-
1 επιστημοσύνη
-
2 ἐπιστημοσύνη
-
3 ἐπιστημοσύνη
ἐπιστημ-οσύνη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστημοσύνη
-
4 επιστημοσύνης
-
5 ἐπιστημοσύνης
-
6 ἐπίσταμαι
Grammatical information: v.Meaning: `be assured, know how'(Il.), also `believe' (Heraklit., Hdt.), first intr. as in ἐπιστάμενος μεν ἄκοντι Ο 282.Other forms: Fut. ἐπιστήσομαι (Il.), Aor. ἠπιστήθην (Hdt., att.)Compounds: Also with prefix, e. g. ἐξ-, συν-επίσταμαι.Derivatives: ἐπιστήμων `knowing about, expert' (Od.) with ἐπιστημονικός `of the ἐπιστήμων', usu. `belonging to knowing, to knowledge' referring to ἐπιστήμη (Arist.), ἐπιστημοσύνη (Xenokr.); also ἐπίστημος (Hp.; Chantraine Formation 152); denomin. verbs, both rare and late: ἐπιστημονίζομαι (Al.), ἐπιστημόομαι (Aq.) `become ἐπ.'. - ἐπιστήμη `understanding, knowing, knowledge' (Ion.-Att.; on the history of the meaning Snell Die Ausdrücke für die Begriffe des Wissens 81ff.); the - η- of the derivatives was favored by the adj. in - ήμων, resp. by μνή-μη, φή-μη (Chantraine 173, 148; Schwyzer 522); thus in the verbal adjective. - ἐπιστητός `what can be understood, scienticically accessible' (Pl., Arist.).Etymology: From *ἐπι-hίσταμαι with early loss of the breath and vowel contraction (resp. hyphäresis), Wackernagel KZ 33, 20f. = Kl. Schr. 1, 699f. Through the meaning development (*`stand before something' \> `be confronted with sth., take knowledge of sth.'?; first of practical professions, Bréal MSL 10, 59f., thus OHG firstān, OE forstandan; acc. to Fraenkel REIE 2, 50ff. `be on the track of, discover'; s. alo Snell l. c.) ἐπίσταμαι was also formally separated from ἵσταμαι, what lead already in Homer to a new ἐφ-ίσταμαι `stand at'. - Acc. to others old fomation without reduplication (lit. in Schwyzer 675 n. 2), after Brugmann Grundr.2 2: 3, 160 from an aorist ἐπι-στάμενος, - σταίμην newly formed.Page in Frisk: 1,542-543Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐπίσταμαι
См. также в других словарях:
ἐπιστημοσύνη — skill fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστημοσύνη — η (AM ἐπιστημοσύνη) [επιστήμων] νεοελλ. η γνώση τής επιστήμης με την οποία ασχολείται κανείς αρχ. επιστήμη, γνώση … Dictionary of Greek
επιστημοσύνη — η η ιδιότητα, το γνώρισμα του επιστήμονα, η πλήρης και τέλεια γνώση της επιστήμης με την οποία ασχολείται κάποιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιστημοσύνης — ἐπιστημοσύνη skill fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ράνσιμαν — (Runsiman). Οικογένεια Άγγλων ιστορικών και πολιτικών. 1. Γουόλτερ. Πολιτικός (1870 – 1949). Εξελέγη βουλευτής και διετέλεσε υπουργός Παιδείας (1908), Γεωργίας (1911) και Εμπορίου (1914) και από το 1938 μέχρι τον επόμενο χρόνο, πρόεδρος του… … Dictionary of Greek
εμπειρισμός — ο 1. το να είναι κανείς εμπειρικός (βλ. λ.) ή το να γίνεται κάτι με την πείρα μόνο, χωρίς επιστημοσύνη. 2. (φιλοσ.), η εμπειριαρχία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)