-
1 επιστήμη
ἐπιστήμηacquaintance with: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἐπιστήμηacquaintance with: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἐπιστήμη
ἐπιστήμη, ης, ἡ (s. ἐπίσταμαι; Soph., Thu.+; Epict.; Vett. Val. 211, 18; Herm. Wr. 4, 6; 10, 9 ἐπιστήμη δῶρον τ. θεοῦ; PFay 106, 22; POxy 896, 5; LXX, En; PsSol 2:33; JosAs 4:9; AssMos Fgm. e; Philo; Just., Tat., Ath.) the possession or gaining of knowledge with focus on understanding aspects of the knowledge acquired, understanding, knowledge (w. σοφία, σύνεσις, γνῶσις [Aeneas Tact. 580 μετὰ ξυνέσεως κ. ἐ.]; Just., D. 3, 5 ἐ. τίς ἐστιν ἡ παρέχουσα αὐτῶν τῶν ἀνθρωπίνων καὶ τῶν θείων γνῶσιν;) B 2:3; 21:5. As a Christian virtue Hv 3, 8, 5; 7 (cp. Cebes 20, 3.—For the relationship between πίστις and ἐπιστήμη s. Simplicius in Epict. p. 110, 35ff τὸ ἀκοῦσαι παρὰ θεοῦ ὅτι ἀθάνατός ἐστιν ἡ ψυχή, πίστιν μὲν ποιεῖ βεβαίαν, οὐ μέντοι ἐπιστήμην. εἰ δέ τις ἀξιοῦται παρὰ θεοῦ καὶ τὰς αἰτίας μανθάνειν … =when someone hears from God [through the mediation of a μάντις] that the soul is immortal, that creates, to be sure, a firm faith, but not knowledge. But when someone is considered worthy by God of learning the causes as well … [then ἐπιστήμη puts in its appearance]). ἔπαινος ἐπιστήμης Phil 4:8 v.l.—DELG s.v. ἐπίσταμαι. M-M. TW. -
3 ἐπιστήμη
A acquaintance with a matter, understanding, skill, as in archery, S.Ph. 1057; in war, Th.1.121, 6.72, 7.62;ἐ. πρὸς τὸν πόλεμον Lys.33.7
(fort. leg. περί)περὶ τὰ μαθήματα Pl. Phlb. 55d
; ; ἐπιστήμῃ skilfully, οἱ μὴ ἐ. τοὺς ἐπαίνουςποιούμενοι Plot.5.5.13
.2. professional skill: hence, profession,οἱ τὴν ἰατρικὴν ἐ. μεταχειριζόμενοι PFay.106.22
(ii A.D.); ζωγράφος τὴν ἐ. painter by profession, POxy.896.5 (iv A.D.).II. generally, knowledge, ; πάντ' ἐπιστήμης πλέως full of knowledge in all things, Id.Ant. 721, cf. Tr. 338; ἐκ τῆς ἐ. E.Fr.522.3; ἐ. δοξαστική, opp. ἀλήθεια, Pl.Sph. 233c: pl., kinds of knowledge, , cf. Pl.Smp. 208a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστήμη
-
4 ἐπιστήμη
Βλ. λ. επιστήμη -
5 ἐπιστήμῃ
Βλ. λ. επιστήμη -
6 ἐπιστήμη
-ης + ἡ N 1 6-1-7-17-31=62 Ex 31,3; 35,31; 36,1.2; Nm 24,16knowledge Ex 31,3; skill, understanding 1 Ezr 8,7Cf. LARCHER 1984, 466-467 -
7 επιστήμη
scienceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επιστήμη
-
8 λόγος
λόγος, ὁ, verbal noun of λέγω (B), with senses corresponding to λέγω (B) II and III (on the various senses of the word v. Theo Sm.pp.72,73 H., An.Ox.4.327): common in all periods in Prose and Verse, exc. Epic, in which it is found in signf. derived from λέγω (B) 111, cf.infr. VI. 1 a:1 account of money handled,σανίδες εἰς ἃς τὸν λ. ἀναγράφομεν IG12.374.191
; ἐδίδοσαν τὸν λ. ib.232.2;λ. δώσεις τῶν μετεχείρισας χρημάτων Hdt.3.142
, cf. 143;οὔτε χρήματα διαχειρίσας τῆς πόλεως δίδωμι λ. αὐτῶν οὔτε ἀρχὴν ἄρξας οὐδεμίαν εὐθύνας ὑπέχω νῦν αὐτῆς Lys.24.26
;λ. ἀπενεγκεῖν Arist.Ath.54.1
;ἐν ταῖς εὐθύναις τοῦ τοιούτου λ. ὑπεχέτω Pl.Lg. 774b
;τὸν τῶν χρημάτων λ. παρὰ τούτων λαμβάνειν D.8.47
;ἀδικήματα εἰς ἀργυρίου λ. ἀνήκοντα Din.1.60
; συνᾶραι λόγον μετά τινος settle accounts with, Ev.Matt.18.23, etc.; δεύτεροι λ. a second audit, Cod.Just.1.4.26.1; ὁ τραπεζιτικὸς λ. banking account, Theo Sm.p.73 H.: metaph.,οὐκ ἂν πριαίμην οὐδενὸς λ. βροτόν S.Aj. 477
.b public accounts, i. e. branch of treasury, ἴδιος λ., in Egypt, OGI188.2, 189.3, 669.38; also as title of treasurer, ib.408.4, Str.17.1.12;ὁ ἐπὶ τῶν λ. IPE2.29
A ([place name] Panticapaeum); δημόσιος λ., = Lat. fiscus, OGI669.21 (Egypt, i A.D.), etc. (but later, = aerarium, Cod.Just.1.5.15); alsoΚαίσαρος λ. OGI669.30
; κυριακὸς λ. ib.18.2 generally, account, reckoning, μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λ. excels the whole account, i.e. is best of all, S.OC 1225 (lyr.); δόντας λ. τῶν ἐποίησαν accounting for, i.e. paying the penalty for their doings, Hdt.8.100;λ. αἰτεῖν Pl.Plt. 285e
;λ. δοῦναι καὶ δέξασθαι Id.Prt. 336c
, al.;λαμβάνειν λ. καὶ ἐλέγχειν Id.Men. 75d
;παρασχεῖν τῶν εἰρημένων λ. Id.R. 344d
;λ. ἀπαιτεῖν D.30.15
, cf. Arist. EN 1104a3; λ. ὑπέχειν, δοῦναι, D.19.95;λ. ἐγγράψαι Id.24.199
, al.;λ. ἀποφέρειν τῇ πόλει Aeschin.3.22
, cf. Eu. Luc.16.2, Ep.Hebr.13.17;τὸ παράδοξον τῶν συμβεβηκότων ὑπὸ λόγον ἄγειν Plb.15.34.2
; λ. ἡ ἐπιστήμη, πολλὰ δὲ ὁ λ. the account is manifold, Plot.6.9.4; ἔχων λόγον τοῦ διὰ τί an account of the cause, Arist.APo. 74b27; ἐς λ. τινός on account of,ἐς χρημάτων λ. Th.3.46
, cf. Plb.5.89.6, LXX 2 Ma1.14, JRS 18.152 ([place name] Jerash); λόγῳ c. gen., by way of, Cod.Just.3.2.5. al.; κατὰ λόγον τοῦ μεγέθους if we take into account his size, Arist.HA 517b27;πρὸς ὃν ἡμῖν ὁ λ. Ep.Hebr.4.13
, cf. D.Chr.31.123.3 measure, tale (cf. infr. 11.1),θάλασσα.. μετρέεται ἐς τὸν αὐτὸν λ. ὁκοῖος πρόσθεν Heraclit.31
;ψυχῆς ἐστι λ. ἑαυτὸν αὔξων Id.115
; ἐς τούτου (sc. γήραος) λ. οὐ πολλοί τινες ἀπικνέονται to the point of old age, Hdt.3.99, cf.7.9.β; ὁ ξύμπας λ. the full tale, Th.7.56, cf. Ep.Phil.4.15; κοινῷ λ. νομίσαντα common measure, Pl.Lg. 746e; sum, total of expenditure, IG42(1).103.151 (Epid., iv B.C.); ὁ τῆς οὐσίας λ., = Lat. patrimonii modus, Cod.Just.1.5.12.20.4 esteem, consideration, value put on a person or thing (cf. infr. VI. 2 d), οὗ πλείων λ. ἢ τῶν ἄλλων who is of more worth than all the rest, Heraclit.39; βροτῶν λ. οὐκ ἔσχεν οὐδέν' A.Pr. 233;οὐ σμικροῦ λ. S.OC 1163
: freq. in Hdt.,Μαρδονίου λ. οὐδεὶς γίνεται 8.102
;τῶν ἦν ἐλάχιστος ἀπολλυμένων λ. 4.135
, cf. E.Fr.94;περὶ ἐμοῦ οὐδεὶς λ. Ar.Ra.87
