-
1 Ίππαρχος
-
2 Ἵππαρχος
-
3 ίππαρχος
-
4 ἵππαρχος
-
5 ἵππαρχος
1 master of horses “ ἱππάρχου Ποσειδάωνος” P. 4.45 -
6 ἵππαρχος
ἵππαρχ-ος, ὁ,II commander of cavalry,τῆς ἵππου Hdt.7.154
; at Athens, IG22.116.15 (iv B.C.), Ar.Av. 799, Lys.16.8, Pl.Lg. 755c, 880d, X.Eq.Mag.1.7,al.;ἵ. εἰς Λῆμνον χειροτονεῖν Hyp.Lyc.17
, cf. D. 4.26; in other states, Th.4.72, IG7.2466 (Thebes, iii B.C.), etc.; in the Achaean league, ib.5(2).344.7 ([place name] Orchomenus), etc.; = Lat. magister equitum, D.S.12.64, Plu.Cam.5, etc.; = praefectus equitum, App.Hisp.47; cf. ἱππάρχης.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἵππαρχος
-
7 ἱππαρχέω
A to be ἵππαρχος, command cavalry, c. gen.,τῆς ἵππου Hdt.9.20
, 69;ἱππαρχηκὼς ἀνδρῶν καλῶν κἀγαθῶν Din.3.12
;ἱππέων D.21.164
: abs., X.Ages.2.4, Lys.26.20, D.21.172;οἱ ἱππαρχηκότες Hyp.Lyc. 17
; of the Roman magister equitum and praefectus equitum, D.C.43.48, App.BC5.8:—[voice] Pass., serve under an ἵππαρχος, Arist.Pol. 1277b10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππαρχέω
-
8 ἱππαρχικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππαρχικός
-
9 Ίππαρχε
-
10 Ἵππαρχε
-
11 Ίππαρχοι
-
12 Ἵππαρχοι
-
13 Ίππαρχον
-
14 Ἵππαρχον
-
15 Ιππάρχοις
-
16 Ἱππάρχοις
-
17 Ιππάρχου
-
18 Ἱππάρχου
-
19 Ιππάρχους
-
20 Ἱππάρχους
См. также в других словарях:
Ἵππαρχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵππαρχος — ruling the horse masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος άρχοντας (; – 514 π.Χ.). Ήταν γιος του Πεισίστρατου και νεότερος αδελφός του Ιππία, μαζί με τον οποίο, μετά τον θάνατο του πατέρα τους (528 π.Χ.), ανέλαβε την εξουσία στην Αθήνα. Ο Ί. βρισκόταν στο προσκήνιο… … Dictionary of Greek
Ίππαρχος — ο κύριο όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἱππάρχοις — Ἵππαρχος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππάρχοις — ἵππαρχος ruling the horse masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱππάρχου — Ἵππαρχος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππάρχου — ἵππαρχος ruling the horse masc gen sg ἱππάρχης gen sg (ionic) ἱππάρχης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱππάρχους — Ἵππαρχος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππάρχους — ἵππαρχος ruling the horse masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱππάρχων — Ἵππαρχος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)