-
1 θάρρος
θάρσοςcourage: neut nom /voc /acc sg (attic) -
2 θάρρος
1) courage2) mettleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θάρρος
-
3 εὐελπιστία
εὐελπ-ιστία, ἡ,A hopefulness, sanguine temper, confidence,περὶ τοῦ μέλλοντος Epicur.Sent.Vat.39
, cf.Plb.11.3.6, Phld.Oec.p.73J., Cic.Att.2.17.2; τινος Ph.1.502, Perict. ap. Stob. 4.28.19; θάρρος καὶ εὐ. Procl.in Cra.p.88P.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐελπιστία
-
4 θαρραλέος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαρραλέος
-
5 θαρσέω
AΘαρρίας IG12.847
), [dialect] Aeol. part. θέρσεισα (v.l. θαρς-) Theoc.28.3: ([etym.] θάρσος):— to be of good courage,τεθαρσήκασι λαοί Il.9.420
, etc.; ἄνευ νοῦ, σὺν νῷ, Pl.Men. 88b; in bad sense, to be over-bold, ὕβρει θ. Th.2.65: μάτην θ. Pl.Tht. 189d:— Constr.:1 abs., Il.l.c., etc.; fear not!4.184
, A.Supp. 732, etc.; θαρσεῖτε ib. 600, 910;θάρσει, θυμέ Sopat.14
; , al.:—in Epitaphs,θάρσει.. οὐδεὶς ἀθάνατος CIG5200b
([place name] Ptolemais), etc.: part. in an adverb. sense, θαρσήσας μάλα εἰπέ with good courage, Il.1.85, cf. A.Ch. 666;κόμπασον θαρσῶν Id.Ag. 1671
, cf. Pr. 916, S.OC 491;θαρσέοντες πλούτου πέρι ἐρίζετε Hdt.5.49
;πῖθι θαρρῶν Alex. 232
;λέγε τοίνυν θαρρῶν Pl.Phdr. 243e
;θαρρῶν πλείονα ἔθυεν ἢ ὀκνῶν ηὔχετο X.Ages.11.2
; τὸ τεθαρρηκός confidence, Plu.Fab.26;τὸ θαρροῦν τῆς ὄψεως Id.Cat.Mi.44
: in [tense] aor., pluck up courage,καὶ τότε δὴ θάρσησε Il.1.92
.2 c.acc., θάρσει τόνδε γ' ἄεθλον fear not about this contest, Od.8.197; later, feelconfidence against, have no fear of,πάντα Hdt.7.50
;θ. γέροντος χεῖρα E.Andr. 993
, cf. S.OC 649; ;τὸ τοιοῦτον σῶμα.. οἱ μὲν ἐχθροὶ θαρροῦσιν.. Id.Phdr. 239d
;θ. τὸ ἀποκρίνασθαι Id.Euthd. 275c
; ;χωρίον Philostr.Her.1.3
: c.acc. cogn., ἠλίθιον θάρρος θ. Pl.Phd. 95c; αἰσχρὰ θάρρη θ. Id.Prt. 360b;ταὐτά τισι θ. καὶ φοβεῖσθαι X.HG2.4.9
; venture,θ. τὰς μάχας Id.An.3.2.20
:—[voice] Pass., to be risked, Philostr.Im.1.17.b c. acc. pers., also, to have confidence in, τινα X.Cyr.5.5.42, D.C.51.11.c θ. τινί τι entrust to.., Marin.Procl. 9.3 c. dat., have confidence in,τεθαρσηκότες τοῖσι ὄρνισι Hdt.3.76
;ἑαυτῷ Plu.2.69c
(s.v.l.);τοῖς χρήμασι PGoodsp.Cair.15.19
(iv A.D.).4 with Preps., θ. περί.. to be confident about.., S.Aj. 793, Pl.R. 574b; ὑπὲρ ἑαυτῶν ib. 566b;διά τι Isoc.3.55
;ἐπί τινι Id.6.60
; ; πρὸς ἐμαυτόν in myself, Ar.Ec. 1060.5 c. inf., believe confidently that.., S.Ant. 668; alsoθ. ὅτι.. Th.1.81