; λόγου οὐδενὸς γίνεσθαι πρός τινος to be of no account, repute with.., Hdt.1.120, cf.4.138; λόγου ποιήσασθαί τινα make one of account, Id.1.33; ἐλαχίστου, πλείστου λ. εἶναι, to be highly, lowly esteemed, Id.1.143, 3.146; but also λόγον τινὸς ποιεῖσθαι, like Lat. rationem habere alicujus, make account of, set a value on, Democr.187, etc.: usu. in neg. statements,οὐδένα λ. ποιήσασθαί τινος Hdt.1.4
, cf. 13, Plb.21.14.9, etc.;λ. ἔχειν Hdt.1.62
, 115;λ. ἴσχειν περί τινος Pl.Ti. 87c
;λ. ἔχειν περὶ τοὺς ποιητάς Lycurg.107
;λ. ἔχειν τινός D.18.199
, Arist.EN 1102b32, Plu.Phil.18 (but also, have the reputation of.., v. infr. VI. 2 e);ἐν οὐδενὶ λ. ποιήσασθαί τι Hdt.3.50
; ἐν οὐδενὶ λ. ἀπώλοντο without regard, Id.9.70;ἐν σμικρῷ λ. εἶναι Pl.R. 550a
; ὑμεῖς οὔτ' ἐν λ. οὔτ' ἐν ἀριθμῷ Orac. ap. Sch.Theoc.14.48; ἐν ἀνδρῶν λ. [εἶναι] to be reckoned, count as a man, Hdt.3.120; ἐν ἰδιώτεω λόγῳ καὶ ἀτίμου reckoned as.., Eus.Mynd.Fr. 59;σεμνὸς εἰς ἀρετῆς λ. καὶ δόξης D.19.142
.II relation, correspondence, proportion,1 generally, ὑπερτερίης λ. relation (of gold to lead), Thgn.418 = 1164;πρὸς λόγον τοῦ σήματος A.Th. 519
; κατὰ λόγον προβαίνοντες τιμῶσι in inverse ratio, Hdt.1.134, cf. 7.36;κατὰ λ. τῆς ἀποφορῆς Id.2.109
; τἄλλα κατὰ λ. in like fashion, Hp.VM16, Prog.17: c. gen., κατὰ λ. τῶν πρόσθεν ib. 24;κατὰ λ. τῶν ἡμερῶν Ar. Nu. 619
;κατὰ λ. τῆς δυνάμεως X. Cyr.8.6.11
;ἐλάττω ἢ κατὰ λ. Arist. HA 508a2
, cf. PA 671a18;ἐκ ταύτης ἐγένετο ἐκείνη κατὰ λ. Id.Pol. 1257a31
; cf. εὔλογος: sts. with ὁ αὐτός added, κατὰ τὸν αὐτὸν λ. τῷ τείχεϊ in fashion like to.., Hdt.1.186; περὶ τῶν νόσων ὁ αὐτὸς λ. analogously, Pl.Tht. 158d, cf. Prm. 136b, al.; εἰς τὸν αὐτὸν λ. similarly, Id.R. 353d; κατὰ τὸν αὐτὸν λ. in the same ratio, IG12.76.8; by parity of reasoning, Pl.Cra. 393c, R. 610a, al.; ἀνὰ λόγον τινός, τινί, Id.Ti. 29c, Alc.2.145d; τοῦτον ἔχει τὸν λ. πρὸς.. ὃν ἡ παιδεία πρὸς τὴν ἀρετήν is related to.. as.., Procl.in Euc.p.20 F., al.2 Math., ratio, proportion (ὁ κατ' ἀνάλογον λ., λ. τῆς ἀναλογίας, Theo Sm.p.73 H.), Pythag. 2;ἰσότης λόγων Arist.EN 113a31
;λ. ἐστὶ δύο μεγεθῶν ἡ κατὰ πηλικότητα ποιὰ σχέσις Euc.5
Def.3;τῶν ἁρμονιῶν τοὺς λ. Arist.Metaph. 985b32
, cf. 1092b14; λόγοι ἀριθμῶν numerical ratios, Aristox.Harm.p.32 M.; τοὺς φθόγγους ἀναγκαῖον ἐν ἀριθμοῦ λ. λέγεσθαι πρὸς ἀλλήλους to be expressed in numerical ratios, Euc.Sect.Can. Proëm.: in Metre, ratio between arsis and thesis, by which the rhythm is defined, Aristox.Harm.p.34 M.;ἐὰν ᾖ ἰσχυροτέρα τοῦ αἰσθητηρίου ἡ κίνησις, λύεται ὁ λ. Arist.de An. 424a31
; ἀνὰ λόγον analogically, Archyt.2; ἀνὰ λ. μερισθεῖσα [ἡ ψυχή] proportionally, Pl. Ti. 37a; soκατὰ λ. Men.319.6
; πρὸς λόγον in proportion, Plb.6.30.3, 9.15.3 (but πρὸς λόγον ἐπὶ στενὸν συνάγεται narrows uniformly, Sor. 1.9, cf. Diocl.Fr.171);ἐπὶ λόγον IG5(1).1428
([place name] Messene).3 Gramm., analogy, rule, τῷ λ. τῶν μετοχικῶν, τῆς συγκοπῆς, by the rule of the participles, of syncope, Choerob. in Theod.1.75 Gaisf., 1.377 H.;εἰπέ μοι τὸν λ. τοῦ Αἴας Αἴαντος, τουτέστι τὸν κανόνα An.Ox. 4.328
.1 plea, pretext, ground, ἐκ τίνος λ.; A.Ch. 515;ἐξ οὐδενὸς λ. S.Ph. 731
;ἀπὸ παντὸς λ. Id.OC 762
;χὠ λ. καλὸς προσῆν Id.Ph. 352
;σὺν ἀφανεῖ λ. Id.OT 657
(lyr., v.l. λόγων); ἐν ἀφανεῖ λ. Antipho 5.59
;ἐπὶ τοιούτῳ λ. Hdt.6.124
; κατὰ τίνα λ.; on what ground? Pl.R. 366b; οὐδὲ πρὸς ἕνα λ. to no purpose, Id.Prt. 343d; ἐπὶ τίνι λ.; for what reason? X.HG2.2.19; τὸν λ. τοῦτον this ground of complaint, Aeschin.3.228; τίνι δικαίῳ λ.; what just cause is there? Pl.Grg. 512c; τίνι λ.; on what account? Act.Ap.10.29; κατὰ λόγον ἂν ἠνεσχόμην ὑμῶν reason would that.., ib.18.14; λ. ἔχειν, with personal subject, εἶχον ἄν τινα λ. I (i.e. my conduct) would have admitted of an explanation, Pl.Ap. 31b; τὸν ὀρθὸν λ. the true explanation, ib. 34b.b plea, case, in Law or argument (cf. VIII. I), τὸν ἥττω λ. κρείττω ποιεῖν to make the weaker case prevail, ib. 18b, al., Arist.Rh. 1402a24, cf. Ar.Nu. 1042 (pl.); personified, ib. 886, al.;ἀμύνεις τῷ τῆς ἡδονῆς λ. Pl.Phlb. 38a
;ἀνοίσεις τοὺς λ. αὐτῶν πρὸς τὸν θεόν LXXEx.18.19
; ἐχειν λ. πρός τινα to have a case, ground of action against.., Act.Ap.19.38.2 statement of a theory, argument, οὐκ ἐμεῦ ἀλλὰ τοῦ λ. ἀκούσαντας prob. in Heraclit.50; λόγον ἠδὲ νόημα ἀμφὶς ἀληθείης discourse and reflection on reality, Parm.8.50; δηλοῖ οὗτος ὁ λ. ὅτι .. Democr.7; οὐκ ἔχει λόγον it is not arguable, i.e. reasonable, S.El. 466, Pl.Phd. 62d, etc.;ἔχει λ. D.44.32
;οὐδεὶς αὐτὰ καταβαλεῖ λ. E.Ba. 202
;δίκασον.. τὸν λ. ἀκούσας Pl.Lg. 696b
; personified, φησὶ οὗτος ὁ λ. ib. 714d, cf. Sph. 238b, Phlb. 50a; ὡς ὁ λ. (sc. λέγει) Arist.EN 1115b12; ὡς ὁ λ. ὁ ὀρθὸς λέγει ib. 1138b20, cf. 29;ὁ λ. θέλει προσβιβάζειν Phld.Rh.1.41
, cf.1.19 S.; ;λ. καθαίρων Aristo Stoic.1.88
; λόγου τυγχάνειν to be explained, Phld.Mus.p.77 K.; ὁ τὸν λ. μου ἀκούων my teaching, Ev.Jo.5.24; ὁ προφητικὸς λ., collect., of VT prophecy, 2 Ep.Pet.1.19: pl.,ὁκόσων λόγους ἤκουσα Heraclit.108
;οὐκ ἐπίθετο τοῖς ἐμοῖς λ. Ar.Nu.73
; of arguments leading to a conclusion ([etym.] ὁ λ.), Pl. Cri. 46b;τὰ Ἀναξαγόρου βιβλία γέμει τούτων τῶν λ. Id.Ap. 26d
; λ. ἀπὸ τῶν ἀρχῶν, ἐπὶ τὰς ἀρχάς, Arist.EN 1095a31; συλλογισμός ἐστι λ. ἐν ᾧ τεθέντων τινῶν κτλ. Id.APr. 24b18; λ. ἀντίτυπός τε καὶ ἄπορος, of a self-contradictory theory, Plot.6.8.7.b ὁ περὶ θεῶν λ., title of a discourse by Protagoras, D.L.9.54; ὁ Ἀχιλλεὺς λ., name of an argument, ib.23;ὁ αὐξόμενος λ. Plu.2.559b
; καταβάλλοντες (sc. λόγοι), title of work by Protagoras, S.E.M.7.60;λ. σοφιστικοί Arist.SE 165a34
, al.;οἱ μαθηματικοὶ λ. Id.Rh. 1417a19
