-
1 παντ'
παντί, πᾶςpapa: masc /neut dat sg -
2 πάντ'
πάντᾱͅ, πάντῃevery way: doric (poetic indeclform adverb)πάντα, πᾶςpapa: masc acc sgπάντα, πᾶςpapa: neut nom /voc /acc pl -
3 παντεπόπτης
A all-seeing, Vett.Val.1.4, al., JRS18.173 ([place name] Jerash), Procl. in Prm. p.820S., Sch.Ar.Ach. 434:—written [suff] παντ-εφόπτης, Tab.Defix.Aud.271.36 (Hadrumetum, iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντεπόπτης
-
4 παντάγαθον
A good-for-all, name of a plaster, Gal.13.649.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντάγαθον
-
5 παντάγαθος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντάγαθος
-
6 πανταγήρως
A v. παντογήρως.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανταγήρως
-
7 παντάδικος
παντ-άδῐκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντάδικος
-
8 παντάδουσα
παντ-άδουσα, ἡ,A star-thistle, Centaurea Calcitrapa, Thphr.HP6.5.1 (s. v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντάδουσα
-
9 πανταεθνής
παντ-αεθνής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανταεθνής
-
10 παντάθλιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντάθλιος
-
11 πανταίολος
παντ-αίολος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανταίολος
-
12 παντακύριος
παντ-ακύριος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντακύριος
-
13 παντάρετος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντάρετος
-
14 παντάριστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντάριστος
-
15 πανταρκής
παντ-αρκής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανταρκής
-
16 παντάρχας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντάρχας
-
17 πανταρχέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανταρχέω
-
18 πανταρχία
παντ-αρχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανταρχία
-
19 πάνταρχος
πάντ-αρχος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάνταρχος
-
20 παντάρχων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντάρχων
См. также в других словарях:
παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… … Dictionary of Greek
παντ' — παντί , πᾶς papa masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάντ' — πάντᾱͅ , πάντῃ every way doric (poetic indeclform adverb) πάντα , πᾶς papa masc acc sg πάντα , πᾶς papa neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάντ’ ἀναπτύσσει χρόνος. — См. Как ни крыться, а будет повиниться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐκ ἔστιν ὅστις πάντ’ ἀνὴρ εὐδαιμονεῖ. — οὐκ ἔστιν ὅστις πάντ’ ἀνὴρ εὐδαιμονεῖ. См. Счастью не вовсе верь! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἔξ ἑνὸς τὰ πάντ’ ὅρα. — См. На один копыл чорт всех ляхов покроил … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Compensatory lengthening — Sound change and alternation Metathesis Quantitative metathesis … Wikipedia
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek
παντεργέτης — και παντεργάτης, ὁ, ΜΑ αυτός που κατασκευάζει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παντεργέτης < παντ(ο) * + εργέτης (< ἔργον + επίθημα έτης, πρβλ. οἰκ έτης οἶκος), πρβλ. κακ εργέτης, παν εργέτης, ενώ ο τ. παντεργάτης < παντ(ο) * + ἐργάτης] … Dictionary of Greek
παντορέκτης — (I) και παντορέκτης, ὁ, Α αυτός που είναι ικανός να πράξει τα πάντα («οὐ θέλω συνοικεῑν Ἔρωτι παντορέκτα», Ανακρεόντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ῥέκτης «δραστήριος» (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. κακο ρρέκτης]. (II) ὁ, Α αυτός που επιθυμεί τα πάντα … Dictionary of Greek
Pantograph — A pantograph (from Greek roots παντ all, every and γραφ to write , from their original use for copying writing) is a mechanical linkage connected in a special manner based on parallelograms so that the movement of one specified point is an… … Wikipedia