-
61 βλεπτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλεπτικός
-
62 βλεφαρικός
A of or for the eyelids, collyria Cael.Aur.TP4.2.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλεφαρικός
-
63 Βοιωτός
Βοιωτός, ὁ,A a Boeotian, Il.2.494, etc.:—[full] Βοιωτία, ἡ, Boeotia, so called from its cattle-pastures:—Adj. [full] Βοιώτ-ιος, α, ον, Boeotian, Hes. Fr. 132, etc.; with a notion of gluttonous,οὕτω σφόδρ' ἐστὶ τοὺς τρόπους Β. Eub.39
, cf. 34; εἰμὶ γὰρ *b.πολλὰ.. ἐσθίων Mnesim.2
;ὀξύπεινον ἄνδρα καὶ Β. Demonic.1
; and of dull, stupid, Plu.2.995e: prov.,ὗς Βοιωτία Pi.O.6.90
, cf. Fr.83; also Β. νόμος, melody used in κιθαρῳδία, S.Fr. 966, Plu.2.1132d; Βοιώτιον μέλος Sch.Ar.Ach.13:— also [suff] βοιωτ-ικός, ή, όν, πόλεμος D.S.14.81
, Plu.Lys.27, and [suff] βοιωτ-ιακός, ή, όν, IG11.161B122 (Delos, iii B. C.), Str.9.2.11. Adv. - ιακῶς (v.l. -ικῶς) ibid.; Βοιωτιακά, τά, title of work by Hellanicus, Sch.Il.2.494:—fem. [full] Βοιωτίς, ίδος, X.HG5.1.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Βοιωτός
-
64 βομβητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βομβητικός
-
65 βοτανικός
A of herbs,φάρμακα Plu.2.663c
; ἡ β. παράδοσις the science of herbal remedies, Dsc.1 Praef.1:—τὰ -κά Id.2
Praef.; β. ἰατρός herbalist, Gal.Thras.24; -κοί, οἱ, herb-gatherers, Id.14.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοτανικός
-
66 βουβωνιακός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουβωνιακός
-
67 βουκολικός
2 β. μέτρον metre used by pastoral poets, Plu. Metr.2; τομή ' bucolic' caesura, ib.3.II βουκολικός, ὁ, official in cult of Dionysus, IG22.1368.123.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουκολικός
-
68 βραχύβωλος
βρᾰχῠ-βωλος, ον,A with small or few clods, β. χέρσος a small spot of ground, AP6.238 (Apollonid.): Ἴκος ib.7.2 (Antip. Sid.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραχύβωλος
-
69 βραχυῆλιξ
βρᾰχῠ-ῆλιξ, - ῐκος,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραχυῆλιξ
-
70 βρυτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρυτικός
-
71 βυρσικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βυρσικός
-
72 βυρσοδεψικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βυρσοδεψικός
-
73 βωκολιάσδω
βωκολ-ιάσδω, [suff] βωκολ-ιαστής, [suff] βωκολ-ικός, [suff] βώκολ-ος, [dialect] Dor. for βουκ-. [full] βῶκος, ὁ, [dialect] Dor. for βοῦκος.II βωκός· τρυφερὸς χιτών, Hsch. (fort. βράκος).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βωκολιάσδω
-
74 βωμολοχικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βωμολοχικός
-
75 γαγγραινικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαγγραινικός
-
76 γαμικός
A of or for marriage, ; γ. ὁμιλία connubial intercourse, Arist.Pol. 1334b32;γ. ὑμέναιος Pherecr. 12
D.; γ. ὕμνος a bridal song, Hippoloch. ap. Ath.4.130a, Porph.Marc.2;συγγραφή POxy.1473.25
(iii A. D.); τὰ γ. bridal, wedding, Th.2.15; questions of marriage-rights, Id.6.6, cf. Arist.Pol. 1304a14. Adv. - κῶς ἑστιᾶν feast as at a wedding, Id.EN 1123a22.2 γαμικόν, τό, marriage-contract, POxy.903.17 (iv A. D.).II of persons, of marriageable age, Epigr.Gr.288.7 ([place name] Cyprus): pr. n. in IG14.496.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαμικός
-
77 γενεαλογικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενεαλογικός
-
78 γενεαρχικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενεαρχικός
-
79 γενεθλιαλογικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενεθλιαλογικός
-
80 γενετικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενετικός
См. также в других словарях:
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
Ίκος — Ονομασία ενός από τα νησιά των Θεσσαλικών Σποράδων κατά την αρχαιότητα, που είχε αποικιστεί από Κρήτες με τον Στάφυλο. Κατόπιν έγινε υποτελές των Αθηναίων, μαζί με τη Σκίαθο και την Πεπάρηθο. Σήμερα ονομάζεται Χιλιοδρόμια … Dictionary of Greek
ἰκός — ἴξ worm fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορπιλ(λ)ικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τορπίλες («τορπιλικός μηχανισμός») 2. το ουδ. ως ουσ. το τορπιλ(λ)ικό (στρ. ναυτ.) πολεμικό πλοίο, μικρού κατά κανόνα εκτοπίσματος, τού οποίου κύριο όπλο είναι οι τορπίλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η. Η … Dictionary of Greek
πτέρνιξ — ικος, ὁ, Α ο μεσαίος καυλός τής σικελικής κάκτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη / πτέρνα + επίθημα ιξ, ικος (πρβλ. στέρν ιξ, χόλ ιξ)] … Dictionary of Greek
σπόνδιξ — ικος, ὁ, Α αυτός που προσφέρει σπονδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + επίθημα ιξ, ικος (πρβλ. σπάδ ιξ)] … Dictionary of Greek
τετραέλιξ — ικος, ό, ἡ, Α 1. αυτός που έχει περιτυλιχθεί τέσσερεις φορές 2. το θηλ. ἡ τετραέλιξ είδος ακανθοειδούς φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ἕλιξ, ικος] … Dictionary of Greek
φόλλιξ — ικος, ἡ, Α τραχύτητα τού δέρματος που οφείλεται σε ψώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για παρλλ. τ. τής λ. φολίς* «λέπι, κηλίδα, στίγμα», με εκφραστικό διπλασιασμό τού λ και επίθημα ιξ, ικος (για την εναλλαγή ικ / ιδ στο… … Dictionary of Greek
άμβιξ — ( ικος) και άμβυξ ( υκος), ο (Α ἄμβιξ και ἄμβυξ) νεοελλ. 1. μεγάλη χύτρα όμοια με λέβητα 2. το σώμα τού αποστακτικού λέβητα 3. ολόκληρη η συσκευή απόσταξης, ο λαμπίκος αρχ. είδος ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι πιθανό να… … Dictionary of Greek
πέλιξ — ικος, ἡ, Α κύλιξ* ή προχοΐδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) + επίθημα ιξ (πρβλ. κύλιξ), αρχαιότατη λ. που μαρτυρείται πιθανότατα και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. perike = πέλικες)] … Dictionary of Greek
πολυάϊξ — ικος, ὁ, ἡ, Α 1. πολύ ορμητικός, σφοδρός («τὸ μὲν πλεῑον πολυάϊκος πολέμοιο χεῑρες ἐμαὶ διέπουσ », Ομ. Οδ.) 2. φρ. «κάματος πολυᾱϊξ» κόπωση που προέρχεται από την ορμή στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ᾱιξ (< θ. αιξ , πρβλ. μέλλ. ἀΐξ ω τού… … Dictionary of Greek