, etc.; οἱ ἐξωτερικοὶ λ., current outside the Lyceum, Id.Ph. 217b31, al.; Δισσοὶ λ., title of a philosophical treatise (= Dialex.); Λ. καὶ Λογίνα, name of play of Epicharmus, quibble, argument, personified, Ath.8.338d.c in Logic, proposition, whether as premiss or conclusion,πρότασίς ἐστι λ. καταφατικὸς ἢ ἀποφατικός τινος κατά τινος Arist.APr. 24a16
.d rule, principle, law, as embodying the result of λογισμός, Pi.O.2.22, P.1.35, N.4.31;πείθεσθαι τῷ λ. ὃς ἄν μοι λογιζομένῳ βέλτιστος φαίνηται Pl.Cri. 46b
, cf. c; ἡδονὰς τοῖς ὀρθοῖς λ. ἑπομένας obeying right principles, Id.Lg. 696c; προαιρέσεως [ἀρχὴ] ὄρεξις καὶ λ. ὁ ἕνεκά τινος principle directed to an end, Arist.EN 1139a32; of the final cause,ἀρχὴ ὁ λ. ἔν τε τοῖς κατὰ τέχνην καὶ ἐν τοῖς φύσει συνεστηκόσιν Id.PA 639b15
; ἀποδιδόασι τοὺς λ. καὶ τὰς αἰτίας οὗ ποιοῦσι ἑκάστου ib.18; [τέχνη] ἕξις μετὰ λ. ἀληθοῦς ποιητική Id.EN 1140a10
; ὀρθὸς λ. true principle, right rule, ib. 1144b27, 1147b3, al.; κατὰ λόγον by rule, consistently,ὁ κατὰ λ. ζῶν Pl.Lg. 689d
, cf. Ti. 89d; τὸ κατὰ λ. ζῆν, opp. κατὰ πάθος, Arist.EN 1169a5; κατὰ λ. προχωρεῖν according to plan, Plb.1.20.3.3 law, rule of conduct,ᾧ μάλιστα διηνεκῶς ὁμιλοῦσι λόγῳ Heraclit.72
;πολλοὶ λόγον μὴ μαθόντες ζῶσι κατὰ λόγον Democr.53
; δεῖ ὑπάρχειν τὸν λ. τὸν καθόλου τοῖς ἄρχουσιν universal principle, Arist.Pol. 1286a17;ὁ νόμος.. λ. ὢν ἀπό τινος φρονήσεως καὶ νοῦ Id.EN 1180a21
; ὁ νόμος.. ἔμψυχος ὢν ἑαυτῷ λ. conscience, Plu. 2.780c; τὸν λ. πρόχειρον ἔχειν precept, Phld.Piet.30, cf. 102;ὁ προστακτικὸς τῶν ποιητέων ἢ μὴ λ. κοινός M.Ant.4.4
.4 thesis, hypothesis, provisional ground, ὡς ἂν εἰ λέγοι λόγον maintain a thesis, Pl. Prt. 344b; ὑποθέμενος ἑκάστοτε λ. provisionally assuming a proposition, Id.Phd. 100a; τὸν τῆς ὁμοιότητος λ. hypothesis of equivalence, Arist.Cael. 296a20.5 reason, ground,πάντων γινομένων κατὰ τὸν λ. τόνδε Heraclit.1
;οὕτω βαθὺν λ. ἔχει Id.45
; ἐκ λόγου, opp. μάτην, Leucipp. 2;μέγιστον σημεῖον οὗτος ὁ λ. Meliss.8
; [ἐμπειρία] οὐκ ἔχει λ. οὐδένα ὧν προσφέρει has no grounds for.., Pl.Grg. 465a; μετὰ λόγουτε καὶ ἐπιστήμης θείας Id.Sph. 265c
; ἡ μετα λόγου ἀληθὴς δόξα ([etym.] ἐπιστήμη) Id.Tht. 201c; λόγον ζητοῦσιν ὧν οὐκ ἔστι λ. proof, Arist. Metaph. 1011a12;οἱ ἁπάντων ζητοῦντες λ. ἀναιροῦσι λ. Thphr.Metaph. 26
.6 formula (wider than definition, but freq. equivalent thereto), term expressing reason,λ. τῆς πολιτείας Pl.R. 497c
; ψυχῆς οὐσία τε καὶ λ. essential definition, Id.Phdr. 245e;ὁ τοῦ δικαίου λ. Id.R. 343a
; τὸν λ. τῆς οὐσίας ib. 534b, cf. Phd. 78d;τὰς πολλὰς ἐπιστήμας ἑνὶ λ. προσειπεῖν Id.Tht. 148d
;ὁ τῆς οἰκοδομήσεως λ. ἔχει τὸν τῆς οἰκίας Arist. PA 646b3
;τεθείη ἂν ἴδιον ὄνομα καθ' ἕκαστον τῶν λ. Id.Metaph. 1006b5
, cf. 1035b4;πᾶς ὁρισμὸς λ. τίς ἐστι Id.Top. 102a5
; ἐπὶ τῶν σχημάτων λ. κοινός generic definition, Id.de An. 414b23; ἀκριβέστατος λ. specific definition, Id.Pol. 1276b24;πηγῆς λ. ἔχον Ph.2.477
; τὸ ᾠὸν οὔτε ἀρχῆς ἔχει λ. fulfils the function of.., Plu.2.637d; λ. τῆς μίξεως formula, i. e. ratio (cf. supr. II) of combination, Arist.PA 642a22, cf. Metaph. 993a17.7 reason, law exhibited in the world-process, κατὰ λόγον by law,κόσμῳ πάντα καὶ κατὰ λ. ἔχοντα Pl.R. 500c
; κατ τὸν < αὐτὸν αὖ> λ. by the same law, Epich.170.18;ψυχῆς τὸ πᾶν τόδε διοικούσης κατὰ λ. Plot.2.3.13
; esp. in Stoic Philos., the divine order,τὸν τοῦ παντὸς λ. ὃν ἔνιοι εἱμαρμένην καλοῦσιν Zeno Stoic.1.24
; τὸ ποιοῦν τὸν ἐν [τῇ ὕλῃ] λ. τὸν θεόν ibid., cf. 42;ὁ τοῦ κόσμου λ. Chrysipp.Stoic.2.264
; λόγος, = φύσει νόμος, Stoic.2.169;κατὰ τὸν κοινὸν θεοῖς καὶ ἀνθρώποις λ. M.Ant.7.53
;ὁ ὀρθὸς λ. διὰ πάντων ἐρχόμενος Chrysipp.Stoic.3.4
: so in Plot.,τὴν φύσιν εἶναι λόγον, ὃς ποιεῖ λ. ἄλλον γέννημα αὑτοῦ 3.8.2
.b σπερματικὸς λ. generative principle in organisms,ὁ θεὸς σπ. λ. τοῦ κόσμου Zeno Stoic.1.28
: usu. in pl., Stoic. 2.205,314,al.;γίνεται τὰ ἐν τῷ παντὶ οὐ κατὰ σπερματικούς, ἀλλὰ κατὰ λ. περιληπτικούς Plot.3.1.7
, cf.4.4.39: so withoutσπερματικός, ὥσπερ τινὲς λ. τῶν μερῶν Cleanth.Stoic.1.111
;οἱ λ. τῶν ὅλων Ph.1.9
.c in Neo-Platonic Philos., of regulative and formative forces, derived from the intelligible and operative in the sensible universe,ὄντων μειζόνων λ. καὶ θεωρούντων αὑτοὺς ἐγὼ γεγέννημαι Plot.3.8.4
;οἱ ἐν σπέρματι λ. πλάττουσι.. τὰ ζῷα οἷον μικρούς τινας κόσμους Id.4.3.10
, cf.3.2.16,3.5.7; opp. ὅρος, Id.6.7.4;ἀφανεῖς λ. τῆς φύσεως Procl.
in R.1.18 K.; τεχνικοὶ λ. ib.142 K., al.IV inward debate of the soul (cf.λ. ὃν αὐτὴ πρὸς αὑτὴν ἡ ψυχὴ διεξέρχεται Pl.Tht. 189e
( διάλογος in Sph. 263e); ὁ ἐν τῇ ψυχῇ, ὁ ἔσω λ. (opp. ὁ ἔξω λ.), Arist.APo. 76b25, 27; ὁ ἐνδιάθετος, opp. ὁ προφορικὸς λ., Stoic.2.43, Ph.2.154),1 thinking, reasoning, τοῦ λ. ἐόντος ξυνοῦ, opp. ἰδία φρόνησις, Heraclit. 2; κρῖναι δὲ λόγῳ.. ἔλεγχον test by reflection, Parm.1.36; reflection, deliberation (cf. VI.3),ἐδίδου λόγον ἑωυτῷ περὶ τῆς ὄψιος Hdt.1.209
, cf. 34, S.OT 583, D.45.7; μὴ εἰδέναι.. μήτε λόγῳ μήτε ἔργῳ neither by reasoning nor by experience, Anaxag.7;ἃ δὴ λόγῳ μὲν καὶ διανοίᾳ ληπτά, ὄψει δ' οὔ Pl.R. 529d
, cf. Prm. 135e;ὁ λ. ἢ ἡ αἴσθησις Arist.EN 1149a35
,al.; αὐτῷ μόνον τῷ λ. πιστεύειν (opp. αἰσθήσεις), of Parmenides and his school, Aristocl. ap. Eus.PE14.17: hence λόγῳ or τῷ λ. in idea, in thought,τῷ λ. τέμνειν Pl.R. 525e
; τῷ λ. δύο ἐστίν, ἀχώριστα πεφυκότα two in idea, though indistinguishable in fact, Arist. EN 1102a30, cf. GC 320b14, al.; λόγῳ θεωρητά mentally conceived, opp. sensibly perceived, Placit.1.3.5, cf. Demetr.Lac.Herc.1055.20;τοὺς λ. θεωρητοὺς χρόνους Epicur.Ep.1p.19U.
