Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

νευρή

См. также в других словарях:

  • νευρή — νευρή, ἡ (Α) ιων. τ. βλ. νευρά …   Dictionary of Greek

  • νευρῇ — νευρά string fem dat sg (epic ionic) νευρή fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευρή — νευρά string fem nom/voc sg (epic ionic) νευρή fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευρῆι — νευρῇ , νευρά string fem dat sg (epic ionic) νευρῇ , νευρή fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευρῆφιν — νευρή fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευρά — νευρά̱ , νευρά string fem nom/voc/acc dual νευρά̱ , νευρά string fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νευράς fem voc sg νευρά̱ , νευρή fem nom/voc/acc dual νευρά̱ , νευρή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευρῆφι — νευρά string fem dat pl (epic ionic) νευρή fem dat pl (epic) νευρή fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ОРУЖИЕ —    • Arma.     I. У греков.          Те части вооружения, какие в «Илиаде» указываются для героев Троянской войны, образуют основу вооружения и для позднейших гражданских ополчений. Последние состояли исключительно из тяжеловооруженных (όπλι̃ται) …   Реальный словарь классических древностей

  • κατακοσμώ — (AM κατακοσμῶ, έω) [κατάκοσμος] στολίζω κάτι υπερβολικά, βάζω πολλά στολίδια («ἄγαλμα τεκταίνεταί τε καὶ κατακοσμεῑ», Πλάτ.) αρχ. 1. τακτοποιώ, βάζω σε τάξη (α. «ἐπὶ νευρῇ κατεκόσμει... ὀϊστόν», Ομ. Ιλ. β. «πάντα δόμον κατακοσμήσησθε», Ομ. Οδ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • νευρά — Οι νευρικές δέσμες. Βλ. λ. νευρικό σύστημα. * * * η (Α νευρά, ιων. τ. νευρή, ποιητ. τ. νευρειή) χορδή τόξου ή μουσικού οργάνου κατασκευασμένη από νεύρο ή από έντερο («οἱ μὲν αὐτῶν σφόδρα τὰς νευρὰς ἐπιτείνοντες», Λουκιαν.) αρχ. λυγαριά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • νευραῖς — νευρά string fem dat pl νευρή fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»