Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἵππαρχος

См. также в других словарях:

  • Ἵππαρχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵππαρχος — ruling the horse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος άρχοντας (; – 514 π.Χ.). Ήταν γιος του Πεισίστρατου και νεότερος αδελφός του Ιππία, μαζί με τον οποίο, μετά τον θάνατο του πατέρα τους (528 π.Χ.), ανέλαβε την εξουσία στην Αθήνα. Ο Ί. βρισκόταν στο προσκήνιο… …   Dictionary of Greek

  • Ίππαρχος — ο κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἱππάρχοις — Ἵππαρχος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππάρχοις — ἵππαρχος ruling the horse masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱππάρχου — Ἵππαρχος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππάρχου — ἵππαρχος ruling the horse masc gen sg ἱππάρχης gen sg (ionic) ἱππάρχης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱππάρχους — Ἵππαρχος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππάρχους — ἵππαρχος ruling the horse masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱππάρχων — Ἵππαρχος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»