; διὰ λόγου θ. χ. ib.p.10 U.;λόγῳ καταληπτός Phld.Po.5.20
, etc.; ὁ λ. οὕτω αἱρέει analogy proves, Hdt.2.33; ὁ λ. or λ. αἱρέει reasoning convinces, Id.3.45,6.124, cf. Pl.Cri. 48c (but, our argument shows, Lg. 663d): also c. acc. pers., χρᾶται ὅ τι μιν λ. αἱρέει as the whim took him, Hdt.1.132; ἢν μὴ ἡμέας λ. αἱρῇ unless we see fit, Id.4.127, cf. Pl.R. 607b; later ὁ αἱρῶν λ. ordaining reason, Zeno Stoic.1.50, M.Ant.2.5, cf. 4.24, Arr.Epict. 2.2.20, etc.: coupled or contrasted with other functions, καθ' ὕπνον ἐπειδὴ λόγου καὶ φρονήσεως οὐ μετεῖχε since reason and understanding are in abeyance, Pl.Ti. 71d; μετὰ λόγου τε καὶ ἐπιστήμης, opp. αἰτία αὐτομάτη, of Nature's processes of production, Id.Sph. 265c; τὸ μὲν δὴ νοήσει μετὰ λόγου περιληπτόν embraced by thought with reflection, opp. μετ' αἰσθήσεως ἀλόγου, Id.Ti. 28a; τὸ μὲν ἀεὶ μετ' ἀληθοῦς λ., opp. τὸ δὲ ἄλογον, ib. 51e, cf. 70d, al.;λ. ἔχων ἑπόμενον τῷ νοεῖν Id.Phlb. 62a
; ἐπιστήμη ἐνοῦσα καὶ ὀρθὸς λ. scientific knowledge and right process of thought, Id.Phd. 73a;πᾶς λ. καὶ πᾶσα ἐπιστήμη τῶν καθόλου Arist.Metaph. 1059b26
;τὸ λόγον ἔχον Id.EN 1102b15
, 1138b9, al.: in sg. and pl., contrasted by Pl. and Arist. as theory, abstract reasoning with outward experience, sts. with depreciatory emphasis on the former,εἰς τοὺς λ. καταφυγόντα Pl.Phd. 99e
; τὸν ἐν λόγοις σκοπούμενον τὰ ὄντα, opp. τὸν ἐν ἔργοις (realities), ib. 100a;τῇ αἰσθήσει μᾶλλον τῶν λ. πιστευτέον Arist.GA 760b31
; γνωριμώτερα κατὰ τὸν λ., opp. κατὰ τὴν αἴσθησιν, Id.Ph. 189a4; ἐκ τῶν λ. δῆλον, opp. ἐκ τῆς ἐπαγωγῆς, Id.Mete. 378b20; ἡ τῶν λ. πίστις, opp. ἐκ τῶν ἔργων φανερόν, Id.Pol. 1326a29;ἡ πίστις οὐ μόνον ἐπὶ τῆς αἰσθήσεως ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοῦ λ. Id.Ph. 262a19
;μαρτυρεῖ τὰ γιγνόμενα τοῖς λ. Id.Pol. 1334a6
; ὁ μὲν λ. τοῦ καθόλου, ἡ δὲ αἴσθησις τοῦ κατὰ μέρος explanation, opp. perception, Id.Ph. 189a7; ἔσονται τοῖς λ. αἱ πράξεις ἀκόλουθοι theory, opp. practice, Epicur.Sent.25; in Logic, of discursive reasoning, opp. intuition, Arist.EN 1142a26, 1143b1; reasoning in general, ib. 1149a26; πᾶς λ. καὶ πᾶσα ἀπόδειξις all reasoning and demonstration, Id.Metaph. 1063b10;λ. καὶ φρόνησιν Phld.Mus.p.105
K.; ὁ λ. ἢ λογισμός ibid.; τὸ ἰδεῖν οὐκέτι λ., ἀλλὰ μεῖζον λόγου καὶ πρὸ λόγου, of mystical vision, opp. reasoning, Plot.6.9.10.—Phrases, κατὰ λ. τὸν εἰκότα by probable reasoning, Pl.Ti. 30b;οὔκουν τόν γ' εἰκότα λ. ἂν ἔχοι Id.Lg. 647d
; παρὰ λόγον, opp. κατὰ λ., Arist.Rh.Al. 1429a29, cf. EN 1167b19; cf. παράλογος (but παρὰ λ. unexpectedly, E.Ba. 940).2 reason as a faculty, ὁ λ. ἀνθρώπους κυβερνᾷ [Epich.] 256; [θυμοειδὲς] τοῦ λ. κατήκοον Pl.Ti. 70a
; [θυμὸς] ὑπὸ τοῦ λ. ἀνακληθείς Id.R. 440d
; σύμμαχον τῷ λ. τὸν θυμόν ib. b;πειθαρχεῖ τῷ λ. τὸ τοῦ ἐγκρατοῦς Arist. EN 1102b26
; ἄλλο τι παρὰ τὸν λ. πεφυκός, ὃ μάχεται τῷ λ. ib.17;ἐναντίωσις λόγου πρὸς ἐπιθυμίας Plot.4.7.13(8)
;οὐ θυμός, οὐκ ἐπιθυμία, οὐδὲ λ. οὐδέ τις νόησις Id.6.9.11
: freq. in Stoic. Philos. of human Reason, opp. φαντασία, Zeno Stoic.1.39; opp. φύσις, Stoic.2.206; οὐ σοφία οὐδὲ λ. ἐστὶν ἐν [τοῖς ζῴοις] ibid.;τοῖς ἀλόγοις ζῴοις ὡς λ. ἔχων λ. μὴ ἔχουσι χρῶ M.Ant.6.23
;ὁ λ. κοινὸν πρὸς τοὺς θεούς Arr.Epict. 1.3.3
;οἷον [εἰκὼν] λ. ὁ ἐν προφορᾷ λόγου τοῦ ἐν ψυχῇ, οὕτω καὶ αὐτὴ λ. νοῦ Plot.5.1.3
; τὸ τὸν λ. σχεῖν τὴν οἰκείαν ἀρετήν (sc. εὐδαιμονίαν) Procl.in Ti.3.334 D.; also of the reason which pervades the universe, θεῖος λ. [Epich.] 257;τὸν θεῖον λ. καθ' Ἡράκλειτον δι' ἀναπνοῆς σπάσαντες νοεροὶ γινόμεθα S.E.M.7.129
(cf. infr. x).b creative reason,ἀδύνατον ἦν λόγον μὴ οὐκ ἐπὶ πάντα ἐλθεῖν Plot.3.2.14
;ἀρχὴ οὖν λ. καὶ πάντα λ. καὶ τὰ γινόμενα κατ' αὐτόν Id.3.2.15
;οἱ λ. πάντες ψυχαί Id.3.2.18
.2 legend,ἱρὸς λ. Hdt.2.62
, cf. 47, Pi.P.3.80 (pl.);συνθέντες λ. E.Ba. 297
;λ. θεῖος Pl.Phd. 85d
; ἱεροὶ λ., of Orphic rhapsodies, Suid. S.V. Ὀρφεύς.3 tale, story,ἄλλον ἔπειμι λ. Xenoph. 7.1
, cf. Th.1.97, etc.;συνθέτους λ. A.Pr. 686
; σπουδὴν λόγου urgent tidings, E.Ba. 663; ἄλλος λ. 'another story', Pl.Ap. 34e; ὁμολογούμενος ὁ λ. ἐστίν the story is consistent, Isoc.3.27: pl., histories,ἐν τοῖσι Ἀσσυρίοισι λ. Hdt.1.184
, cf. 106, 2.99; so in sg., a historical work, Id.2.123, 6.19,7.152: also in sg., one section of such a work (like later βίβλος), Id.2.38,6.39, cf. VI.3d; so in pl.,ἐν τοῖσι Λιβυκοῖσι λ. Id.2.161
, cf. 1.75,5.22,7.93, 213;ἐν τῷ πρώτῳ τῶν λ. Id.5.36
; ὁ πρῶτος λ., of St. Luke's gospel, Act.Ap.1.1: in Pl., opp. μῦθος, as history to legend, Ti. 26e; , cf. Grg. 523a (but μῦθον λέγειν, opp. λόγῳ ( argument)διεξελθεῖν Prt. 320c
, cf. 324d);περὶ λόγων καὶ μύθων Arist.Pol. 1336a30
;ὁ λ... μῦθός ἐστι Ael.NA4.34
.4 speech, delivered in court, assembly, etc.,χρήσομαι τῇ τοῦ λ. τάξει ταύτῃ Aeschin.3.57
, cf. Arist.Rh. 1358a38;δικανικοὶ λ. Id.EN 1181a4
;τρία γένη τῶν λ. τῶν ῥητορικῶν, συμβουλευτικόν, δικανικόν, ἐπιδεικτικόν Id.Rh. 1358b7
;τῷ γράψαντι τὸν λ. Thphr. Char.17.8
, cf.λογογράφος 11
; ἐπιτάφιος λ. funeral oration, Pl.Mx. 236b; esp. of the body of a speech, opp. ἐπίλογος, Arist.Rh. 1420b3; opp. προοίμιον, ib. 1415a12; body of a law, opp. proem, Pl.Lg. 723b; spoken, opp. written word,τὸν τοῦ εἰδότος λ. ζῶντα καὶ ἔμψυχον οὗ ὁ γεγραμμένος εἴδωλόν τι Id.Phdr. 276a
; ὁ ἐκ τοῦ βιβλίου ῥηθεὶς [λ.] speech read from a roll, ib. 243c; published speech, D.C.40.54; rarely of the speeches in Tragedy ([etym.] ῥήσεις), Arist.Po. 1450b6,9.VI verbal expression or utterance (cf. λέγω (B) 111), rarely a single word, v. infr. b, never in Gramm. signf. of vocable ([etym.] ἔπος, λέξις, ὄνομα, ῥῆμα), usu. of a phrase, cf. IX. 3 (the only sense found in [dialect] Ep.).a pl., without Art., talk,τὸν ἔτερπε λόγοις Il.15.393
;αἱμύλιοι λ. Od.1.56
, h.Merc. 317, Hes.Th. 890, Op.78, 789, Thgn.704, A.R.3.1141; ψευδεῖς Λ., personified, Hes.Th. 229;ἀφροδίσιοι λ. Semon.7.91
;ἀγανοῖσι λ. Pi.P. 4.101