, etc.;θ. τὸ ἐξελέγξειν D.19.3
.b c. inf., make bold, venture,X.Cyr. 8.8.6, Plu.Per.22, Ant.Lib.19.2.II trans., inspire with confidence, [λόγοι] οἵ με θαρσοῖεν J.AJ19.1.9
. -
6 θάρσος
θάρσος, [dialect] Att. [full] θάρρος, [dialect] Aeol. [full] θέρσος (q.v.), εος, τό, ([etym.] θρασύς)A courage, Il.6.126; θ. τινός courage to do a thing, A.Ch.91, S.OC48: c. gen., courage against.., ;πρὸς τοὺς πολεμίους X.Cyr. 4.2.15
; θ. ἴσχε take courage! S.Ph. 807;θ. ἔχειν περί τινος Id.El. 412
;φρεσὶ θ. ἀέξειν Hes.Sc.96
;αἴρειν πρός τι E.IA 1598
;λαβεῖν Act.Ap. 28.15
; butθ. ἔλαβέ τινας Th.2.92
;θ. ἐμπνέειν Od.9.381
;ἐνὶ φρεσὶ θεῖναι 3.76
; τῷ δ' ἐνὶ θυμῷ θῆκε.. θ. 1.321;ἐν κραδίῃ βάλλειν Il.21.547
; παρασχεῖν, ἐμποιεῖν τινι, Th.6.68, X.An.6.5.17; θ. ἐγγίγνεται, ἐμπίπτει τινί, Id.Cyr.4.2.15, HG7.1.31;ἐμφύσεται Id.Cyr.5.2.32
;οὔτ' ἐλπίδος γὰρ οὔτε του δόξης ὁρῶ θ. παρ' ἡμῖν ὡς.. E.Hec. 371
: pl.,φόβοι καὶ θάρρη Arist.EN 1107a33
, cf. Pl.Prt. 360b.2 that which gives courage,ὀλολυγμόν.., θάρσος φίλοις A.Th. 270
, cf. 184: pl., θάρση grounds of confidence, E.IT 1281 (lyr.).II rarely in bad sense, = θράσος, audacity,θάρσος ἄητον ἔχουσα Il.21.395
; μυίης θάρσος ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκεν the reckless persistence of a fly, 17.570.—On the diff. of θάρσος and θράσος, v. θράσος. -
7 μένος
A might, force,μή μ' ἀπογυιώσῃς μένεος, ἀλκῆς τε λάθωμαι Il.6.265
;μ. χειρῶν 5.506
(more freq.μ. καὶ χεῖρες 6.502
, al.);μ. καὶ γυῖα 6.27
.2 of animals, strength, fierceness, παρδάλιος, λέοντος, 17.20; of horses, spirit, ib. 456, 476, etc.;ἵππος κατασθμαίνων μένει A.Th. 393
; ὑπὸ χαρᾶς καὶ μένους, of dogs, X.Cyn.6.15.3 of things, force, might, [ ἔγχεος] Il.13.444;ἠελίοιο Od.10.160
;πυρός Il.6.182
, Ar.Ach. 665;ποταμῶν Il.12.18
, cf. A.Pr. 720;ἄστρων θερμὸν μ. Parm.11.3
;ἀνέμων Emp.111.3
; ;χαλινῶν ἀναύδῳ μένει A. Ag. 238
(lyr.); (anap.);τὸ ἀπὸ τοῦ οἴνου μ. Hp.Acut. 63
, cf. VM9.4 life,ἀπὸ γὰρ μ. εἵλετο χαλκός Il.3.294
;λύθη ψυχή τε μ. τε 5.296
; φυσῶσι μέλαν μ. the black life-blood, S.Aj. 1412 (anap.), cf. A.Ag. 1067.II of the soul, spirit, passion, μ. ἀνδρῶν the battlerage of men, Il.2.387;μ. Ἄρηος 18.264
: less freq. in pl., mostly in phraseμένεα πνείοντες 2.536
, al.;μένος καὶ θυμός 5.470
, al., h.Cer. 361;μ. καὶ θάρσος Il.5.2
, Od.1.321;μ. ἔλλαβε θυμόν Il.23.468
;μένεος δ' ἐμπλήσατο θυμόν 22.312
; : also in [dialect] Att., ;ὅτε ζέσειεν τὸ τοῦ θυμοῦ μ. Pl.Ti. 70b
;μένους τὴν ψυχὴν πληρουμένην Alcid.
