-
1 θαρσεί
θαρσέωto be of good courage: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)θαρσέωto be of good courage: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
2 θαρσεῖ
θαρσέωto be of good courage: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)θαρσέωto be of good courage: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
3 θάρσει
θάρσοςcourage: neut nom /voc /acc dual (attic epic)θάρσεϊ, θάρσοςcourage: neut dat sg (epic ionic)θάρσοςcourage: neut dat sgθαρσέωto be of good courage: pres imperat act 2nd sg (attic epic)θαρσέωto be of good courage: imperf ind act 3rd sg (attic epic) -
4 θαρσέω
AΘαρρίας IG12.847
), [dialect] Aeol. part. θέρσεισα (v.l. θαρς-) Theoc.28.3: ([etym.] θάρσος):— to be of good courage,τεθαρσήκασι λαοί Il.9.420
, etc.; ἄνευ νοῦ, σὺν νῷ, Pl.Men. 88b; in bad sense, to be over-bold, ὕβρει θ. Th.2.65: μάτην θ. Pl.Tht. 189d:— Constr.:1 abs., Il.l.c., etc.; fear not!4.184
, A.Supp. 732, etc.; θαρσεῖτε ib. 600, 910;θάρσει, θυμέ Sopat.14
; , al.:—in Epitaphs,θάρσει.. οὐδεὶς ἀθάνατος CIG5200b
([place name] Ptolemais), etc.: part. in an adverb. sense, θαρσήσας μάλα εἰπέ with good courage, Il.1.85, cf. A.Ch. 666;κόμπασον θαρσῶν Id.Ag. 1671
, cf. Pr. 916, S.OC 491;θαρσέοντες πλούτου πέρι ἐρίζετε Hdt.5.49
;πῖθι θαρρῶν Alex. 232
;λέγε τοίνυν θαρρῶν Pl.Phdr. 243e
;θαρρῶν πλείονα ἔθυεν ἢ ὀκνῶν ηὔχετο X.Ages.11.2
; τὸ τεθαρρηκός confidence, Plu.Fab.26;τὸ θαρροῦν τῆς ὄψεως Id.Cat.Mi.44
: in [tense] aor., pluck up courage,καὶ τότε δὴ θάρσησε Il.1.92
.2 c.acc., θάρσει τόνδε γ' ἄεθλον fear not about this contest, Od.8.197; later, feelconfidence against, have no fear of,πάντα Hdt.7.50
;θ. γέροντος χεῖρα E.Andr. 993
, cf. S.OC 649; ;τὸ τοιοῦτον σῶμα.. οἱ μὲν ἐχθροὶ θαρροῦσιν.. Id.Phdr. 239d
;θ. τὸ ἀποκρίνασθαι Id.Euthd. 275c
; ;χωρίον Philostr.Her.1.3
: c.acc. cogn., ἠλίθιον θάρρος θ. Pl.Phd. 95c; αἰσχρὰ θάρρη θ. Id.Prt. 360b;ταὐτά τισι θ. καὶ φοβεῖσθαι X.HG2.4.9
; venture,θ. τὰς μάχας Id.An.3.2.20
:—[voice] Pass., to be risked, Philostr.Im.1.17.b c. acc. pers., also, to have confidence in, τινα X.Cyr.5.5.42, D.C.51.11.c θ. τινί τι entrust to.., Marin.Procl. 9.3 c. dat., have confidence in,τεθαρσηκότες τοῖσι ὄρνισι Hdt.3.76
;ἑαυτῷ Plu.2.69c
(s.v.l.);τοῖς χρήμασι PGoodsp.Cair.15.19
(iv A.D.).4 with Preps., θ. περί.. to be confident about.., S.Aj. 793, Pl.R. 574b; ὑπὲρ ἑαυτῶν ib. 566b;διά τι Isoc.3.55
;ἐπί τινι Id.6.60
; ; πρὸς ἐμαυτόν in myself, Ar.Ec. 1060.5 c. inf., believe confidently that.., S.Ant. 668; alsoθ. ὅτι.. Th.1.81
, etc.;θ. τὸ ἐξελέγξειν D.19.3
.b c. inf., make bold, venture,X.Cyr. 8.8.6, Plu.Per.22, Ant.Lib.19.2.II trans., inspire with confidence, [λόγοι] οἵ με θαρσοῖεν J.AJ19.1.9
. -
5 θαρσέω
θαρσέω (Hom. et al.; ins, pap, LXX; En, JosAs; Jos., Ant. 1, 187; 8, 293; 11, 334) in the NT (and quite predom. in LXX) only impv. θάρσει, θαρσεῖτε. 1 aor. ἐθάρσησα to be firm or resolute in the face of danger or adverse circumstances, be enheartened, be courageous ApcPt 2:5; Hv 4, 1, 8. θάρσει have courage! don’t be afraid! (Il. 4, 184 al.; Gen 35:17; Zeph 3:16) Mt 9:2, 22; Mk 10:49; Lk 23:43 D; Ac 23:11 (on Homeric assoc. s. Warnecke 57, 12). Pl. (Ex 14:13) Mt 14:27; Mk 6:50; J 16:33. MParca, ASP 31, ’91, 55f (reff.)—B. 1149. DELG s.v. θάρσος A. M-M. TW. Spicq. -
6 προβαίνω
προβαίνω, [tense] fut. - βήσομαι: [tense] pf. - βέβηκα: [tense] aor. 2 προὔβην, imper. πρόβᾱ, Ar.Ach. 262, E.Alc. 872 (lyr.), pl.A (lyr.), E. HF 1047 (lyr.): Hom. has only [tense] pf. and [tense] pres. part. προβιβάς (as if from βίβημἰ, Il.13.18, but προβιβῶντα (- τἰ (as if from βιβάὠ ib. 807, al. codd. (v. infr.); imper.προβιβάσθων Hsch.
; part. προβάοντε, read by Aristarch. for προβοῶντε, Il.12.277;προβῶντες Cratin.126
:— step forward, advance, κραιπνά, κοῦφα ποσὶ προβιβάς, Il.13.18, 158, Od.17.27; τὸν δ' ὦκα προβιβάντα (- βιβῶντα codd.)πόδες φέρον 15.555
; ὑπασπίδια προβιβάντι (- βιβῶντι codd.) Il.13.807, cf. 16.609;π. εὐθέσι τοῖς σκέλεσι Arist.HA 604b5
: c. acc. cogn.,οἵαν ὁδὸν ἁ δειλαιοτάτα π. E.Alc. 263
(lyr.); μέγα π. take a big stride forward, Hp.Art.60.b of hair, grow, Lib.Or.64.50.2 as a mark of Time, ἄστρα προβέβηκε they are far gone in heaven, i.e. it is past midnight. Il.10.252; ἡ νὺξ π. the night is wearing fast, X.An.3.1.13: hence of Time itself, τοῦ χρόνου προβαίνοντος as time went on, Hdt.3.53, 140; ; also τὰ μὲν προβέβηκεν the past, Thgn.583; προβαίνοντος τοῦ ἔργου, τοῦ πολέμου, Hdt.7.23, Plb.2.47.3;τοῦ κώθωνος εὖ μάλα προβεβηκότος Hegesand.21
; ἐκ τοῦ προβεβηκότος, e re nata, on the spur of the moment, Plb.7.12.2: of Age,προβήσεται ἡ ἡλικία X.Ap.6
; of persons, οἱ προβεβηκότες τῇ ἡλικίᾳ advanced in age, Lys.24.16, cf. D.S.12.18; π. τῶν ἡμερῶν, ταῖς ἡμέραις, LXX Jo.13.1, 23.1: abs.,οἱ π. Bato 7.9
, Luc.Nigr. 24;ἐπεὶ προέβη τοῖς ἔτεσιν Macho
ap.Ath.13.580c;προβεβηκότες ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν Ev.Luc.1.7
, cf. 18;ἡλικίας εἰς τὸ πρόσθε π. Pl.Ep. 325c
;π. εἰς πεντήκοντα ἔτη D.C.68.4
(nisi leg. προεβεβιώκεἰ.3 metaph. of narrative, argument, action, events,μὴ πέρα προβῇς λόγου Cratin.66
;προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου Hdt.1.5
;προβάς φησιν..
further on,Demetr.Lac.
Herc.1012.12, cf. Phld.Rh.1.87 S.;π. ἐκ τῶν κνημέων ἐς τοὺς μηρούς
went on..,Hdt.