; ὄψον δὲ λ. φθονεροῖσιν tales, Id.N.8.21; σμικροὶ λ. brief words, S.Aj. 1268 (s.v.l.), El. 415; δόκησις ἀγνὼς λόγων bred of talk, Id.OT 681 (lyr.): also in sg., λέγ' εἴ σοι τῷ λ. τις ἡδονή speak if thou delightest in talking, Id.El. 891.b sg., expression, phrase,πρὶν εἰπεῖν ἐσθλὸν ἢ κακὸν λ. Id.Ant. 1245
, cf. E.Hipp. 514;μυρίας ὡς εἰπεῖν λόγῳ Hdt.2.37
; μακρὸς λ. rigmarole, Simon.189, Arist.Metaph. 1091a8; λ. ἠρέμα λεχθεὶς διέθηκε τὸ πόρρω a whispered message, Plot.4.9.3; ἑνὶ λόγῳ to sum up, in brief phrase, Pl.Phdr. 241e, Phd. 65d; concisely, Arist. EN 1103b21 (but also, = ἁπλῶς, περὶ πάντων ἑνὶ λ. Id.GC 325a1): pl., λ. θελκτήριοι magic words, E.Hipp. 478; rarely of single words,λ. εὐσύνθετος οἷον τὸ χρονοτριβεῖν Arist.Rh. 1406a36
; οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λ. answered her not a word, Ev.Matt.15.23.c coupled or contrasted with words expressed or understood signifying act, fact, truth, etc., mostly in a depreciatory sense,λ. ἔργου σκιή Democr. 145
;ὥσπερ μικρὸν παῖδα λόγοις μ' ἀπατᾷς Thgn.254
; λόγῳ, opp. ἔργῳ, Democr.82, etc.;νηπίοισι οὐ λ. ἀλλὰ ξυμφορὴ διδάσκαλος Id.76
;ἔργῳ κοὐ λόγῳ τεκμαίρομαι A.Pr. 338
, cf. S.El.59, OC 782;λόγῳ μὲν λέγουσι.. ἔργῳ δὲ οὐκ ἀποδεικνῦσι Hdt.4.8
;οὐ λόγων, φασίν, ἡ ἀγορὴ δεῖται, χαλκῶν δέ Herod.7.49
;οὔτε λ. οὔτε ἔργῳ Lys.9.14
; λόγοις, opp. ψήφῳ, Aeschin.2.33; opp. νόῳ, Hdt.2.100;οὐ λόγῳ μαθών E.Heracl.5
;ἐκ λόγων, κούφου πράγματος Pl.Lg. 935a
; λόγοισι εἰς τὸ πιθανὸν περιπεπεμμένα ib. 886e, cf. Luc.Anach.19;ἵνα μὴ λ. οἴησθε εἶναι, ἀλλ' εἰδῆτε τὴν ἀλήθειαν Lycurg.23
, cf. D.30.34; opp. πρᾶγμα, Arist.Top. 146a4; opp. βία, Id.EN 1179b29, cf. 1180a5; opp. ὄντα, Pl.Phd. 100a; opp. γνῶσις, 2 Ep.Cor.11.6; λόγῳ in pretence, Hdt.1.205, Pl.R. 361b, 376d, Ti. 27a, al.; λόγου ἕνεκα merely as a matter of words,ἄλλως ἕνεκα λ. ἐλέγετο Id.Cri. 46d
; λόγου χάριν, opp. ὡς ἀληθῶς, Arist.Pol. 1280b8; but also, let us say, for instance, Id.EN 1144a33, Plb.10.46.4, Phld. Sign.29, M.Ant.4.32; λόγου ἕνεκα let us suppose, Pl.Tht. 191c; ἕως λόγου, μέχρι λ., = Lat. verbo tenus, Plb.10.24.7, Epict.Ench.16: sts. without depreciatory force, the antithesis or parallelism being verbal (cf. 'word and deed'),λόγῳ τε καὶ σθένει S.OC68
;ἔν τε ἔργῳ καὶ λ. Pl.R. 382e
, cf. D.S.13.101, Ev.Luc.24.19, Act.Ap.7.22, Paus.2.16.2; ὅσα μὲν λόγῳ εἶπον, opp. τὰ ἔργα τῶν πραχθέντων, Th. 1.22.2 common talk, report, tradition,ὡς λ. ἐν θνητοῖσιν ἔην Batr. 8
;λ. ἐκ πατέρων Alc.71
;οὐκ ἔστ' ἔτυμος λ. οὗτος Stesich.32
;διξὸς λέγεται λ. Hdt.3.32
;λ. ὑπ' Αἰγυπτίων λεγόμενος Id.2.47
; νέον [λ.] tidings, S.Ant. 1289 (lyr.); τὰ μὲν αὐτοὶ ὡρῶμεν, τὰ δὲ λόγοισι ἐπυνθανόμεθα by hearsay, Hdt.2.148: also in pl., ἐν γράμμασιν λόγοι κείμενοι traditions, Pl.Lg. 886b.b rumour,ἐπὶ παντὶ λ. ἐπτοῆσθαι Heraclit. 87
; αὐδάεις λ. voice of rumour, B.14.44; περὶ θεῶν διῆλθεν ὁ λ. ὅτι .. Th.6.46; λ. παρεῖχεν ὡς .. Plb.3.89.3; ἐξῆλθεν ὁ λ. οὗτος εῖς τινας ὅτι .. Ev.Jo.21.23, cf. Act.Ap.11.22; fiction, Ev.Matt.28.15.c mention, notice, description, οὐκ ὕει λόγου ἄξιον οὐδέν worth mentioning, Hdt.4.28, cf. Plb.1.24.8, etc.; ἔργα λόγου μέζω beyond expression, Hdt.2.35; κρεῖσσον λόγου τὸ εἶδος τῆς νόσου beyond description, Th. 2.50;μείζω ἔργα ἢ ὡς τῷ λ. τις ἂν εἴποι D.6.11
.d the talk one occasions, repute, mostly in good sense, good report, praise, honour (cf. supr. 1.4),πολλὰ φέρειν εἴωθε λ... πταίσματα Thgn.1221
;λ. ἐσλὸν ἀκοῦσαι Pi.I.5(4).13
;πλέονα.. λ. Ὀδυσσέος ἢ πάθαν Id.N.7.21
;ἵνα λ. σε ἔχῃ πρὸς ἀνθρώπων ἀγαθός Hdt.7.5
, cf. 9.78; Τροίαν.. ἧς ἁπανταχοῦ λ. whose fame, story fills the world, E.IT 517;οὐκ ἂν ἦν λ. σέθεν Id.Med. 541
: less freq. in bad sense, evil report, λ. κακόθρους, κακός, S. Aj. 138 (anap.), E.Heracl. 165: pl., λόγους ψιθύρους πλάσσων slanders, S.Aj. 148 (anap.).e λ. ἐστί, ἔχει, κατέχει, the story goes, c. acc. et inf.,ἔστ τις λ. τὰν Ἀρετὰν ναίειν Simon.58.1
, cf. S.El. 417; λ. μὲν ἔστ' ἀρχαῖος ὡς .. Id.Tr.1; λ. alone, E.Heracl.35;ὡς λ. A.Supp. 230
, Pl. Phlb. 65c, etc.;λ. ἐστί Hdt.7.129
,9.26, al.;λ. αἰὲν ἔχει S.OC 1573
(lyr.); ὅσον ὁ λ. κατέχει tradition prevails, Th.1.10: also with a personal subject in the reverse construction. Κλεισθένης λ. ἔχει τὴν Πυθίην ἀναπεῖσαι has the credit of.., Hdt.5.66, cf. Pl.Epin. 987b, 988b;λ. ἔχοντα σοφίας Ep.Col.2.23
, v.supr.1.4.3 discussion, debate, deliberation,πολλὸς ἦν ἐν τοῖσι λ. Hdt.8.59
;συνελέχθησαν οἱ Μῆδοι ἐς τὠυτὸ καὶ ἐδίδοσαν σφίσι λόγον, λέγοντες περὶ τῶν κατηκόντων Id.1.97
;οἱ Πελασγοὶ ἑωυτοῖσι λόγους ἐδίδοσαν Id.6.138
; ;οἱ περὶ τῆς εἰρήνης λ. Aeschin.2.74
; τοῖς ἔξωθεν λ. πεπλήρωκε τὸν λ. [Plato] has filled his dialogue with extraneous discussions, Arist.Pol. 1264b39;τὸ μῆκος τῶν λ. D.Chr.7.131
; μεταβαίνων ὁ λ. εἰς ταὐτὸν ἀφῖκται our debate, Arist.EN 1097a24; ὁ παρὼν λ. ib. 1104a11; θεῶν ὧν νῦν ὁ λ. ἐστί discussion, Pl.Ap. 26b, cf. Tht. 184a, M.Ant.8.32; τῷ λ. διελθεῖν, διϊέναι, Pl.Prt. 329c, Grg. 506a, etc.; τὸν λ. διεξελθεῖν conduct the debate, Id.Lg. 893a; ξυνελθεῖν ἐς λόγον confer, Ar.Eq. 1300: freq. in pl., ἐς λόγους συνελθόντες parley, Hdt. 1.82; ἐς λ. ἐλθεῖν τινι have speech with, ib.86;ἐς λ. ἀπικέσθαι τινί Id.2.32
;διὰ λόγων ἰέναι E.Tr. 916
;ἐμαυτῇ διὰ λ. ἀφικόμην Id.Med. 872
;ἐς λ. ἄγειν τινά X.HG4.1.2
;κοινωνεῖν λόγων καὶ διανοίας Arist.EN 1170b12
.b right of discussion or speech, ἢ 'πὶ τῷ πλήθει λ.; S.OC 66; λ. αἰτήσασθαι ask leave to speak, Th.3.53;λ. διδόναι X.HG5.2.20
; οὐ προυτέθη σφίσιν λ. κατὰ τὸν νόμον ib.1.7.5;λόγου τυχεῖν D.18.13
, cf. Arist.EN 1095b21, Plb.18.52.1;οἱ λόγου τοὺς δούλους ἀποστεροῦντες Arist.Pol. 1260b5
;δοῦλος πέφυκας, οὐ μέτεστί σοι λόγου Trag.Adesp.304
;διδόντας λ. καὶ δεχομένους ἐν τῷ μέρει Luc.Pisc.8
: hence, time allowed for a speech,ἐν τῷ ἐμῷ λ. And.1.26
,al.;ἐν τῷ ἑαυτοῦ λ. Pl.Ap. 34a
;οὐκ ἐλάττω λ. ἀνήλωκε D.18.9
.c dialogue, as a form of philosophical debate,ἵνα μὴ μαχώμεθα ἐν τοῖς λ. ἐγώ τε καὶ σύ Pl. Cra. 430d
;πρὸς ἀλλήλους τοὺς λ. ποιεῖσθαι Id.Prt. 348a
: hence, dialogue as a form of literature,οἱ Σωκρατικοὶ λ. Arist.Po. 1447b11
, Rh. 1417a20; cf. διάλογος.d section, division of a dialogue or treatise (cf. v. 3),ὁ πρῶτος λ. Pl.Prm. 127d
; ὁ πρόσθεν, ὁ παρελθὼν λ., Id.Phlb. 18e, 19b;ἐν τοῖς πρώτοις λ. Arist.PA 682a3
; ἐν τοῖς περὶ κινήσεως λ. in the discussion of motion (i. e. Ph.bk.8), Id.GC 318a4;ἐν τῷ περὶ ἐπαίνου λ. Phld.Rh.1.219
; branch, department, division of a system of philosophy,τὴν φρόνησιν ἐκ τριῶν συνεστηκέναι λ., τῶν φυσικῶν καὶ τῶν ἠθικῶν καὶ τῶν λογικῶν Chrysipp.Stoic.2.258
.e in pl., literature, letters, Pl.Ax. 365b, Epin. 975d, D.H.Comp.1,21 (but, also in pl., treatises, Plu.2.16c);οἱ ἐπὶ λόγοις εὐδοκιμώτατοι Hdn.6.1.4
; Λόγοι, personified, AP9.171 (Pall.).VII a particular utterance, saying:1 divine utterance, oracle, Pi.P.4.59;λ. μαντικοί Pl. Phdr. 275b
;οὐ γὰρ ἐμὸν ἐρῶ τὸν λ. Pl.Ap. 20e
;ὁ λ. τοῦ θεοῦ Apoc.1.2
,9.2 proverb, maxim, saying, Pi.N.9.6, A.Th. 218; ὧδ' ἔχει λ. ib. 225; τόνδ' ἐκαίνισεν λ. ὡς .. Critias 21, cf. Pl.R. 330a, Ev.Jo.4.37;ὁ παλαιὸς λ. Pl.Phdr. 240c
, cf. Smp. 195b, Grg. 499c, Lg. 757a, 1 Ep.Ti.1.15, Plu.2.1082e, Luc.Alex.9, etc.;τὸ τοῦ λόγου δὴ τοῦτο Herod.2.45
, cf. D.Chr.66.24, Luc.JTr.3, Alciphr.3.56, etc.: pl., Arist.EN 1147a21.4 express resolution, κοινῷ λ. by common consent, Hdt.1.141,al.; ἐπὶ λ. τοιῷδε, ἐπ' ᾧ τε .. on the following terms, Id.7.158, cf. 9.26;ἐνδέξασθαι τὸν λ. Id.1.60
, cf. 9.5; λ. ἔχοντες πλεονέκτην a greedy proposal, Id.7.158: freq. in pl., terms, conditions, Id.9.33, etc.5 word of command, behest, A.Pr.17,40 (both pl.), Pers. 363;ἀνθρώπους πιθανωτέρους ποιεῖν λόγῳ X.Oec.13.9
;ἐξέβαλε τὰ πνεύματα λόγῳ Ev.Matt.8.16
; οἱ δέκα λ. the ten Commandments, LXX Ex.34.28, Ph.1.496.VIII thing spoken of, subject-matter (cf. 111.1 b and 2),λ. τοῦτον ἐάσομεν Thgn.1055
; προπεπυσμένος πάντα λ. the whole matter, Hdt.1.21, cf. 111; τὸν ἐόντα λ. the truth of the matter, ib.95, 116; μετασχεῖν τοῦ λ. to be in the secret, ib. 127;μηδενὶ ἄλλῳ τὸν λ. τοῦτον εῐπῃς Id.8.65
; τίς ἦν λ.; S.OT 684 ( = πρᾶγμα, 699); περί τινος λ. διελεγόμεθα subject, question, Pl.Prt. 314c; [τὸ προοίμιον] δεῖγμα τοῦ λ. case, Arist.Rh. 1415a12, cf. 111.1b; τέλος δὲ παντὸς τοῦ λ. ψηφίζονται the end of the matter was that.., Aeschin.3.124;οὐκ ἔστεξε τὸν λ. Plb.8.12.5
;οὐκ ἔστι σοι μερὶς οὐδὲ κλῆρος ἐν τῷ λ. τούτῳ Act.Ap.8.21
;ἱκανὸς αὐτῷ ὁ λ. Pl.Grg. 512c
; οὐχ ὑπολείπει [Γοργίαν] ὁ λ. matter for talk, Arist.Rh. 1418a35;μηδένα λ. ὑπολιπεῖν Isoc.4.146
; πρὸς λόγον to the point, apposite,οὐδὲν πρὸς λ. Pl.Phlb. 42e
, cf. Prt. 344a;ἐὰν πρὸς λ. τι ᾖ Id.Phlb. 33c
; alsoπρὸς λόγου Id.Grg. 459c
(s. v.l.).b in Art, subject of a painting,ζωγραφίας λόγοι Philostr.VA 6.10
;λ. τῆς γραφῆς Id.Im.1.25
.IX expression, utterance, speech regarded formally, τὸ ἀπὸ [ψυχῆς] ῥεῦμα διὰ τοῦ στόματος ἰὸν μετὰ φθόγγου λ., opp. διάνοια, Pl.Sph. 263e; intelligent utterance, opp. φωνή, Arist.Pol. 1253a14;λ. ἐστὶ φωνὴ σημαντικὴ κατὰ συνθήκην Id.Int. 16b26
, cf. Diog.Bab.Stoic.3.213; ὅθεν (from the heart)ὁ λ. ἀναπέμπεται Stoic.2.228
, cf. 244; Protagoras was nicknamed λόγος, Hsch. ap. Sch.Pl.R. 600c, Suid.;λόγου πειθοῖ Democr.181
: in pl., eloquence, Isoc.3.3,9.11;τὴν ἐν λόγοις εὐρυθμίαν Epicur.Sent.Pal.5p.69
v. d. M.; λ. ἀκριβής precise language, Ar.Nu. 130 (pl.), cf. Arist.Rh. 1418b1;τοῦ μὴ ᾀδομένου λ. Pl.R. 398d
; ἡδυσμένος λ., of rhythmical language set to music, Arist.Po. 1449b25; ἐν παντὶ λ. in all manner of utterance, 1 Ep.Cor.1.5; ἐν λόγοις in orations, Arist.Po. 1459a13; λ. γελοῖοι, ἀσχήμονες, ludicrous, improper speech, Id.SE 182b15, Pol. 1336b14.2 of various modes of expression, esp. artistic and literary, ;ἐν λόγῳ καὶ ἐν ᾠδαῖς X.Cyr.1.4.25
, cf. Pl.Lg. 835b; prose, opp. ποίησις, Id.R. 390a; opp. ψιλομετρία, Arist.Po. 1448a11; opp. ἔμμετρα, ib. 1450b15 (pl.); τῷ λ. τοῦτο τῶν μέτρων (sc. τὸ ἰαμβεῖον)ὁμοιότατον εἶναι Id.Rh. 1404a31
; in full, ψιλοὶ λ. prose, ib. b33 (but ψιλοὶ λ., = arguments without diagrams, Pl.Tht. 165a); λ. πεζοί, opp. ποιητική, D.H.Comp.6; opp. ποιήματα, ib.15;κοινὰ καὶ ποιημάτων καὶ λόγων Phld.Po.5.7
; πεζὸς λ. ib.27, al.b of the constituents of lyric or dramatic poetry, words,τὸ μέλος ἐκ τριῶν.. λόγου τε καὶ ἁρμονίας καὶ ῥυθμοῦ Pl.R. 398d
; opp. πρᾶξις, Arist.Po. 1454a18; dramatic dialogue, opp. τὰ τοῦ χοροῦ, ib. 1449a17.3 Gramm., phrase, complex term, opp. ὄνομα, Id.SE 165a13; λ. ὀνοματώδης noun- phrase, Id.APo. 93b30, cf. Rh. 1407b27; expression, D.H.Th.2, Demetr.Eloc.92.b sentence, complete statement, "ἄνθρωπος μανθάνει λόγον εἶναί φῃς.. ἐλάχιστόν τε καὶ πρῶτον Pl.Sph. 262c
;λ. αὐτοτελής A.D.Synt.3.6
, D.T.634.1; ῥηθῆναι λόγῳ to be expressed in a sentence, Pl.Tht. 202b; λ. ἔχειν to be capable of being so expressed, ib. 201e, cf. Arist.Rh. 1404b26.c language, τὰ τοῦ λ. μέρη parts of speech, Chrysipp.Stoic.2.31, S.E.M.9.350, etc.;τὰ μόρια τοῦ λ. D.H.Comp.6
;μέρος λ. D.T.633.26
, A.D.Pron.4.6, al. (but ἓν μέρος <τοῦ cod.> λόγου one word, Id.Synt.340.10, cf. 334.22); περὶ τῶν στοιχείων τοῦ λ., title of work by Chrysippus.X the Word or Wisdom of God, personified as his agent in creation and world-government,ὁ παντοδύναμός σου λ. LXX Wi.18.15
;ὁ ἐκ νοὸς φωτεινὸς λ. υἱὸς θεοῦ Corp.Herm.1.6
, cf. Plu.2.376c; λ. θεοῦ δι' οὗ κατεσκευάσθη [ὁ κόσμος] Ph.1.162; τῆς τοῦ θεοῦ σοφίας· ἡ δέ ἐστιν ὁ θεοῦ λ. ib.56; λ. θεῖος.. εἰκὼν θεοῦ ib. 561, cf. 501; τὸν τομέα τῶν συμπάντων [θεοῦ] λ. ib. 492; τὸν ἄγγελον ὅς ἐστι λ. ib. 122: in NT identified with the person of Christ,ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λ. Ev.Jo.1.1
, cf. 14, 1 Ep.Jo.2.7, Apoc.19.13;ὁ λ. τῆς ζωῆς 1 Ep.Jo.1.1
. -
9 επιστήμας
ἐπιστήμᾱς, ἐπιστήμηacquaintance with: fem acc plἐπιστήμᾱς, ἐπιστήμηacquaintance with: fem gen sg (doric aeolic) -
10 ἐπιστήμας
ἐπιστήμᾱς, ἐπιστήμηacquaintance with: fem acc plἐπιστήμᾱς, ἐπιστήμηacquaintance with: fem gen sg (doric aeolic) -
11 επιστήμηι
-
12 ἐπιστήμηι
-
13 θεωρητικός
A able to perceive,τοῦ περὶ τὰ σώματα κάλλους Arist.Pol. 1338b1
;μὴ πάντων θ. ἀλλὰ ἐνίων Phld.Rh.2.108S.
