-
1 σωματική
-
2 σωματικῇ
-
3 σωματική
σωματικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 σωματικὴ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σωματικὴ
-
5 σωματικός
-
6 παρα-λύω
παρα-λύω (s. λύω), 1) daneben, dabei, an od. von der Seite lösen; τὰ πηδάλια παρέλυσε τῶν νεῶν, Her. 3, 136; τὰ πλάγια τῶν γέῤῥων παραλύσαντες, Pol. 8, 6, 9, öfter; πεντήρεις παραλελυμέναι τοὺς ταρσο ύς, beraubt, 8, 6, 2; τὸν ϑώρακα παραλύων, Plut. Anton. 76, der auch das med. braucht, τὴν ῥαφὴν ἐκ τοῦ δεξιοῦ παραλυσάμενος ὤμου, Cleomen. 37; – entfernen, παρέλυσε δ' ἂν Ἑλλάδος ἀλγεινοὺς πόνους, Eur. Andr. 304, vgl. Alc. 931; u. pass., Σμύρνη παρελύϑη σφέων ὑπὸ Ἰώνων, wurde abgelös't, getrennt, Her. 1, 149; – c. gen., Einen wovon losmachen, erlösen, befreien, παραλύει δυςφρόνων, Pind. Ol. 2, 52; Μαρδό νιον παραλύει τῆς στρατηγίης, entbindet ihn von seinen Feldherrnamt, entläßt ihn, Her. 6, 94; τῶν μοι παίδων ἕνα παράλυσον τῆς στρατηΐης, befreie ihn vom Kriegsdienst, 7, 38, vgl. 5, 75; ἐπειρᾶτο τοὺς Ἀϑηναίους τῆς ἐπ' αὐτὸν ὀργῆς παξυνάρχοντα, 8, 54; τρυφῆς ἤδη παραλυτέον, Plat. Legg. IX, 793 e; Folgde; παρέλυσε τοὺς ἐν Μακεδονίᾳ τῶν βασιλικῶν ὀφειλημάτων, Pol. 26, 5, 3; τῆς στρατείας παραλυϑῆναι, 12, 5, 2. – 2) von Schlagflüssen und von der Gicht, die Glieder an der einen Seite des Körpers lähmen, Med. – Pass., Arist. eth. 1, 13; übh. erschlaffen, an Kraft u. Schnelligkeit verlieren, von Kameelen, Her. 3, 105; vgl. σωματικῇ δυνάμει παραλελυμένος, Pol. 11, 24, 5; οἱονεὶ παραλελυ μένοι καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς, 20, 10, 9; ὡς ᾔσϑετο τραυμάτων πλήϑει παραλυόμενον ἑαυτόν, Plut. Pyrrh. 28, öfter, wie a. Sp. – 3) heimlich, Verbotenes aufmachen, erbrechen, σακκία τῶν χρημάτων D. Sic. 13, 106, u. a. Sp.
-
7 διά-πηξις
-
8 αγωγή
η1) воспитание; образование, обучение;σωματική αγωγή — физическое воспитание, физкультура;
μουσική αγωγή — музыкальное образование;
αισθητική αγωγή — эстетическое воспитание;
δεν έχει καθόλου αγωγή — он совершенно невоспитан;
2) курс (лечения и т. п.);3) юр. привлечение к суду; обвинение, иск;πολιτική (ποινική) αγωγή — привлечение к суду по гражданскому (по уголовному) делу;
εγείρω (κινώ) αγωγή κατά κάποιου — возбуждать дело против кого-л.;
του έκαμα αγωγή — я предъявил ему иск
-
9 ακεραιότητα
[-ης (-ητος)] η1) целостность, цельность; нетронутость, невредимость;σωματική ακεραιότητα — неприкосновенность личности;
2) цельность (характера);3) чистота, честность, неподкупность -
10 βλάβη
η1) вред, ущерб; повреждение;σωματική βλάβη — телесные повреждения;
ηθική βλάβη — моральный ущерб;
οργανική βλάβη мед. — органическое повреждение;
προς βλάβην μου (σου, του κ.λ.π.) — в ущерб себе (тебе, ему и т. д.);
προς ( — или με) βλάβην της υγείας μου — в ущерб своему здоровью;
προξενώ βλάβη — причинять вред;
2) авария; -
11 διάπλαση
-
12 έρευνα
η1) поиск, розыск; отыскивание, разыскивание; 2) исследование, изыскание, поиск;Ίνστιτουτο επιστημονικών έρευνών — научно-исследовательский институт;
επιστημονική έρευνα — научное исследование;
γεωλογικές έρευνες — геологическая разведка;
3) расследование, дознание;επιτόπιος έρευνα — расследование на месте;
4) обыск;σωματική έρευνα — личный обыск;
κατ' οίκον έρευνα — домашний обыск;
κάνω έρευνα — обыскивать;
υποβάλλω σε έρευνα — подвергать обыску
-
13 κάθαρση
-
14 σωματικήι
-
15 σωματικῆι
-
16 ανάπτυξη
I.ηWachstum nII.η [γενικά: σωματική]Entwicklung f -
17 γυμνασία
γυμν-ᾰσία, ἡ,A right to use γυμνάσιον, Arist.Pol. 1297a17 (s.v.l.); exercise,σωματικὴ γ. 1 Ep.Ti.4.8
: pl., IG22.1006.65, SIG1073.19 (Olympia, ii A. D.); of military exercises,ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις γ. Plb.4.7.6
; generally, struggle, Str.3.2.7;αἱ καθ' ἡμέραν γ.