ap. Arist.Rh. 1406a2 (but νοῦς.. πληρωθεὶς μένους filled with spiritual exaltation, Plot.5.5.8);θυμὸς ὁ κρατέων τῶ μένεος Theag.
ap. Stob.3.1.117; προθυμία καὶ μ., μ. καὶ θάρρος, X.Cyr.3.3.61, HG7.1.31;παντὶ μένει σπεύδων Hes.Sc. 364
.2 intent, purpose, [Τρώων] μ. αἰὲν ἀτάσθαλον their bent is aye to folly, Il.13.634: in pl., intents,ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς 8.361
: hence, temper, disposition, in compds., like εὐμενής, δυσμενής.III in periphr., like βίη, etc., ἱερὸν μένος Ἀντινόοιο, for Antinous himself, Od.18.34;μένος Ἀτρεΐδαο Il.11.268
;μένε' ἀνδρῶν 4.447
, Od.4.363;καταφθιμένου μ. ἀνδρός Emp.111.9
;αἴης λάσιον μ. Id.27.2
; αἰθέριον μ., = αἰθήρ, Id.115.9. (Cf. Skt. mánas 'spirit', 'passion', Gr. μέμονα, μαίνομαι.) -
8 φόβος
A panic flight, the usual sense in Hom., cf. Sch. Il.11.71 (but cf.φύζα, φόβου κρυόεντος ἑταίρη Il.9.2
); once in Od.,οἱ δ' ἔσχοντο φόβου 24.57
; freq. in Il.,Δαναῶν γένετο ἰαχή τε φ. τε 15.396
;πρῶτος Πηνέλεως.. ἦρχε φόβοιο 17.597
;ἐς φόβον ἀνδρῶν 15.310
; φόβονδε = φύγαδε, ἑστάμεναι κρατερῶς, μηδὲ τρωπᾶσθε φόβονδε ib. 666; ; μή τι φόβονδ' ἀγόρευε counsel not to flight, 5.252;ἀΐξαντα φόβονδε 17.579
;ὦρσαν φόβον Δαναοῖς B.12.145
.2 Φόβος personified, as son of Ares, Il.13.299;Δεῖμός τε Φ. τε 11.37
, cf. 4.440, 15.119, Hes.Th. 934, A.Th.45; worshipped at Selinus, IG14.268.2.II panic fear,[στρατῷ] φ. ἐμβάλλειν Hdt.7.10
.έ; ἐν τῷ γινομένῳ φ. Id.9.69
; generally, fear, terror (distd. from δέος (q.v.)),τορὸς ὀρθόθριξ φ. A.Ch.32
(lyr.);διάτορος φ. Id.Pr. 183
(lyr.);ταρβόσυνος Id.Th. 240
(lyr.); ; joined with δέος and δεῖμα, v. sub vocc.; opp. θάρρος, Pl.Lg. 644c; sts. in milder sense, doubt, scruple, Pl.Phd. 101b; ἔχει πολλὴν ὑποψίαν καὶ φ. ὡς .. Id.Sph. 268a: also, awe, reverence, for a ruler or divine being,τοῦ ἡγεμόνος POxy.1642.17
(iii A.D.); , PLond.2.418.4 (iv A.D.): .—Construction, a. c. gen. obj., fear or dread of.., A.Pers. 116 (lyr.), Th.3.54, etc.;φ. τοῦ στρατεῦσαι X.An.3.1.18
: c. dupl.gen.,ὀμμάτων εἰληφότας φόβον.. τῆς ἐμῆς ἐπεισόδου S.OC 730
: with Preps.,φ. ἀπό τινος X.An.7.2.37
codd.;ὁ ἀπὸ τῶν πολεμίων φ. Id.Cyr.3.3.53
;οὑξ ὀνειράτων φ. A.Ch. 929
;πρός τινος S.El. 783
;πρός τινας D.16.10
, 25.93; φ. περὶ τοῦ καρποῦ fear for or concerning.., Th.4.88;φ. ἑκάστων πέρι Pl.Phlb. 20b
;ὑπὲρ τοῦ μέλλοντος Th.7.41
;τὸν ἐκ τῶν Ἑλλήνων εἰς τοὺς βαρβάρους φ. X.An.1.2.18
; τῷ καθ' ἑαντὸν φ. from personal fear, D.19.2: c. inf., φόβῳ εἰσορᾶν from fear to see, E.IT 1342:—for τεθνάναι τῷ φόβῳ τινά, v. θνῄσκω 1.2.b with Verbs,τεύχειν φόβον A.Pr. 1090
(anap.);κλάζουσι κώδωνες φ. Id.Th. 386
;φ. ποιεῖν τοῖς ἵπποις X.An. 1.8.18
; , etc.;παρασκευάζειν D.59.86
; φόβους ἐμβάλλειν, φόβον ἐνθεῖναί τινι, to strike terror into one, X.Cyr.8.7.18, An.7.4.1;ἐνεργάσασθαί τινι Isoc.7.38
, 11.25;ἔδωκ' Ἀπόλλων θῆρας φόβῳ Pi.P.5.61
; of the person who feels fear, φόβον λαβεῖν, ἔχειν, E.El.39, X.Hier.11.11;ἐκ φόβου φ. τρέφω S.Tr.28
: acc. cogn., φόβους φοβεῖσθαι, δεδοικέναι, Pl.Prt. 360b, E.Supp. 548; τὸν σὸν οὐ ταρβῶ φ. I fear not with thy fear, i.e. not like thee, S.Ph. 1251; Ταντάλου φ. φοβεῖσθαι Sch.E.Or.6;ἐς φ. κατιστέατο Hdt.8.12
, cf. Th.2.81;ἐν φ. γενέσθαι Pl.R. 578e
;φ. μ' ἔχει A.Ag. 1243
, cf. E.Or. 1255; μοι φ. τις εἰσελήλυθ', μ' ὑπῆλθέ τις φ., ib. 1324, S.Ph. 1231;τοῖς Ἕλλησι φ. ἐμπίπτει X.An.2.2.19
, etc.; διὰ φόβου ἔρχομαι, διὰ φόβων γίγνομαι, E.Or. 757 (troch.), Pl.Lg. 791b: opp.φόβον λύειν A.Th. 270
, E.Or. 104; ;φόβους ἐξαίρει τῶν πολιτῶν Isoc. 2.23
;ἀπεληλακέναι τινί X.Cyr.4.2.10
; φόβου ἀπαλλάξεσθαι to get rid of it, ib.5.2.32; ;φόβους ἀπολύεσθαι Arist.Rh. 1415b18
; φόβου μεθεῖσα (Valck. φόβον) E.Hel. 555;φόβου ἔξωθεν εἶναι Id.El. 901
;ἵνα φόβος εἴη στρατεύειν X.An.2.4.3
; οὐ φ. μὴ .. Id.Mem.2.1.25; φ. ἐστὶν ὅπως μὴ .. Pl.Smp. 193a; but φόβος εἰ πείσω I fear I shall not persuade.., E.Med. 184 (anap.); ἡμέας ἔχειφ. τε καὶ δέος ὅκως χρὴ .. Hdt.4.115 ( φόβος ἦν ὥστε μὴ τέγξαι is corrupt in E.IT 1380): adverbial usages, φόβῳ by or through fear, A.Supp. 786 (lyr.), Th. 240 (lyr.), etc.;ἀνάγκῃ καὶ φ. Pl.R. 554d
: with Preps., διὰ φόβον, διὰ τὸν φ., Democr.41, X.Hier.1.38, Cyr.3.1.24;ἐκ τίνος φόβου; S.OC 887
;μετὰ φόβων Isoc.2.26
;ἄρχειν ξὺν φόβοισι S.OT 585
;προαποθνῄσκειν ὑπὸ τοῦ φ. X.Cyr.3.1.25
; Poet., (lyr.): pl., not only in Poets, as Pi.N.9.27, A.Th. 134 (prob. l.), S.Aj. 531, etc., but also in Prose,φόβους καὶ δείματα Th.7.80
;πόνους καὶ φ. Pl. Lg. 635c
;κινδύνους καὶ φ. Id.Tht. 173a
.2 object or cause of terror, S.OC 1652; φόβος ἀκοῦσαι a terror to hear, Hdt.6.112: pl.,ἢν φόβους λέγῃ S.OT 917
;πολλῶν φ. προσαγομένων X.An.4.1.23
. -
9 ἠλίθιος
II foolish, silly,εὐηθίη Hdt.1.60
;ἠλίθιον θάρρος θαρρεῖν Pl.Phd. 95c
;νόμος PThead.25.7
(iv A.D.); freq. of persons, E.Cyc. 537, Ar.Ach. 443, etc.: [comp] Comp.- ώτερος X.Smp.3.6
: [comp] Sup. ; ἠλίθιόν [ἐστι] c. inf., Arist.Pol. 1286a12, prob. in Antiph.58; also ἠλιθίων ἐστί is the mark of a fool, Phld.Po.5.32. Adv.-ίως, διακεῖσθαι Lys.1.10
; , cf. Theoc.10.40: [comp] Comp. : neut. ἠλίθιον as Adv., Ar.Nu. 872.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠλίθιος
-
10 θάρσος
Grammatical information: n.Meaning: `confidence, courage, audacity' (Il.)Other forms: Att. θάρρος (partly a reshaping of hom. θάρσος etc. after Leumann Hom. Wörter 115), Aeol. θέρσος n.Compounds: Compp., e. g. εὑ-θαρσής `of good courage' (A.), θερσι-επής `talking courageously' (B.; on the 1. member Schwyzer 448).Derivatives: θαρσαλέος, - ρρ- `with confidence, courageous' (Il.; on the formation Chantraine Formation 253f.), Θερσίτης PN (Hom. etc.; Redard Les noms grecs en - της 196; cf Risch Gnomon 23, 160 and Bloch Mus. Helv. 12, 59), θαρσήεις `courageous' (Call., Nonn.; innovation, s. Schwyzer 527); denomin. verb θαρσέω, - ρρ-, aor. θαρσῆσαι `be courageous' (Il.; cf. Schwyzer 724, Chantraine Gramm. hom. 1, 349; hardly with Leumann l. c. from εὑθαρσέω with θαρρητικός (Arist.).Etymology: Beside θάρσος, θέρσος we have θρασύς `audacious, courageous, bold' (since Il.), often as 1. member, e. g. θρασυκάρδιος `with audacious heart' (Il.), Rhod. Θαρσύ-βιος, Ther. Θhαρ(ρ)ύ-μαqhος (cf. Bechtel KZ 51, 145; more forms in Schwyzer 284; on the short names are based Θρασύλος also Leumann Glotta 32, 216 and 223 n. 2); from it θρασύτης `boldness' (IA), Θρασώ surn. of Athena (Lyc.), denomin. verb θρασύνω, θαρσύνω, - ρρ- `encourage' (Il.) with θάρσυνος `with confidence' (Il.; best postverbal; cf. Schwyzer 491 and diff. interpretations); comp. θρασίων (Alcm.), θρασύτερος, - ύτατος (Att.); Seiler Steigerungsformen 55f. - Cf. also ἀτάσθαλος. With θρασύς agrees Skt. dhr̥sú- (gramm.); liter. is dhr̥ṣṇú- `bold' after dhr̥ṣ-ṇ-ó-ti `be audacious'. Full grade θέρσος, for which sec. θάρσος, θράσος through influence of θρασύς, has however in Skt. no agreement (one finds dhárṣa-; would be Gr. *θόρσος). On the other hand Greek replaced the primary verbs by the newly formed θαρσέω, θαρσύνω: Skt. dhr̥ṣ-ṇ-ó-ti, dhárṣati with the perf. da-dhárṣa = Germ., e. g. Goth. ga-dars `τολμῶ' (wold be Gr. *τέ-θορσ-α), Lith. (with infixed nasal) drį̃sti `dare' (\< IE *dhr̥-n-s-), with analog. present dręsù with the nouns drąsà `boldness', OLith. drįsùs (after drį̃sti. Very doubtful Toch. A tsraṣi, B tsir `strong' (Poucha Archiv Orientální 2, 326, ZDMG 93, 206); s. Pedersen Zur toch. Sprachgeschichte 19. - Further forms in Pok. 259, Mayrhofer Wb. 2, 112f., Fraenkel Lit. et. Wb. s. drąsùs, Vasmer Russ. et. Wb. s. derzkij; also W.-Hofmann s. īnfestus.Page in Frisk: 1,654-655Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θάρσος
-
11 Θάρα
Θάρα, ὁ (also Θαρά) indecl. (תֶּרַח) (LXX; Philo [Θάρρα].—In Joseph. Θέρρος [v.l. Θάρρος], ου [Ant. 1, 252]) Terah, father of Abraham (Gen 11:24ff; Josh 24:2; 1 Ch 1:26); in the genealogy of Jesus Lk 3:34.—BHHW III 1964f.
