as his face was besmeart with yeast at the wine-harvest), also name of a tragic poet (Ar.) with Μορυχία οἰκία (Pl. Phdr. 227b); s. Praechter Herm. 42, 647. On Μόρυχος cf. ἥσυχος, βόστρυχος uad the popular words in - χος, s. Chantraine Form. 402 ff.; a backformation from μορύσσω (with anal. - ύσσω, Schwyzer 733) is possible.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: On Μόρυχος cf. ἥσυχος, βόστρυχος and the popular words in - χος, s. Chantraine Form. 402 ff.; a backformation from μορύσσω (with anal. - ύσσω, Schwyzer 733) is possible. Possible Greek cognates are mentioned under μόρφνος (s..); outside Greek some Slavic words for `smear etc.' may be considered, e.g. Russ. mará-ju, -tь `smear, stain etc.' (IE mōr-), s. Vasmer s.v. with more forms. Uncertain considerations from Armenian (after H. Petersson LUÅ 1916, 40) in WP. 2, 280, Pok. 734, Hofmann Et. Wb. s. v. Other combinations (to μύρον, σμύρις; after L. Meyer 4, 404f., Torp in Fick 3, 527) in Bq. - If the word is Pre-Greek, it could stand for *μαρυ-.Page in Frisk: 2,257Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μορύσσω
-
4 άψυχος
-
5 ἄψυχος
-
6 έμψυχος
-
7 ἔμψυχος
-
8 αταλόψυχος
-
9 ἀταλόψυχος
-
10 βεβρυχός
βεβρῡχός, βρυχάομαιroar: perf part act neut nom /voc /acc sg (epic) -
11 δίψυχος
δίψῡχος, δίψυχοςdouble-minded: masc /fem nom sg -
12 εύψυχος
-
13 εὔψυχος
-
14 ισόψυχος
-
15 ἰσόψυχος
-
16 καταβόστρυχος
καταβόστρῡχος, καταβόστρυχοςwith flowing locks: masc /fem nom sg -
17 κεκηρυχός
κεκηρῡχός, κηρύσσωto be a herald: perf part act neut nom /voc /acc sg -
18 μεγαλόψυχος
μεγαλόψῡχος, μεγαλόψυχοςhigh-souled: masc /fem nom sg -
19 μικρόψυχος
μῑκρόψῡχος, μικρόψυχοςmeanspirited: masc /fem nom sg -
20 ολιγόψυχος
См. также в других словарях:
μείλιχος — και αιολ. τ. μέλλιχος, ον (Α) 1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ. β. «ἔκ δ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.) 2. επίθετο τής Λητούς, τού Ύπνου και τής … Dictionary of Greek
στέλεχος — Στη φυτολογία σ. είναι συνώνυμο του βλαστού, που χρησιμοποιείται περισσότερο στην περίπτωση των ποωδών φυτών. Λέγεται και καυλός. Πρόκειται για το όργανο στήριξης στα ανώτερα φυτά. Πάνω σ’ αυτόν βρίσκονται γενικά διάφορα όργανα και κυρίως τα… … Dictionary of Greek
АФИНА ПАЛЛАДА — • Παλλὰς Άθήνη, Άθηναίη, Άθηνα̃, дочь сильного отца (Όβριμοπάτρη, Ноm. Od. 1, 101), Зевса, не имевшая матери. Гесиод (Hesiod. theog. 886 слл. ср. Hom. hymn. 28. ει̉ς Άθηνα̃ν) говорит, что она родилась из головы Зевса, после того как… … Реальный словарь классических древностей
σέλαχος — (I) ο, Ν ζωολ. παλαιότερη λόγια ονομασία για το σελάχι. (II) άχεος, τὸ, Α συν. στον πληθ. τὰ σελάχη ο σέλαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός με επίθημα χος (πρβλ. τέμα χος, τάρι χος) από την λ. σέλας*, πιθ. λόγω τής φωσφορίζουσας ακτινοβολίας… … Dictionary of Greek
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek
АТТИКА — • Attĭca, ή Άττική (от ακτή, вместо ακτική), называлась раньше также Άκτή, «прибрежная страна», а у поэтов Μοψοπία, или Ίωνία, или Ποσειδωνια и была важнейшей из 8 областей, составлявших собственную (среднюю) Элладу. Она имела форму … Реальный словарь классических древностей
βήχω — (Μ βήχω, Α βήσσω και βήττω) έχω βήχα νεοελλ. μιμούμαι τον ήχο του βήχα συνθηματικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βήσσω < βηξ( χός), το δε βήχω < έβηξα, αόρ. του βήσσω, κατά το σχήμα: έβρεξα βρέχω, επρόσεξα προσέχω, έτρεξα τρέχω και με επίδραση του βήξ(… … Dictionary of Greek
κόψιχος — κόψιχος, ὁ (Α) 1. ο κότσυφας 2. είδος θαλάσσιου ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kops(o) , η οποία προήλθε πιθ. από ηχομίμηση. Συνδέεται με το αρχ. σλαβ. kosu «κοτσύφι» (< *kopso ) και εμφανίζει κατάλ. ι χος (πρβλ. μείλ ι χος). Ο τ.… … Dictionary of Greek
μίαχος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. «μίασμα, ἀσέβημα» 2. «τὸ δυσῶδες». [ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. μια τού μιαίνω, πιθ. με επίθημα χος (πρβλ. βόστρυ χος)] … Dictionary of Greek
μορύσσω — (Α) 1. μολύνω, λερώνω, βρομίζω 2. αναμιγνύω, ανακατώνω 3. μωλύνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μορύσσω και μόρυχος εμφανίζουν πιθ. την ετεροιωμένη βαθμίδα *mor( u ) τής ΙΕ ρίζας *mer «σκούρα χρώματα, βρόμικη κηλίδα» (με παρέκταση u ) και συνδέονται πιθ. με… … Dictionary of Greek
ουραχός — ο (Α οὐραχός) νεοελλ. ανατ. το ενδοκοιλιακό εξωπεριτοναϊκό τμήμα τού αλαντοειδούς πόρου στο έμβρυο, το οποίο πριν από τον τοκετό μεταπλάσσεται σε μέσο ομφαλοκυστικό σύνδεσμο αρχ. 1. ο αγωγός τών ούρων στο έμβρυο 2. το κορυφαίο άκρο τής καρδιάς 3 … Dictionary of Greek