lessons,D.H.
Comp.20: metaph. of mental exercise, Iamb.Comm.Math.24; freq. of disputation, Pl.Tht. 169c, Arist. Top. 101a27, al.; training,γ. πρὸς τὰς πολιτικὰς πράξεις Plb.1.1.2
.2 Rhet., practice: hence, arrangement, disposition, τοῦ διηγήματος Theo Prog.4, cf. Aphth.Prog.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμνασία
-
18 διάθεσις
A placing in order, arrangement (ἡ τοῦ ἔχοντος μέρη τάξις Arist.Metaph. 1022b1
), Antipho Soph.24a; ;τῶν ξενίων Id.Ti. 27a
.2 disposition or composition in a work of art (opp. εὕρεσις), Id.Phdr. 236a; opp.ἱστορία, μῦθος, Plb. 34.4.1, Plu.Arat.32, etc.;δ. ᾠδῆς Eup.303
;τῶν ἐπῶν Phryn.Com. 55
; plan of a building, Plu.Per.13; subject of a picture, etc., Polem. ap. Ath.5.210b;δ. μυθολογίας Plu.2.16b
; representation in a play, Hero Aut.20.2: in pl., word-painting, Plu.2.17b; of geographical description, Str.1.1.16; rhetorical art,μετ' αὐξήσεως καὶ διαθέσεως Plb.2.61.1
.b in oratory, delivery, Plu.Dem.7;δ. σώματός τε καὶ τόνου φωνῆς Longin.Rh.p.194H.
4 disposing of, sale,τῶν περιόντων Isoc.11.14
, cf. PTeb.38.10 (ii B.C.), Str.11.2.12, Plu.Sol. 24; οἷς δ. εὔπορος, perh. means of disposing of it, of making away with it, Arist.Rh. 1372a33 (possibly, inventive disposition).5 δ. ἔγγραφος written report, POxy.52.13 (iv A.D.).6 = διάθεμα, Procl.inCra.p.10P.(pl.).II (from [voice] Pass.) bodily state, condition, Hp.VM7, Arist.GA 778b34;δ. τοῦ σώματος Philem.95.4
; δ. ὑγιεινή, νοσώδης, Gal.5.826, 17(2).238; ἕξις defined asδ. μόνιμος Id.5.826
;νευρικὴ δ. OGI331.11
(Pergam.); of the mind, Antipho Soph. 24a;ἕξις ψυχῆς καὶ δ. Pl.Phlb. 11d
; distd. from ἕξις, Arist.Cat. 8b28, de An. 417b15, Zeno and Chrysipp.Stoic.1.50, 3.111;δ. ἁμαρτωλός Phld.Lib.p.560
., al.; δ. σωματική, ψυχική, A.D.Synt.278.10: pl., Diotog. ap. Stob.4.7.62.2 generally, state, condition,τὴν βασιγείαν εἰς τὴν ἀρχαίαν δ. κατέστησεν OGI 219.11
(Sigeum, iv/iii B.C.).3 Gramm., force, function, τοῦ ὀνόματος δ. εἰσὶ δύο, ἐνέργεια καὶ πάθος (e.g. κριτής, κριτός) D.T.637.29; esp. of the voices of the verb,δ. εἰσὶ τρεῖς, ἐνέργεια, πάθος, μεσότης Id.638.8
; δ. παθητική, μέση, A.D.Synt.210.19, 226.10; also of tense, χρονικὴ δ. ib.251.1 (s.v.l.); διαβατικὴ δ. transitive force, ib.43.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάθεσις
-
19 διάπηξις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάπηξις
-
20 παραλύω
I c. acc. rei, loose and take off, detach,τὰ πηδάλια τῶν νεῶν Hdt.3.136
(so in [voice] Med., παραλυόμενοι τὰ πηδάλια taking off the rudders, X.An.5.1.11 :—[voice] Pass., παραλελυμέναι τοὺς ταρσούς with their oars taken off, Plb.8.4.2) ; ;τὸν θώρακα Plu.Ant.76
