Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

γενετ-ή

См. также в других словарях:

  • γένετ' — γένετα , γενέτης begetter masc voc sg γένετα , γενέτης begetter masc nom sg (epic) γένεται , γενέτης begetter masc nom/voc pl γένετο , γίγνομαι come into a new state of being aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόταση — η / πρότασις, άσεως, Ν ΜΑ, και ιων. τ. γεν. ιος, Α [προτείνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προτείνω, το να τείνει κανείς κάτι προς τα εμπρός, προβολή, προέκταση 2. διατύπωση ή υποβολή γνώμης, ευχής, επιθυμίας, αίτησης (α. «πρόταση γάμου» β …   Dictionary of Greek

  • Caos (mitología) — Para otros usos de este término, véase Caos (desambiguación). En algunos relatos cosmogónicos griegos, el Caos es aquello que existe antes que el resto de los dioses y fuerzas elementales, es decir, el estado primigenio del cosmos infinito. El… …   Wikipedia Español

  • PROTEUS — Deus marinus, Neptuni et Phoenices fil. teste Tzetze hist. 44. Chil. 2. qui in Pharo Alexandriae habitavit, Toronenque ex Aegypto in Phlegram Pallenes profectus uxorem duxit, ex qua filios suscepit Tmylum ac Telegonum, de quibus Eurip. in Hecuba …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SISYPHUS — Aeoli fil. qui icum Atticam latrociniis infestaret (unde Ovid. Met. l. 13. v. 32. Quid sanguine cretus Sisyphio, furtisque et fraude simillimus illi.) a Theseo occisus est. Hunc Poetae fabulantur eô supplicii genere apud inferos plecti, ut saxum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κέρδιστος — κέρδιστος, ίστη, ον (Α) 1. πάρα πολύ πανούργος, δολιότατος («Σίσυφος... ὃ κέρδιστος γένετ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. ωφελιμότατος («πρὸς τὸ κέρδιστον τραπεὶς γνώμης», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος. Χρησιμοποιείται ως υπερθετικός βαθμός τού επιθ.… …   Dictionary of Greek

  • καρπήσιος — καρπήσιος, ία, ον (AM) μσν. καρποφόρος αρχ. 1. (το θηλ. ή το ουδ. ως ουσ.) ἡ καρπησία ή τὸ καρπήσιον αρωματικό φυτό 2. το θηλ. ως ουσ. βαμβάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + ήσιος (πρβλ. γενετ ήσιος, ετ ήσιος)] …   Dictionary of Greek

  • κλαγγή — η (AM κλαγγή, Α δοτ. και κλαγγί) 1. οποιοσδήποτε οξύς και διαπεραστικός ήχος, κυρίως κραυγή ζώου ή κρωγμός πτηνού (α. «ὡσεὶ πτανοῖς κλαγγὰν ὄρνισιν», Ευρ. β. «Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος μεσημβριναῑς κλαγγαῑσιν ὡς δράκων βοᾷ», Αισχύλ.)… …   Dictionary of Greek

  • λήτειρα — λῄτειρα, ἡ (Α) δημόσια ιέρεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκός τ. τού λητῆρες* (πρβλ. γενέτ ειρα, καθηγήτ ειρα) με υπογεγραμμένη πιθ. λόγω επίδρασης από τους τ. λήϊτος, ληΐτη «ιέρεια» (πρβλ. λήτωρ)] …   Dictionary of Greek

  • μήνη — η (Α μήνη και μάνη) η σελήνη, ιδίως κατά τη διάρκεια τών πρώτων ή τών τελευταίων ημερών τής φάσης της, καθώς και το γεωμετρικό δρεπανοειδές σχήμα που παίρνει αυτή κατά τη διάρκεια αυτών τών ημερών, αλλ. μηνίσκος («τοῡ δ ἀπάνευθε σέλας γένετ ἠύτε… …   Dictionary of Greek

  • στέλεχος — Στη φυτολογία σ. είναι συνώνυμο του βλαστού, που χρησιμοποιείται περισσότερο στην περίπτωση των ποωδών φυτών. Λέγεται και καυλός. Πρόκειται για το όργανο στήριξης στα ανώτερα φυτά. Πάνω σ’ αυτόν βρίσκονται γενικά διάφορα όργανα και κυρίως τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»