См. также в других словарях:
θάρρος — Τίτλος διαφόρων ελληνικών εφημερίδων. Η πρώτη ήταν της Καλαμάτας (1899) που εξέδωσε ο Ιωάννης Αποστολάκης, και ακολούθησαν ομώνυμες των Τρικάλων (1908 41) του Λ.Ν. Κλειδωνόπουλου, της Σμύρνης (1910 22) του Σ. Σολωμωνίδη, του Πειραιά (1913 41) του … Dictionary of Greek
θάρρος — το ους 1. έλλειψη φόβου, ψυχικό σθένος, ανδρεία: Αντλώ θάρρος. – Δίνω θάρρος. – Αντιμετώπισε με θάρρος τον κίνδυνο. 2. οικειότητα: Πολύ θάρρος σου έδωσα. – Έχει πολύ θάρρος μαζί του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θάρρος — θάρσος courage neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… … Dictionary of Greek
θαρραλέος — α, ο (AM θαρσαλέος, νεώτ. αττ. τ. θαρραλέος, α, ον) άφοβος, τολμηρός, γεμάτος θάρρος (α. «θαρραλέος μαχητής» β. «θαρσαλέα φωνά», Πίνδ.) αρχ. 1. αυτός στον οποίο πιστεύει κανείς, στον οποίο έχει εμπιστοσύνη κανείς, αυτός που εμπνέει θάρρος… … Dictionary of Greek
θάρσος — θάρσος, το (AM) θάρρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θάρσος (αττ. θάρρος) με τα παράγωγα της καθώς και τους τ. που εμφανίζουν το ίδιο θέμα συνιστούν μια οικογένεια λέξεων, τών οποίων αντίστοιχα απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Στην Ελληνική άλλοι τ. έχουν θ.… … Dictionary of Greek
θαρρεύω — (Μ θαρρεύω και θαρρεύγω) 1. (αμτβ.) παίρνω θάρρος, τολμώ («θαρρεύω σαν λεοντάρι άναψα», Κρυστ.) 2. θαρρώ, νομίζω, υποθέτω, πιστεύω («θάρρεψα πως θα ρχόσουνα») 3. μέσ. θαρρεύομαι εμπιστεύομαι κάποιον, βασίζομαι σε κάποιον («δεν θαρρεύομαι σε… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
επιρρωννύω — (AM ἐπιρρώννυμι και ἐπιρρωννύω) [ρώννυμι] 1. προσθέτω δύναμη, ενισχύω, δίνω θάρρος, ενθαρρύνω («ἐξαπίνης ἀναφανείς... τοὺς μέν τῷ ἀδοκήτῳ ἐξέπληξε, τοὺς δέ... μᾱλλον ἐπέρρωσεν», Θουκ.) 2. (στο παθ. ο παρακμ. ἐπέρρωμαι και ο υπερσ. ἐπερρώμην αντί… … Dictionary of Greek
ευθαρσής — ές (ΑΜ εὐθαρσής, ές) 1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, ο θαρραλέος αρχ. 1. (για μεταφραστές) ο τολμηρός 2. ο ασφαλής, ο ακίνδυνος («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» οι φανερές φυλακές έχουν φανερά και εκείνα τα οποία… … Dictionary of Greek
θράσος — (I) το (ΑΜ θράσος) η τόλμη που ενέχει αναίδεια, αυθάδεια, η αδιαντροπιά, η ιταμότητα, ο κυνισμός, η παράλογη ορμητικότητα, το μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο θάρρος μσν. δύναμη, κυρίως η πηγή απ όπου αντλείται η δύναμη μσν. αρχ. τόλμη, αφοβία,… … Dictionary of Greek