;τῆς ἀφροσύνης S.E.M.11.256
.2 of the mind, contemplative, speculative, ὁ περὶ τὴν.. οὐσίαν θ. Arist.Metaph. 1005a35; ὁ περὶ φύσεως θ. Id.PA 641a29: c. gen.,μαντικὴ ἐπιστήμη θ. τοῦ.. μέλλοντος Pl.Def. 414b
; ἐπιστήμη θ., διάνοια, opp. πρακτική, ποιητική, Arist. Metaph. 1064a17, 1025b25; ; θ. βίος a contemplative or speculative life (opp. ἀπολαυστικός, πολιτικός), Id.EN 1095b19, cf. Plu.Cic.3;θ. φιλόσοφος Id.Per.16
: [comp] Comp.- ώτερος Herm.in Phdr.p.59A.
Adv.- κῶς Epicur. Nat.28.7
, Poll.4.8, Iamb.Comm.Math.20.II = θεωρικός, Cod.Just. 10.56.1.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεωρητικός
-
14 κοινοτροφικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινοτροφικός
-
15 φαντασία
A appearing, appearance, = τὸ φαίνεσθαι, πάντες ἐφίενται τοῦ φαινομένου ἀγαθοῦ, τῆς δὲ φ. οὐ κύριοι do not control the appearing, Arist.EN 1114a32; usu. with less verbal force, appearance, presentation to consciousness, whether immediate or in memory, whether true or illusory,φαίνεται μὲν ὁ ἥλιος ποδιαῖος, ἀντίφησι δὲ πολλάκις ἕτερόν τι πρὸς τὴν φ. Id.Insomn. 460b19
; ἡ τοῦ γάλακτος φ. the appearance of the milky way, Id.Mete. 339a35;ἡ τοῦ προσώπου φ. Phld.Acad.Ind. p.50
M.; esp. of visual images, ἐπεὶ ἡ ὄψις μάλιστα αἴσθησίς ἐστι, καὶ τὸ ὄνομα ἀπὸ τοῦ φάους εἴληφεν [ἡ φ.] Arist. de An. 429a2; κατοπτρικὴ φ. image reflected in a mirror, Placit.3.1.2; also of other sense=perceptions, φ. καὶ αἴσθησις ταὐτὸν ἔν τε θερμοῖς καὶ πᾶσι τοῖς τοιούτοις appearance is the same as perception, whether we are talking of hot things or of anything else like them, Pl.Tht. 152c, cf. Chrysipp.Stoic.2.21;ταῦτα ἔστι μέν τι, ἀλλ' οὐχ ὧν ἐμποιεῖ τὴν φ. Arist.Metaph. 1024b24
;ἡ φ. ἐστὶν αἴσθησίς τις ἀσθενής.. κἂν τῷ ἐλπίζοντι ἀκολουθοῖ ἂν φ. τις οὗ ἐλπίζει Id.Rh. 1370a28
;αἱ [αἰσθήσεις] ἀληθεῖς ἀεί, αἱ δὲ φ. γίνονται αἱ πλείους ψευδεῖς Id.de An. 428a12
;φ. ἀληθεῖς ἁπάσας Epicur.Fr. 254
;ἀπελθόντων τῶν αἰσθητῶν ἔνεισιν αἱ αἰσθήσεις καὶ φ. ἐν τοῖς αἰσθητηρίοις Arist. de An. 425b25
; διὰ τὸ ἐμμένειν [τὰς φ.] καὶ ὁμοίας εἶναι ταῖς αἰσθήσεσι ib. 429a5;τῆς αἰσθήσεως ἀλλοιουμένης ἐξ ἧς γίνεσθαι τὴν φ. Thphr.Sens.63
;ἐλέγχειν τὰς ἀλλήλων φ. καὶ δόξας Pl.Tht. 161e
; freq. in later Philos. esp. in meaning psychic image, Epicur.Ep.1p.12U., S.E.M.7.152, M.Ant.4.24, al.; defined asτύπωσις ἐν ψυχῇ Chrysipp.Stoic.2.23
;φ. καταληπτική Zeno Stoic. 1.17
, etc.; [φ. κ.] ἢν κριτήριον εἶναι τῶν πραγμάτων φασί, τὴν γιγνομένην ἀπὸ ὑπάρχοντος κατ' αὐτὸ τὸ ὑπάρχον ἐναπεσφραγισμένην Stoic. 2.21
, cf. 26, al.; διανοητικαὶ φ. mental images, Cic.Fam.15.16.1;νυκτεριναὶ φ. Phlp.
in de An.486.13, cf. Gp.12.17.15; apparition, Arist.Mir. 846a37.b less scientifically, appearance, ἐμποιοῦντα τὴν φ. (sc. τοῦ ἐλέγχειν) Id.SE 165b25;τὸ παράδοξον τῆς τῶν ζῴων φ. Plb. 3.53.8
, cf. 5.48.9, App.BC4.102, Hann.15;κατὰ τὴν πρώτην φ. Plb.11.27.7
; συναύξειν τὴν φ. [τῆς νίκης] Id.16.8.3;δουλεύοντες τῇ τῶν ἐκτὸς φ. Id.30.19.4
;φ. ποιεῖν καὶ προσδοκίαν Id.18.10.7
, cf. 14.2.4; ζῷα.. μέχρι φ. φαινόμενα (in a conjuring trick) Cels. ap. OrigenesCels.1.68;κατὰ τὴν πρόχειρον οὑτωσὶ φ. Gal.6.105
, cf. 15.17,115, 19.206;τῶν ἀπεπτούντων ἐνίοις φ... γίνονται Id.18(2).73
, cf. 71, al.2 imagination, i.e. the re-presentation of appearances or images, primarily derived from sensation (cf.αἴσθησις 11
), ὅταν μὴ καθ' αὑτὸ ἀλλὰ δι' αἰσθήσεως παρῇ τινι τὸ τοιοῦτον αὖ πάθος (sc. δόξα) ἆρ' οἷόν τε ὀρθῶς εἰπεῖν ἕτερόν τι πλὴν φ.;.. φαίνεται δὲ ὃ λέγομεν (i.e. φαντασία)σύμμειξις αἰσθήσεως καὶ δόξης Pl.Sph. 264a
, 264b;οὐδὲ δόξα μετ' αἰσθήσεως οὐδὲ δι' αἰσθήσεως οὐδὲ συμπλοκὴ δόξης καὶ αἰσθήσεως φ. ἂν εἴη Arist. de An. 428a26
; ἡ φ. καθ' ἣν λέγομεν φάντασμά τι ἡμῖν γίγνεσθαι ib. 428a1;ἔστι δὲ φ. ἡ ὑπὸ τῆς κατ' ἐνέργειαν αἰσθήσεως γινομένη κίνησις Id.Insomn. 459a17
, cf. de An. 429a1; εἰ ἔστι καὶ τοῦτο [τὸ νοεῖν] φ. τις ἢ μὴ ἄνευ φ. ib. 403a8; c. gen.,μέλλοντος κακοῦ Id.Rh. 1382a21
, cf. 1370a30, b33, al.;αἰσχροῦ φ. Cic.Att.9.6.5
; alsoπερὶ ἀδοξίας φ. ἐστὶν ἡ αἰσχύνη Arist.Rh. 1384a23
; γίγνεται ἑκάστῳ φ. ὅτι τοιοῦτός [ἐστι] ib. 1371a9;ἡ κατὰ τὴν σύλληψιν φ. τῆς γυναικός Placit.5.12.2
, cf. Sor.1.39 (pl.); τὰ πρὸς τὴν φ. χρώματα colours as judged by the φ., apparent colours, Placit.1.15.8; φωτίζεσθαι πρὸς τὴν φ. ib.2.28.6.b in Aristotle, faculty of imagination, both presentative and representative, opp.αἴσθησις, [φ.] οὐκ ἔστιν αἴσθησις Arist.de An. 428a5
; opp. δόξα, because πίστις is absent, ib.22, 24; opp. ἐπιστήμη, νοῦς, διάνοια, οὐδὲ [φ.] τῶν ἀεὶ ἀληθευόντων οὐδεμία ἔσται, οἷον ἐπιστήμη ἢ νοῦς ib. 428a17; φ. ἕτερον καὶ αἰσθήσεως καὶ διανοίας· αὐτή τε οὐ γίγνεται ἄνευ αἰσθήσεως καὶ ἄνευ ταύτης οὐκ ἔστιν ὑπόληψις ib. 427b14;φ. γίνεται ἢ διὰ νοήσεως ἢ δι' αἰσθήσεως Id.MA 702a19
;ὀρεκτικὸν [τὸ ζῷον] οὐκ ἄνευ φ., φ. δὲ πᾶσα ἢ λογιστικὴ ἢ αἰσθητική Id.de An. 433b28
.c creative imagination,φ. σοφωτέρα μιμήσεως δημιουργός Philostr.VA6.19
.3 the use of imagery in literature,τεθορύβηται ταῖς φ. μᾶλλον ἢ δεδείνωται Longin.3.1
;ἡ ῥητορικὴ φ. Id.15.2
;ἀπὸ τοῦ ἀποδεικτικοῦ περιελκόμεθα εἰς τὸ κατὰ φαντασίαν ἐκπληκτικόν Id.15.11
;αἱ ποιητικαὶ φ. Plu.2.759c
;ἐς τὰς φ. τῶν λεγομένων τῷ σχήματι τοῦ σώματος συνεφέροντο App.Pun. 134
, cf. Hisp.26, Syr.40.4 prestige, reputation,μεγάλην ἐφείλκετο φ. ὡς μόνος εἰδὼς τί λέγει Plb.22.9.12
, cf. 24.7.2, 24.11.5, Fr. 233;ἐκ τοῦ τοὺς ἄλλους ἐλέγχειν φ. ἀπενέγκασθαι προαιρούμενος Hipparch.1.1.6
; parade, ostentation,ποιέειν μηδὲν περιέργως μηδὲ μετὰ φαντασίης Hp.Decent.7
, cf. Plb.15.25.22, 16.21.1, 31.26.6, Posidon.36 J., D.S.12.83, Vett.Val.38.26, al.;ἡ ἐφήμερος τῆς ἀρχῆς φ. Sopat.