:—[voice] Med., π. τὴν ῥαφὴν [ τοῦ χιτῶνος] Id.Cleom.37 ;τοὺς στεφάνους Id.2.646a
:—[voice] Pass., Hdt.3.105.2 undo, put an end to, (lyr.); τὴν τοῦ παιδίου ἀμφισβήτησιν relinquish it, Is.4.10 :—[voice] Med., get rid of,τὸν κίνδυνον D.H.6.28
.II c. acc. pers. et gen. rei, part from, (lyr., dub.l.) ; μία γάρ σφεων παρελύθη ὑπὸ Ἰώνων one city ([place name] Smyrna) was detached from them, Hdt.1.149 ; π. τινὰ τῆς στρατιῆς release from military service, Id.7.38 (and in [voice] Pass., to be exempt from it, 5.75), cf. Plb.6.33.10 ; (Pergam., iii B.C.) ; π. τινὰ δυσφρονᾶν set free from cares, Pi.O.2.52 ; π. τινὰ τῆς στρατηγίης dismiss from the command, Hdt.6.94, cf. Th.7.16, 8.54 ;τῆς δυνάμεως τινά Arist.Pol. 1315a12
(so in [voice] Pass.,π. τῆς φυλακῆς Plu. Cleom.37
;τῆς ἀρχῆς Eun.VSp.481
B.) ; also τὴν ἀρχήν τινι π. ib. p.479 B.; τοὺς Ἀθηναίους π. τῆς ἐς αὐτὸν ὀργῆς set them free, release them from.., Th. 2.65 ;φαρμάκῳ π. ἑαυτὸν τοῦ ζῆν Str.8.6.14
;παραλελύσθαι τοῦ φόβου Plb.30.4.7
: c. acc. only, set free,δυστάνου ψυχάν E.Alc. 117
(lyr.):—[voice] Med., obtain leave of absence from,τοὺς παιδονόμους SIG577.56
(Milet., iii/ii B.C.).IV disable, enfeeble, Pl.Ax. 367b ;π. τροφῆς ἀποχῇ τὸ σῶμα Plu.Demetr.38
:—mostly in [voice] Pass., to be paralysed,δεξιὴ χεὶρ παρελύθη Hp.Epid.1.26
.ιγ ; τὰ παραλελυμένα τοῦ σώματος μόρια Arist.EN 1102b18
: generally, to be exhausted, flag,ἡ δύναμις.. τῆς πόλεως παρελύθη Lys.13.46
;τῇ σωματικῇ δυνάμει παραλυόμενος ὑπὸ τῶν τραυμάτων Plb.16.5.7
; ;τὴν δύναμιν παρελέλυντο Id.1.58.9
; τὰς χεῖρας Telesp.38 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλύω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σωματικῇ — σωματικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματική — σωματικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγχος — Σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (= σφίγγω τον … Dictionary of Greek
σωματικῆι — σωματικῇ , σωματικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
σωματικός — ή, ό / σωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο σώμα (α. «σωματική διάπλαση» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ. γ. «πόνοι σωματικοί», επιγρ. δ. «σωματικὰ ἔργα», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σωματική, υλική… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
έρευνα — (Νομ.). Ανακριτική πράξη, η οποία κατά τον ΚΠΔ αποβλέπει στη βεβαίωση ενός κακουργήματος ή πλημμελήματος, στην ανακάλυψη των δραστών ή στη διαπίστωση και αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε η διάπραξη ενός τέτοιου αδικήματος. Η έ. επιτρέπεται… … Dictionary of Greek
παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek