-
1 ναύκραρος
ναύκρᾱρος, ναύκραροςthe chief official of a division: masc nom sg -
2 ναύκραρος
ναύκραρ-ος, ὁ, in early Athens,A the chief official of a division ([etym.] ναυκραρία) of the citizens for financial and administrative purposes, Lex Solonis ap.Arist.Ath.8.3, etc.;οἱ πρυτάνιες τῶν ν. Hdt. 5.71
; [Κλεισθένης] κατέστησε δημάρχους τὴν αὐτὴν ἔχοντας ἐπιμέλειαν τοῖς πρότερον ν. Arist.Ath.21.5
; cf.ναύκληρος 11.2
, ναύκλαρος. (- κραρος prob. = 'chief', cf. pr. n. [Λ]ακραρίδας IG7.1931
: from - κρᾱσρος, cf. κάρα.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναύκραρος
-
3 ναυκράροις
ναυκρά̱ροις, ναύκραροςthe chief official of a division: masc dat pl -
4 ναυκράρους
ναυκρά̱ρους, ναύκραροςthe chief official of a division: masc acc pl -
5 ναυκράρων
ναυκρά̱ρων, ναύκραροςthe chief official of a division: masc gen pl -
6 ναύκραροι
ναύκρᾱροι, ναύκραροςthe chief official of a division: masc nom /voc pl -
7 ναύκλαρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναύκλαρος
-
8 ναύκληρος
ναύκληρ-ος, ὁ,A shipowner and merchant (opp. ἔμπορος, q. v.), IG12.127.34, 128.4, Hdt.1.5, 4.152, S.Ph. 128, 547, E.Fr. 417, Ar.Av. 595, Th.1.137, X.Mem.3.9.11.3 generally, captain, commander, A.Supp. 177: as Adj.,ν. πλάτη S.Fr. 430
; ν. χείρ the master's hand, of a charioteer, E.Hipp. 1224;ν. πόλις Philostr.VS2.26.2
.II at Athens, one who rented and sub-let tenement-houses, Sannyr.6, Hyp.Fr.37, Diph.37, cf. Hsch., Poll.1.75.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναύκληρος
-
9 ναυκραρία
ναυκραρ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυκραρία
-
10 ναυκραρικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυκραρικός
-
11 ναύκληρος
Grammatical information: m.Meaning: `shipowner, (ship-)captain', who lets out his ship and places on board to other persons (IA.; on the meaning against ἔμπορος and κάπηλος Finkelstein ClassPhil. 30, 320 ff.); metaph. `owner of a rented house' (com.).Derivatives: ναυκληρ-ία f. `the position of a ναύκλη-ρος, ship-owners' society, navigation' (Att.; or from ναυκληρέω [s.below]); - ιον n. `freighter' (D., E.); ναυ-κλάρ-ιος surn. of Poseidon (Delos Ia), - κληρ-ικός `belonging to the ν.' (Pl. Lg.), ναυκληρώσιμοι στέγαι τὰ πανδοκεῖα H. (after μισθώσιμος; Arbenz 90). Denomin. ναυκληρ-έω 'be ναύκληρος' (Att.), metaph. `govern (a state)' (trag.), with ναυκληρήματα pl. `shipping' (Tz.). -- Besides ναύκραρος ( ναύκλαρος H.) m. name of the manager of a ναυκραρία (Lex Solonis ap. Arist. Ath. 8, 3, Hdt. u.a.) with ναυκραρ-ία f. part of a phyle in solonic Athens, for financial and administrative purposes (Arist. Ath. 8, 3), - ια n. pl. `registry of the ναύκραροι' (Ammon. Gramm.), - ικός `belonging to the ν-ρος or a ν-ρία' (Lex Solonis ap. Arist.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Through dissimilation and at the same time connection with the better understandable κλῆρος arose from the older ναύκρα-ρος, which remained only in techical sense, the usual ναύκλαρος, ναύκληρος. Prop. "who stands at the head of a ship"; so ναύ-κρᾱρ-ος with the same zero grade as the 2. member as in ὀρθό-κραιρα (s. κραῖρα). Here κρᾱ-ρ- can stand beside κερα-σ- or (better) for *κρᾱσ-ρ- which belong to *κρᾱσ-ν- in κρᾱν-ίον (s.v. and κάρᾱ); zero- and full grade forms in κάρηνα (\< *καρασ-ν-α) and Lat. cere-brum (\< * ceras-r-om), s. κάρηνα and κέρας. The same final element in Boeot. (Λ)α-κρᾱρίδας \< *Λά-κρᾱρ-ος; cf. Λέ-αρχος a.o. Solmsen RhM 53, 151 ff. -- Lat. LW [loanword] nauclērus; cf. Friedmann Die jon. u. att. Wörter 26ff., with v. Blumenthal Gnomon 15, 166 n. 2.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ναύκληρος
См. также в других словарях:
ναύκραρος — ναύκραρος, ὁ (Α) πολύ πλούσιος πολίτης ο οποίος ήταν αρχηγός τής ναυκραρίας και ασκούσε οικονομικά και διοικητικά καθήκοντα πριν από την εποχή τού Σόλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ναύκληρος] … Dictionary of Greek
ναύκραρος — ναύκρᾱρος , ναύκραρος the chief official of a division masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύκλαρος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ναύκραρος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύκραρος, με ανομοιωτική τροπή τού πρώτου ρ σε λ ] … Dictionary of Greek
ναύκληρος — και ναύκλερος, ο (ΑΜ ναύκληρος, Α θηλ. ισσα, Μ και ναύκλερος και νάφλερος) 1. αυτός που μεταφέρει επιβάτες ή εμπορεύματα με το πλοίο του αντί χρηματικού ποσού, ο ιδιοκτήτης πλοίου, ο πλοιοκτήτης («κι οι ξένοι ναύκληροι μακριά πικραίνονται και… … Dictionary of Greek
ναυκράρια — ναυκράρια, τὰ (ΑΜ, Μ και ναυκραρεῑα) [ναύκραρος] κατάλογος, αρχείο τών ναυκράρων μσν. τόποι στους οποίους βρίσκονταν τα κτήματα από τα οποία οι ναύκραροι εισέπρατταν τα δημόσια χρήματα … Dictionary of Greek
ναυκραρία — ναυκραρία, ἡ (Α) [ναύκραρος] (στην αρχ. Αθήνα) το δωδέκατο μέρος καθεμιάς από τις φυλές τής Αττικής … Dictionary of Greek
ναυκραρικός — ναυκραρικός, ή, όν (Α) [ναύκραρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ναυκράρους ή στη ναυκραρία … Dictionary of Greek
ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
Λ, λ — (αρχ. λάβδα, μεταγενέστερα λάμβδα). Το ενδέκατο γράμμα το ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό lâmedh, που γραφόταν  ή  και σήμαινε βούκεντρο. Οι αρχαίοι Έλληνες παράστησαν κατά ποικίλους τρόπους το λ:  (αρχαιότερα αλφάβητα Κρήτης,… … Dictionary of Greek
ναυκράροις — ναυκρά̱ροις , ναύκραρος the chief official of a division masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυκράρους — ναυκρά̱ρους , ναύκραρος the chief official of a division masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)