ap. Stob.4.5.55;μετὰ πολλῆς φ. Act.Ap. 25.23
, cf. D.L.4.53.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαντασία
-
16 ἐμπειρία
ἐμπειρ-ία, ἡ,A experience, E.Ph. 529, Th.4.10; opp. ἀνεπιστημοσύνη, Id.5.7; ἡ ἐκ πολλοῦ ἐ., opp. ἡ δι' ὀλίγου μελέτη, Id.2.85; ἡ μὴ 'μπειρία want of experience, Ar.Ec. 115;δι' ἐμπειρίαν Pl.Prm. 137a
;ἐπιστήμῃ, οὐκ ἐμπειρία οἰκείᾳ κεχρημένον Id.R. 409b
: pl., D. Prooem.45.2 c. gen. rei, experience in, acquaintance with, ;μάχης ἐμπειρίᾳ τῆς ἐκείνων Th.3.95
;ἀμφοτέρων τῶν ἡδονῶν Pl.R. 582b
; alsoἐ. περί τι X.HG7.1.4
;ἐ. ἡ κατὰ τὴν πόλιν Th.2.3
;ἐ. ἡγεμονική Plb.10.24.4
, etc.II practice, without knowledge of principles, esp. in Medicine, empiricism,ἰατρὸς τῶν ταῖς ἐμπειρίαις ἄνευ λόγου τὴν ἰατρικὴν μεταχειριζομένων Pl.Lg. 857c
(henceοἱ ἀπὸ τῆς ἐ. ἰατροί S.E.M.8.191
, Gal.Sect.Intr.1); κατ' ἐμπειρίαν τὴν τέχνην κτᾶσθαι empirically, Pl.Lg. 720b;οὐκ ἔστιν τέχνη, ἀλλ' ἐ. καὶ τριβή Id.Grg. 463b
, cf. 465a, Lg. 938a (whereas Plb. opposes ἐ. toἀπειρία καὶ τριβὴ ἄλογος 1.84.6
): but also,2 craft,τοῖς περὶ τὰς ἐ. γεγυμνασμένοις Isoc.13.14
; πραγμάτων ἐ., including τέχνη andἐπιστήμη Metrod.61
; αἱ ἄλλαι ἐ. καὶ τέχναι the other crafts and arts, Arist.Pol. 1282a1; αἱ περὶ τῶν τοιούτων ἐ. ib. 1297b20; also, experiments,πολλαὶ τέχναι ἐκ τῶν ἐ. ηὑρημέναι Pl.Grg. 448c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπειρία
-
17 ὑπόληψις
ὑπόληψις (later [suff] ὑπό-λημψις Anon. in Tht.3.14, etc., v. infr. 11.3b), εως, ἡ, ([etym.] ὑπολαμβάνω)A taking up, esp. taking up the cue, taking up the matter where another leaves off,ἠνάγκασε τοὺς ῥαψῳδοὺς.. ἐξ ὑπολήψεως ἐφεξῆς αὐτὰ διιέναι Pl.Hipparch. 228b
; cf.ὑποβολή 1.3
.II taking in a certain sense, assumption, notion, Pl.Def. 413a sq., Arist.MM 1235a20 (pl.);ὑ. λαμβάνειν Id.Rh. 1417b10
;τῆς ὑπολήψεως διαφοραὶ ἐπιστήμη καὶ δόξα καὶ φρόνησις Id.de An. 427b25
; but distd. fr. νόησις, ib. b17; fr. ἐπιστήμη, Id.Top. 149a10; joined with δόξα, Id.EN 1139b17, Epicur.Fr. 239; ὑ. ψευδεῖς, μοχθηραί, Id.Ep.3p.60U., Phld.Mus.p.49 K.; μὴ τοιαύτης οὔσης τῆς ὑπαρχούσης ὑ. περὶ ἑκατέρου unless such had been the existing impression, D.18.228: Chrysipp. wrote περὶ ὑπολιήψεως, Stoic.2.9;οἱ τῆς ἐναντίας ὑ. Sor.1.31
.2 hasty judgement, prejudice, suspicion,ὑ. εἰς τοὺς δικαστὰς οὐ δικαία Hyp.Eux.32
, cf. Luc.Cal.5.3 estimate formed of a person or thing, good or bad reputation, public opinion, Hdn.7.1.6; ἐν ὑπολήψει τυγχάνοντες being in high repute, Marcellin.Puls. 118.4 estimate, plan, Epict.Ench.1.1.III perh. subvention, subsidy, Sammelb.7193vii 14, al. (ii A. D.), PTeb.341.12 (ii A. D.).2 ὑ. ἑτέρου ἐλαιουργίου perh. taking over, BGU612.7 (i A. D.).3 perh. payment in advance, PLond.3.895.12 (i A. D.), PRyl.2.127.25 (i A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόληψις
-
18 ἐπίσταμαι
Grammatical information: v.Meaning: `be assured, know how'(Il.), also `believe' (Heraklit., Hdt.), first intr. as in ἐπιστάμενος μεν ἄκοντι Ο 282.Other forms: Fut. ἐπιστήσομαι (Il.), Aor. ἠπιστήθην (Hdt., att.)Compounds: Also with prefix, e. g. ἐξ-, συν-επίσταμαι.Derivatives: ἐπιστήμων `knowing about, expert' (Od.) with ἐπιστημονικός `of the ἐπιστήμων', usu. `belonging to knowing, to knowledge' referring to ἐπιστήμη (Arist.), ἐπιστημοσύνη (Xenokr.); also ἐπίστημος (Hp.; Chantraine Formation 152); denomin. verbs, both rare and late: ἐπιστημονίζομαι (Al.), ἐπιστημόομαι (Aq.) `become ἐπ.'. - ἐπιστήμη `understanding, knowing, knowledge' (Ion.-Att.; on the history of the meaning Snell Die Ausdrücke für die Begriffe des Wissens 81ff.); the - η- of the derivatives was favored by the adj. in - ήμων, resp. by μνή-μη, φή-μη (Chantraine 173, 148; Schwyzer 522); thus in the verbal adjective. - ἐπιστητός `what can be understood, scienticically accessible' (Pl., Arist.).Etymology: From *ἐπι-hίσταμαι with early loss of the breath and vowel contraction (resp. hyphäresis), Wackernagel KZ 33, 20f. = Kl. Schr. 1, 699f. Through the meaning development (*`stand before something' \> `be confronted with sth., take knowledge of sth.'?; first of practical professions, Bréal MSL 10, 59f., thus OHG firstān, OE forstandan; acc. to Fraenkel REIE 2, 50ff. `be on the track of, discover'; s. alo Snell l. c.) ἐπίσταμαι was also formally separated from ἵσταμαι, what lead already in Homer to a new ἐφ-ίσταμαι `stand at'. - Acc. to others old fomation without reduplication (lit. in Schwyzer 675 n. 2), after Brugmann Grundr.2 2: 3, 160 from an aorist ἐπι-στάμενος, - σταίμην newly formed.Page in Frisk: 1,542-543Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐπίσταμαι
-
19 επιστήμαι
-
20 ἐπιστῆμαι
См. также в других словарях:
Επιστήμη — (episteme) (греч.) знание (точное); наука. Достоверное знание. см. Мнение и знание. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
ἐπιστήμη — acquaintance with fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστήμῃ — ἐπιστήμη acquaintance with fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek
επιστήμη — η 1. πλήρης και ακριβολογημένη γνώση ορισμένων θεμάτων. 2. σύνολο γνώσεων που αναφέρονται σε ορισμένο κύκλο φαινομένων και που υπάγονται σε γενικούς νόμους, καθώς και η μεθοδική έρευνα αυτών των φαινομένων: Θετικές επιστήμες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… … Dictionary of Greek
εικονολογία — Επιστήμη μελέτης της εικονογραφίας. Ο όρος ε. αναφέρεται για πρώτη φορά στο ομότιτλο βιβλίο του Τσέζαρε Ρίπα (Ρώμη, 1593), παρότι εκεί η λέξη έχει την έννοια της φανταστικής δημιουργίας συμβόλων, εικόνων ή προσωποποιήσεων. Η σύγχρονη επιστήμη της … Dictionary of Greek
φαρμακολογία — Επιστήμη που μελετά τις ουσίες που έχουν την ικανότητα να προκαλούν λειτουργικές μεταβολές στα κύτταρα και στους οργανισμούς. Η φ. δεν περιορίζεται στη μελέτη των θεραπευτικών ουσιών, αλλά επεκτείνει το ενδιαφέρον της και στα δηλητήρια και στις… … Dictionary of Greek