Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βίοιο

См. также в других словарях:

  • βιοῖο — βιάω constrain pres opt mp 2nd sg (attic epic doric ionic) βιός bow masc gen sg (epic) βιόω live pres opt mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίοιο — βίος life masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • NIOBE — I. NIOBE Laconicae fons, Plin. l. 4. c. 5. II. NIOBE filia Phoronei, mater Argi et Pelasgi. Item filia Tantali, soror Pelopis, uxor autem Amphionis, Regis Thebanorum, quae cum viro suo sex filios, totidemque filias peperisset, animô elata,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TYPHON — Gigas, de quo sic seribit Homer. Hymm. in Apoll. v. 300. s. Iunonem aegre ferentem, quod Iuppiter sine se ex capite Minervam peperisset, Caelum ac Terram precatam fuisle, omnesque Deos superos et inferos, ut posset et ipsa sine maris congressu… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιδευής — ἐπιδευής, ές (Α) [επιδεύομαι] 1. αυτός που στερείται κάτι («βιότου ἐπιδευής», Ησίοδ.) 2. φτωχός 3. ελλιπής («ἵνα μή τις δίκης ἐπιδευὲς ἔχῃσθα», Ομ. Ιλ.) 4. αδύνατος, αδύναμος («οὐδέ τις ἡμείων δύνατο κρατεροῖο βιοῖο νευρὴν ἐντανύσαι, πολλὸν δ’… …   Dictionary of Greek

  • κλαγγή — η (AM κλαγγή, Α δοτ. και κλαγγί) 1. οποιοσδήποτε οξύς και διαπεραστικός ήχος, κυρίως κραυγή ζώου ή κρωγμός πτηνού (α. «ὡσεὶ πτανοῖς κλαγγὰν ὄρνισιν», Ευρ. β. «Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος μεσημβριναῑς κλαγγαῑσιν ὡς δράκων βοᾷ», Αισχύλ.)… …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • ρηγμίν — και ῥηγμίς, ῑνος, ή, Α 1. τόπος όπου προσκρούει και παλινδρομεί το κύμα, η ακτή («κώπῃσιν ἁλὸς ῥηγμῑνα βαθεῑαν τύπτετε», Ομ. Οδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥηγμῑνες τὰ ἀπορρήγματα τῆς πέτρας» 3. φρ. «ῥηγμὶν βίοιο» το τέλος τής ζωής, ο θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»