Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μέτρον

См. также в других словарях:

  • μέτρον — μέτρον, τὸ (ΑΜ) βλ. μέτρο …   Dictionary of Greek

  • μέτρον — that by which anything is measured neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάντων μέτρον ἄριστον. — πάντων μέτρον ἄριστον. См. Всему счет, мера и граница …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Αδώνιον μέτρον — Αρχαία μετρική ποιητική μονάδα, που έκλεινε τις στροφές ποιημάτων γραμμένων κυρίως σε δακτυλικά μέτρα. Ο στίχος προήλθε από τη συνένωση ενός δάκτυλου και ενός σπονδείου (με αδιάφορη την ποσότητα της τελευταίας συλλαβής.. Ονομάστηκε έτσι από την… …   Dictionary of Greek

  • γλυκώνιον μέτρον — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής στιχουργικής, που το αποτελούσαν τρεις τροχαίοι και ένας δάκτυλος (τετραποδία),που είχε την πρώτη ή δεύτερη ή τρίτη θέση ανάμεσα στους τέσσερις αυτούς πόδες …   Dictionary of Greek

  • μέτρω — μέτρον that by which anything is measured neut nom/voc/acc dual μέτρον that by which anything is measured neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτρα — μέτρον that by which anything is measured neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτροις — μέτρον that by which anything is measured neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτροισι — μέτρον that by which anything is measured neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτροισιν — μέτρον that by which anything is measured neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτρου — μέτρον that by which anything is measured neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»