-
1 θαρραλέος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαρραλέος
-
2 θαρραλέος
θαρσαλέοςdaring: masc nom sg (attic) -
3 θαρραλέος
-α,-ον A 0-0-0-0-1=1 4 Mc 13,13brave, confident -
4 θαρραλέος
1) bold2) courageous3) stoutΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θαρραλέος
-
5 θαρσαλέος
A daring,πολεμιστής Il. 21.589
, etc.;ἦτορ 19.169
;φωνά Pi.N.9.49
; ἐλπίδες θ. confident, A.Pr. 536 (lyr.): c. inf., ἀπὸ τῶν ἵππων πολεμεῖν θαρρ. Pl.Prt. 350a;θ. περί τι Arist.Rh. 1383a15
: [comp] Comp. , Pl.Prt.l.c.; τὸ θαρσαλέον confidence,ἐν τῷ θαρσαλέῳ εἶναι Th.2.51
, cf. Lys.21.25: so in Adv., θαρραλέως ἔχειν to be of good courage,πρὸς θάνατον Pl.Ap. 34e
;πρὸς τοὺς πολεμίους X.An.2.6.14
: [comp] Comp.- ώτερον Isoc.Ep.7.3
.2 in bad sense, overbold, audacious,θ. καὶ ἀναιδής Od.17.449
;θαρσαλέη, κύον ἀδεές 19.91
;θ. καὶ θρασεῖς Pl.Lg. 649c
. Adv.,ψευδῆ λέγειν θαρραλέως Is.10.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαρσαλέος
См. также в других словарях:
θαρραλέος — α, ο (AM θαρσαλέος, νεώτ. αττ. τ. θαρραλέος, α, ον) άφοβος, τολμηρός, γεμάτος θάρρος (α. «θαρραλέος μαχητής» β. «θαρσαλέα φωνά», Πίνδ.) αρχ. 1. αυτός στον οποίο πιστεύει κανείς, στον οποίο έχει εμπιστοσύνη κανείς, αυτός που εμπνέει θάρρος… … Dictionary of Greek
θαρραλέος — α, ο επίρρ. α ο γεμάτος θάρρος: Θαρραλέα έκφραση γνώμης. – Απάντησε θαρραλέα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαρραλέος — θαρσαλέος daring masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… … Dictionary of Greek
ευθαρσής — ές (ΑΜ εὐθαρσής, ές) 1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, ο θαρραλέος αρχ. 1. (για μεταφραστές) ο τολμηρός 2. ο ασφαλής, ο ακίνδυνος («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» οι φανερές φυλακές έχουν φανερά και εκείνα τα οποία… … Dictionary of Greek
θαρσαλέος — θαρσαλέος, α, ον (AM) θαρραλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάρσος + επίθημα αλέος* (πρβλ. αυχμ αλέος, διψ αλέος). Ο τ. θαρραλέος με αφομοίωση] … Dictionary of Greek
μπράβος — ο (Μ μπράβος) 1. μισθωτός σωματοφύλακας στην υπηρεσία πλουσίων και ισχυρών 2. (ως επίθ. αρσ.) γενναίος, θαρραλέος, ανδρείος νεοελλ. πληρωμένος ταραχοποιός που ενεργεί για λογαριασμό άλλου, ιδίως πολιτικού κόμματος ή προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια… … Dictionary of Greek
-αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… … Dictionary of Greek
ένθυμος — ἔνθυμος, ον (Α) [θυμός] εμψυχωμένος, θαρραλέος, ζωηρός, σφριγηλός. επίρρ... ἐνθύμως πρόθυμα, εγκάρδια … Dictionary of Greek
ήρωας — Mυθικό ον, στο οποίο αποδιδόταν λατρεία στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Ο ή. διακρινόταν από τη θεότητα, γιατί τον θεωρούσαν θνητό και μόνο μετά τον θάνατό του –έναν θάνατο συχνά ασυνήθιστο– αποκτούσε την ικανότητα να βοηθάει στις ανάγκες τους… … Dictionary of Greek
αγηνορώ — ἀγηνορῶ ( έω) (Α) [ἀγήνωρ] είμαι ανδρείος, θαρραλέος … Dictionary of Greek