Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ῖτις

См. также в других словарях:

  • -ίτις — ῑτις (ΜΑ) βλ. ίτιδα …   Dictionary of Greek

  • -ίτιδα — (ΑΜ ῑτις) κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τις ( ι τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών ίτης*. Τα ουσ. σε ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε ίτης (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ηφαιστίτις — ἡφαιστῑτις, ή (Α) άγνωστος πολύτιμος λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ήφαιστος + επίθημα ιτις (πρβλ. ζεφυρ ίτις, χρυσ ίτις). Η λ. απαντά και ως αρσ. ο ηφαιστίτης] …   Dictionary of Greek

  • καπνίτις — καπνῑτις και καπνίτης, ἡ (Α) ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + ῖτις (πρβλ. ανθρακ ίτις, κεντρ ίτις). Το φυτό «καπνίτις» έλαβε αυτή την ονομασία είτε λόγω τού χρώματος τών φύλλων του είτε, πράγμα που φαίνεται λιγότερο πιθανό, επειδή ο χυμός… …   Dictionary of Greek

  • κληματίτις — κληματῖτις, ιδος, ἡ (Α) 1. (ως επίθ. για άμπελο) αυτή που έχει μακριά αναρριχώμενα κλαδιά («κληματῖτις ἀριστολόχεια», Διοσκ.) 2. ως ουσ. το φυτό κληματίς ή λευκάμπελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα, ατος + επίθημα ῖτις, ίτιδος (πρβλ. κεγχρ ίτις, κεντρ… …   Dictionary of Greek

  • κρηνίτις — κρηνῑτις, ιδος, ἡ (Α) φρ. «κρηνῑτις βοτάνη» βότανο που φύεται κοντά σε κρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. ῖτις (πρβλ. συκ ίτις, φυκ ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • κυαμίτις — κυαμῑτις, ιδος, ἡ (Α) (ενν. αγορά) τόπος αγοράς κυάμων στην αρχαία Αθήνα («ἐπὶ τὴν κυαμῑτιν πορευομένοις, κατὰ τὴν ἱερὰν ὁδὸν τὴν ἐπ Ἐλευσῑνα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + κατάλ. ῖτις (πρβλ. καλαμ ῖτις, σησαμ ῖτις)] …   Dictionary of Greek

  • κυανίτις — κυανῑτις, ίτιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει χρώμα σκοτεινό με απόκλιση προς το κυανό («αἱ ὄψιες αἱ διεφθαρμέναι αὐτόμαται κυανίτιδες γιγνόμεναι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ῖτις (πρβλ. βαλαν ῖτις, καλαμ ῖτις)] …   Dictionary of Greek

  • κυμβαλίτις — κυμβαλῑτις, ίτιδος, ἡ (Α) το φυτό κοτυληδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβαλον + κατάλ. ίτις (πρβλ. ηπατ ίτις, ριν ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • λεπτίτις — λεπτῑτις, ίτιδος, ἡ (Μ) φρ. «λεπτίτιδες κριθαί» είδος λεπτής κριθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός + κατάλ. ῖτις (πρβλ. κυαμ ίτις, σησαμ ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • ληίτις — ληΐτις, ίτιδος, ἡ (Α) 1. (επίθ. τής Αθηνάς) αυτή που λαφυραγωγεί, που συνεργεί στη λεία, στη λαφυραγώγηση 2. αιχμάλωτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐη, ιων. τ. τού λεία, + επίθημα ίτις (πρβλ. κρην ίτις, στεφαν ίτις)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»