6.75; προέβαινε τὸ ἔθνος ἄρχον καὶ ἐπιτροπεῦον the nation was organized in a series of overlordships and mandates, Id.1.134; ;π. ἐπ' ἔσχατον θράσους S.Ant. 853
(lyr.); ;ποῖ προβήσεται λόγος; E.Hipp. 342
;πέρας δὴ ποῖ κακῶν προβήσεται; Id.Or. 511
, cf. 749;τὸ τῆς τύχης ἀφανὲς οἷ προβήσεται Id.Alc. 785
;μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακόν Id.Med. 907
;τὸ ἔθος ἐπὶ πολὺ προβαίνει Aeschin.1.179
: impers., εἰς τοῦτο προβέβηκε ὥστε.. it has gone so far that..,Pl.Lg. 839c; π. πόρρω μοχθηρίας to be far gone in knavery, X.Ap.30;π. εἰς τοῦτο ἔχθρας ὥστε.. D.12.16
;εἰς ἀταξίαν Aeschin.3.38
;μέχρι τίνος Plb. 2.1.3
;ἐπὶ τὸ χεῖρον π. τὰ πράγματα Id.5.30.6
: in good sense, make progress,τοσοῦτον προβεβήκαμεν ὥστε.. Pl.Tht. 187a
; of an enterprise, prosper, succeed, BGU1209.10 (i B.C.), etc.II go before, i.e. be superior to, another,πολὺ προβέβηκας ἁπάντων σῷ θάρσει Il.6.125
;κράτεϊ 16.54
, cf. 23.890; δυνάμει τε καὶ αἰδοῖ Τρηχῖνος προβέβηκε by might and awe he is over, i.e. rules, Trachis, Hes. Sc. 355, cf. Call. Epigr.1.5.III c. acc. rei, overstep, τέρμα προβάς Pi N.7.71.IV with acc. of the instrum. of motion,πόδα π. Thgn.283
; , cf. Luc.Hist. Conscr.29;προβὰς δὲ κῶλον E.Ph. 1412
;ἀρβύλαν προβάς Id.Or. 1470
(lyr.); προβεβήκασι τὰ ἀριστερά have their left legs foremost (v.l. προβεβλήκασι, v. προβάλλω A. Il.1), Arist.IA 706a7;προβὰς τὸν πόδα τὸν ἀριστερὸν καὶ τὸν δεξιὸν ὑποβάς Poll.5.23
.V Causal, in [tense] fut. [voice] Act., move forward, advance, τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει [pron. full] [ᾱ]; Pi.O.8.63.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβαίνω
См. также в других словарях:
θάρσει — θάρσος courage neut nom/voc/acc dual (attic epic) θάρσεϊ , θάρσος courage neut dat sg (epic ionic) θάρσος courage neut dat sg θαρσέω to be of good courage pres imperat act 2nd sg (attic epic) θαρσέω to be of good courage imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρσεῖ — θαρσέω to be of good courage pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) θαρσέω to be of good courage pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… … Dictionary of Greek
Totenpass — A Totenpass in the form of an inscribed metal leaf was sometimes rolled up and inserted into a necklace capsule, as shown in this 2nd century funerary portrait from Egypt … Wikipedia
θάρρος — Τίτλος διαφόρων ελληνικών εφημερίδων. Η πρώτη ήταν της Καλαμάτας (1899) που εξέδωσε ο Ιωάννης Αποστολάκης, και ακολούθησαν ομώνυμες των Τρικάλων (1908 41) του Λ.Ν. Κλειδωνόπουλου, της Σμύρνης (1910 22) του Σ. Σολωμωνίδη, του Πειραιά (1913 41) του … Dictionary of Greek
μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… … Dictionary of Greek
ούνεκα — οὕνεκα και, πριν από φωνήεν, οὕνεκεν (Α) (αναφ. σύνδ. αντί oὗ ἕνεκα) 1. γι αυτό, ένεκα τούτου («οὕνεκεν... τὸ πεποναμένον εὖ μή... κρυπτέτω», Πίνδ.) 2. (ως ανταπόδοση στο τοῡδ ἕνεκα, τοὔνεκα και στο τῷ) επειδή, διότι (α. «τοῡδ ἕνεκά σφιν... ἄλγεα … Dictionary of Greek
προβαίνω — ΝΜΑ 1. βαδίζω προς τα εμπρός, προχωρώ («προβαίνει εὐθέσι τοῑς σκέλεσι», Αριστοτ.) 2. (για τον χρόνο) παρέρχομαι 3. (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) οι προβεβηκότες άνθρωποι προχωρημένης ηλικίας, ηλικιωμένοι νεοελλ. 1. (με την πρόθεση σε)… … Dictionary of Greek