-
1 γλωχίς
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > γλωχίς
-
2 γλωχίς
γλωχί̱ς, γλωχίνprojecting point: fem nom /voc sg -
3 γλωχίν
A projecting point: hence,2 barb of an arrow, S.Tr. 681, cf. Sch.adloc., Gal.5.548; point of a penknife, AP6.63 (Damoch.);τριαίνης Nonn.D.36.111
; κεραίας ib. 1.193; of the moon's horns, ib.40.314.3 Pythagorean name for an angle, Hero*Deff.15. -
4 γλῶσσα
γλῶσσα, [dialect] Ion. [full] γλάσσα, Herod.3.84, al., SIG1002.7 (Milet.), Schwyzer 692 ([place name] Chios), [dialect] Att. [full] γλῶττα, ης, ἡ,2 tongue, as the organ of speech, γλώσσης χάριν through love of talking, Hes.Op. 709, A.Ch. 266;γλώσσῃ ματαίᾳ Id.Pr. 331
, cf.Eu. 830;γλώσσης ἀκρατής Id.Pr. 884
(lyr.);μεγάλης γ. κόμποι S.Ant. 128
; γλώσσῃ δεινός, θρασύς, Id.OC 806, Aj. 1142;ἡ γ. ὀμώμοχ' ἡ δὲ φρὴν ἀνώμοτος E.Hipp. 612
: with Preps., ἀπὸ γλώσσης by frankness of speech, Thgn.63;φθέγγεσθαι Pi.O.6.13
(but ἀπὸ γ. ληίσσεται, opp. χερσὶ βίῃ, of fraud opp. violence, Hes. Op. 322); also, by word of mouth, Hdt.1.123, Th.7.10, Arr.An.2.14.1;τῷ νῷ θ' ὁμοίως κἀπὸ τῆς γ. λέγω S.OC 936
; τὰ γλώσσης ἄπο, i.e. our words, E.Ba. 1049; ἀπὸ γ. φράσω by heart, opp. γράμμασιν, Cratin.122; οὐκ ἀπὸ γλώσσης not from mere word of mouth, but after full argument, A.Ag. 813; μὴ διὰ γλώσσης without using the tongue, E.Supp. 112;ἐν ὄμμασιν.. δεδορκὼς κοὐ κατὰ γλῶσσαν κλύων S.Tr. 747
:—phrases: πᾶσαν γλῶτταν βασάνιζε try every art of tongue, Ar. V. 547; πᾶσαν ἱέναι γλῶσσαν let loose one's whole tongue, speak withoutrestraint, S.El. 596;πολλὴν γ. ἐγχέας μάτην Id.Fr. 929
; κακὰ γ. slander, Pi.P.4.283: pl., ἐν κερτομίοις γλώσσαις, i.e. with blasphemies, S.Ant. 962 (lyr.), cf.Aj. 199 (lyr.): βοῦς, κ ῇς ἐπὶ γλώσσῃ, v. βοῦς, κλείς.3 of persons, one who is all tongue, speaker, of Pericles,μεγίστη γ. τῶν Ἑλληνίδων Cratin.293
, cf. Ar.Fr. 629 (s. v. l.).II language,ἄλλη δ' ἄλλων γ. μεμιγμένη Od.19.175
, cf. Il.2.804; γλῶσσαν ἱέναι speak a language or dialect, Hdt.1.57; γ. Ἑλληνίδα, Δωρίδα ἱέναι, Id.9.16, Th.3.112, cf. A.Pers. 406, Ch. 564;γλῶσσαν νομίζειν Hdt.1.142
, 4.183;γλώσσῃ χρῆσθαι Id.4.109
;κατὰ τὴν ἀρχαίαν γ. Arist.Rh. 1357b10
; dialect,ἡ Ἀττικὴ γ. Demetr.Eloc. 177
; but alsoΔωρὶς διάλεκτος μία ὑφ' ἥν εἰσι γ. πολλαί Tryph.
