-
1 γλωχις
-
2 γλωχιν
-
3 πικρος
1) острый, остроконечный(ὀϊστός Hom.; γλωχίς Soph.)
2) горький(ῥίζα Hom.)
; горько-соленый(δάκρυον Hom.)
3) едкий, острый(ὀδμή Hom.)
4) пронзительный(οἰμωγή Soph.)
5) резкий, мучительный(ὠδῖνες Hom.)
6) прискорбный, горестный, тяжелый(τιμωρία Aesch.; ἀγών Soph.)
7) скорбящий, печальный(ὄρνις Soph.)
8) тягостный, неприятный(δεσμοί Eur.; γειτονία Plat.)
9) ненавистный(θεοῖς Soph.)
10) резкий, жестокий, суровый(νόμοι Arph.; λόγοι Eur.; δικαστής Polyb.; ζῆλον NT.)
-
4 τετραγλωχις
См. также в других словарях:
γλωχίς — γλωχί̱ς , γλωχίν projecting point fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωχίν — και γλωχίς ( ίνος), η (Α γλωχίν και γλωχίς, ῑνος) [γλωξ] 1. αιχμημό άκρο, μύτη 2. το τριγωνικό άκρο τού λουριού τής σέλας ή τού σαμαριού νεοελλ. τρίγωνο ινώδες πέταλο (στις βαλβίδες τής καρδιάς)·|| αρχ. 1. αιχμή βέλους 2. πυθαγόρεια ονομασία… … Dictionary of Greek
τετραγλώχις — ινος, ό, ἡ, Α αυτός που έχει τέσσερεις γωνίες, τετράγωνος («καὶ σὺ τετραγλώχιν, μηλοσσόε, Μαιάδος Ἑρμᾱ», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + γλώχις (< γλωχίν «αιχμή, μύτη»), πρβλ. τρι γλώχις] … Dictionary of Greek
χαλκογλώχις — ινος, ὁ, ἡ, Α εφοδιασμένος με χάλκινη αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + γλωχίς, ῖνος «αιχμή, μύτη» (πρβλ. τρι γλώχις)] … Dictionary of Greek
глог — кизил, Cornus sanguinea (первонач., вероятно, боярышник ) и глод Crataegus Oxyacantha (возм., диссимилировано из глог или сближено с глодать), глоговина вид рябины , укр. глiг, род. п. глогу боярышник , болг. глогът – то же, сербохорв. гло̏г, род … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… … Dictionary of Greek
δελφίνι — (delphinus delphis).Θηλαστικό της οικογένειας των δελφινιδών, της τάξης των κητωδών. Το σώμα του είναι ατρακτοειδές, όμοιο με ψαριού. Μπορεί να φτάσει τα 2,5 μ. σε μήκος. Στη ράχη του φέρει ένα πτερύγιο σε σχήμα δρέπανου. Τα μπροστινά άκρα του… … Dictionary of Greek
διγλώχιν — και διγλώχις, ο, η (ΜΝ) αυτός που έχει δύο γλωχίνες, γλωσσίδια, άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διγλώχιν < δι * + γλωχίν και ο τ. διγλώχις < δι * + γλωχίς] … Dictionary of Greek
τανυγλώχις — ή τανυγλώχιν, ινος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει επιμήκη και οξεία αιχμή, ο πολύ αιχμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + γλωχίς / γλωχίν «αιχμή, μύτη» (πρβλ. πολυ γλώχιν). Για το θ. τού α συνθετικού βλ, και λ.… … Dictionary of Greek
τριγλώχιν — ινος, ο, η, ΝΜΑ, και τριγλώχις, ινος και σπάν. τ. ουδ. πληθ. τριγλώχινα, ΜΑ αυτός που έχει τρεις γλωχίνες, τρεις αιχμές («τριγλώχινα Σικελίαν», Πίνδ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο τριγλώχιν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει… … Dictionary of Greek
glōgh- : glǝgh- — glōgh : glǝgh English meaning: spike Deutsche Übersetzung: ‘stachel, Spitze” Material: Gk. γλῶχες “ spike of the ear “, γλωχΐς, ῖνος f. “cusp, peak”, γλῶσσα, Att. γλῶττα, Ion. γλάσσα “reed” (originally nom. *γλῶχι̯ᾱ gen.… … Proto-Indo-European etymological dictionary