ap. Sch.D.T.p.320 H.2 obsolete or foreign word, which needs explanation, Arist. Rh. 1410b12, Po. 1457b4, Plu.2.406f: hence Γλῶσσαι, title of works by Philemon and others.1 in Music, rced or tongue of a pipe, Aeschin.3.229, Arist.HA 565a24, Thphr.HP4.11.4, etc. -
5 πικρός
II generally, sharp to the sense:1 of taste, pungent,ῥίζα Il.11.846
;ἅλμη Od.5.323
; δάκρυον (v.l. for πυκνόν) 4.153; of salt water, opp. γλυκύς, Hdt.4.52, cf. 7.35; ἁλμυρὸς καὶ π. Pl.Lg. 705a; πριγλία π. PCair.Zen.82.8 (iii B.C.);ἀπ' ὄμφακος πικρᾶς A.Ag. 970
; ὑγρότης π., opp. ὀξεῖα, Meno Iatr.5.13; also of smell, pungent, Od.4.406;πικρὸν ὀδωδώς Alciphr. 3.59
. (This sense prevails in the derived and compd. words.)2 of feeling, sharp, keen,ὠδῖνες Il.11.271
, S.Tr.41.3 of sound, piercing, shrill, (lyr.); ; γόοι, ὄδυρμα, E.Ph. 883, Tr. 1227 (lyr.);πικροτάτη ὄψ Ar. Pax 805
(lyr.).III metaph.,1 of things, bitter, esp. of what yields pain instead of expected pleasure, freq. in threats, μὴ τάχα πικρὴν Αἴγυπτον καὶ Κύπρον ἵκηαι (v.l. ἴδηαι) Od.17.448, cf. Ar.Av. 1045, Th. 883 (lyr.), E.Med. 399, IA 955, Ba. 357, Cyc. 589;π. Σίγειον κατηγόμην S.Ph. 355
;τὸ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά Pi.I.7(6).48
, cf. A.Ag. 745 (lyr.) ; τιμωρία, ἀγῶνες, Id.Pers. 473, S.Aj. 1239 ; δύαι, χεῖμα, A.Pr. 180 (lyr.), Ag. 198 (lyr.) ;πικρότερ' ἀχέων Id.Supp. 875
(lyr.); ;πικροτάτου χρυσοῦ φύλαξ Id.Hec. 772
; ;ἔχει τι τὸ π. τῆς γεωργίας γλυκύ Men.795
: c. inf.,μὴ λίαν πικρὸν εἰπεῖν ᾖ D.1.26
.2 so of persons, prob. in Sapph.Supp.4.1 ([comp] Comp.) ;γλυκὺν ὧδε φίλοις ἐχθροῖσι δὲ π. Sol.13.5
, cf. Thgn.301, A.Ch. 234, Eu. 152 (lyr.), etc. ;ἔς τινας Hdt.1.123
: abs., A.Pr. 739, Th940(lyr.); π. θεοῖς hateful to them, S.Ph. 254;π. πολίταις E.Med. 224
, cf. Supp. 1222 ; ἐμοὶ π. τέθνηκεν ἢ κείνοις γλυκύς his death is matter of sorrow to me, S.Aj. 966 ; δαίμων π., of untimely death (Lat. acerbus), IG3.1338.4 relentless, ; spiteful, mean, vindictive,βάσκανον καὶ πικρὸν καὶ κακόηθες οὐδέν ἐστι πολίτευμα ἐμόν D.18.108
;π. καὶ συκοφάντης Id.25.45
, cf. Arist.Rh. 1368b21, EN 1126a19 : in Com. of old men,σκυθρός, π., φειδωλός Men.10
, cf. 825, 843, Georg.Fr.3. Adv. - ρῶς pedantically, D.H.Lys.6; with rigid accuracy, Apollon.Cit.3, Plu.2.659f.IV Adv. - ρῶς harshly, bitterly, vindictively, A.Pr. 197, S.OC 990 ;π. ἐξετάσαι D.2.27
, 18.265 ; π. ἔχειν τισί, πρός τινας, Id.10.54, Ep.3.10 ; , cf. Andr. 190;ἔκλαυσε π. Ev.Matt.26.75
: [comp] Comp. , etc.: [comp] Sup.- ότατα Plb.1.72.3
. [[pron. full] ῑ in Hom. and [dialect] Ep.; [pron. full] ῐ freq. in Trag., as A.Pers. 473, Ag. 970, S.Aj. 500, E. Hec. 772, and in Theoc.8.74 : ι therefore is not long by nature as in μικρός.] -
6 πολυτοιοῦτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυτοιοῦτος
-
7 τανυγλώχις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανυγλώχις
-
8 τετράγλώχις
A with four angles, square,καὶ σὺ -γλώχιν.. Μαιάδος Ἑρμᾶ AP6.334
(Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετράγλώχις
-
9 χαλκογλώχις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκογλώχις
-
10 ἀκτίς
ἀκτίς, - ῖνοςGrammatical information: f.Meaning: `ray, beam of light' (Il.), also `spoke of a wheel' (AP).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: ἀκτίς is built like δελφίς, γλωχίς, ὠδίς and prob. derived from a noun. Resembles Skt. aktú- most, but its meaning is very difficult (s. Renou Monographies sanskrites 2, 6; Kuiper Vāk 2, 81f, 89f); one meaning seems to be `night', the other has been derived from añj- `smear'; Kuiper thinks it means `ray, light'. As `night' it has been connected with Goth. uhtwo f. (PGm. * uŋχtwōn- \< *n̥kʷt-u-) `dawn' (Lith. ankstì `early' requires an initial laryngeal, which excludes derivation from `night', as Gr. νύξ shows that there was no laryngeal.) ἀκτίς can have had * h₂- (which is impossible for aktú-) as well as *n̥-, but not *h₂n̥-, which would give ἀν-), nor labio-velar.Page in Frisk: 1,61Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀκτίς
-
11 δελφίς
δελφίς, - ῖνοςGrammatical information: m.Meaning: `dolphin' (Il.)Other forms: (late - ίν)Dialectal forms: Lesb. βέλφινες (EM).Derivatives: δελφινίσκος (Arist.) and δελφινάριον (Hero). Δελφίνιος "dolphin-god", surname of Apollon (h. Ap.); Δελφίνιον tempel of Ap. Delphinios in Athens (Att.); also Δελφίδιος (Knossos). - δελφίνιον and δελφινιάς (Ps.-Dsc.) plant name (from the form of the leaves, Strömberg Pflanzennamen 42); - δελφίνειος (Cyran.) and δελφινίς (Luc.). - Denomin. δελφινίζω `jump in like a dolphin' (Luc.).Etymology: Cf. ἀκτίς, γλωχίς etc. To a word for `womb', s. δελφύς and ἀδελφός. So the dolphin was called after its body (Kretschmer DLZ 1893, 170).Page in Frisk: 1,362-363Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δελφίς
См. также в других словарях:
γλωχίς — γλωχί̱ς , γλωχίν projecting point fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωχίν — και γλωχίς ( ίνος), η (Α γλωχίν και γλωχίς, ῑνος) [γλωξ] 1. αιχμημό άκρο, μύτη 2. το τριγωνικό άκρο τού λουριού τής σέλας ή τού σαμαριού νεοελλ. τρίγωνο ινώδες πέταλο (στις βαλβίδες τής καρδιάς)·|| αρχ. 1. αιχμή βέλους 2. πυθαγόρεια ονομασία… … Dictionary of Greek
τετραγλώχις — ινος, ό, ἡ, Α αυτός που έχει τέσσερεις γωνίες, τετράγωνος («καὶ σὺ τετραγλώχιν, μηλοσσόε, Μαιάδος Ἑρμᾱ», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + γλώχις (< γλωχίν «αιχμή, μύτη»), πρβλ. τρι γλώχις] … Dictionary of Greek
χαλκογλώχις — ινος, ὁ, ἡ, Α εφοδιασμένος με χάλκινη αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + γλωχίς, ῖνος «αιχμή, μύτη» (πρβλ. τρι γλώχις)] … Dictionary of Greek
глог — кизил, Cornus sanguinea (первонач., вероятно, боярышник ) и глод Crataegus Oxyacantha (возм., диссимилировано из глог или сближено с глодать), глоговина вид рябины , укр. глiг, род. п. глогу боярышник , болг. глогът – то же, сербохорв. гло̏г, род … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… … Dictionary of Greek
δελφίνι — (delphinus delphis).Θηλαστικό της οικογένειας των δελφινιδών, της τάξης των κητωδών. Το σώμα του είναι ατρακτοειδές, όμοιο με ψαριού. Μπορεί να φτάσει τα 2,5 μ. σε μήκος. Στη ράχη του φέρει ένα πτερύγιο σε σχήμα δρέπανου. Τα μπροστινά άκρα του… … Dictionary of Greek
διγλώχιν — και διγλώχις, ο, η (ΜΝ) αυτός που έχει δύο γλωχίνες, γλωσσίδια, άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διγλώχιν < δι * + γλωχίν και ο τ. διγλώχις < δι * + γλωχίς] … Dictionary of Greek
τανυγλώχις — ή τανυγλώχιν, ινος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει επιμήκη και οξεία αιχμή, ο πολύ αιχμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + γλωχίς / γλωχίν «αιχμή, μύτη» (πρβλ. πολυ γλώχιν). Για το θ. τού α συνθετικού βλ, και λ.… … Dictionary of Greek
τριγλώχιν — ινος, ο, η, ΝΜΑ, και τριγλώχις, ινος και σπάν. τ. ουδ. πληθ. τριγλώχινα, ΜΑ αυτός που έχει τρεις γλωχίνες, τρεις αιχμές («τριγλώχινα Σικελίαν», Πίνδ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο τριγλώχιν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει… … Dictionary of Greek
glōgh- : glǝgh- — glōgh : glǝgh English meaning: spike Deutsche Übersetzung: ‘stachel, Spitze” Material: Gk. γλῶχες “ spike of the ear “, γλωχΐς, ῖνος f. “cusp, peak”, γλῶσσα, Att. γλῶττα, Ion. γλάσσα “reed” (originally nom. *γλῶχι̯ᾱ gen.… … Proto-Indo-European etymological dictionary