-
1 βίοτος
βίοτος, ὁ, poet. = βίος; Hom. oft; = L eben Iliad. 7, 104 ἔνϑα κέ τοι, Μενέλαε, φάνη βιότοιο τελευτὴ Ἕκτορος ἐν παλάμῃσιν; 4, 170 αἴ κε ϑάνῃς καὶ πότμον ἀναπλήσῃς βιότοιο; Od. 2, 218 εἰ μέν κεν πατρὸς βίοτον καὶ νόστον ἀκούσω; 5, 394 ὡς δ' ὅτ' ἂν ἀσπάσιος βίοτος παίδεσσι φανήῃ πατρός, ὃς ἐν νούσῳ κῆται; = Vermögen Od. 2, 123 τόφρα γὰρ οὖν βίοτόν τε τεὸν καὶ κτήματ' ἔδονται, Homerisch, βίοτον u. κτήματα stehn παραλλήλως, d. h. sie sind gleichbedeutend; vgl. 16, 384; Od. 3, 301 βίοτον καὶ χρυσόν παραλλήλως; = Waaren Od. 15, 456 ἐν νηὶ βίοτον πολὺν ἐμπολόωντο; = Kaufsumme für einen Sklaven Od. 17, 250 ἵνα μοι βίοτον πολὺν ἄλφοι; = Lebensunterhalt Od. 17, 594, wo Eumäus zum Telemachus sagt ἐγὼ μὲν ἄπειμι, σύας καὶ κεῖνα φυλάξων, σὸν καὶ ἐμὸν βίοτον; vgl. noch Iliad. 14. 122 ναῖε δὲ δῶμα ἀφνειὸν βιότοιο und Od. 1, 160 ἀλλότριον βίοτον νήποινον ἔδουσιν; – öfter Tragg. u. Pind.; Lebensart, Ar. Eccl. 594.
-
2 βίοτος
βίοτος ( βίος): life, livelihood, substance, goods; πότμος βιότοιο, Il. 4.170; βίοτον καὶ νόστον, Od. 1.287; ἀλλότριον βίοτον νήποινον ἔδουσιν, Od. 1.160; βίοτος καὶ κτήματα, Od. 2.123.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βίοτος
-
3 βιοτος
ὅ1) жизнь Hom., Trag., Plut.2) средства к существованию Hom., Aesch.3) имущество, добро Hom.4) мир, свет, люди Anth. -
4 βίοτος
βίοτοςlife: masc nom sg -
5 βίοτος
βῐοτος (-ου, -ῳ, -ον)1 lifeλοιπὸν ἀμφὶ βίοτον O. 1.97
λέγοντι βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι O. 2.29
ἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον O. 2.63
ἀπήμαντον ἄγων βίοτον O. 8.87
ἔργων πρὸ πάντων βιότῳ φάος O. 10.23
παρὰ Κρονίδαις γλυκὺν ἑλὼν βίοτον P. 2.26
εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα N. 7.98
θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος (Donaldson: βίου codd.) I. 4.5 [ ἑλίσσων βιότου πόρον codd.: βίου Tricl.) I. 8.15] ]το βιότωλτ;ιγτ; φαος[ (Wil.: βροτῷ Lodi: cf. O. 10.23) ?fr. 334a. 7. -
6 βίοτος
βίοτος, Vermögen; Waren; Kaufsumme für einen Sklaven; Lebensunterhalt; Lebensart -
7 βίοτος
A = βίος 1, life,βιότοιο τελευτή Il.7.104
, cf. Emp. 15.2, A.Pers. 360, al.II = βίος 11, means of living, substance,ναῖε δὲ δῶμα ἀφνειὸν βιότοιο Il.14.122
;β. κατακείρετε πολλόν Od.4.686
;γύαι φέρουσι β. ἄφθονον βροτοῖς A.Fr. 196
;βιότου κτῆσις Ar. Av. 718
, cf. Ec. 669:—in late Prose, PLond.5.1889 (vi A.D.).III = βίος 111, the world, mankind,μνήμῃ βιότου παρέδωκεν Epigr.Gr.319
([place name] Philadelphia). -
8 ἀ-βίοτος
-
9 συμ-βίοτος
συμ-βίοτος, = σύμβιος, Eupol. bei Poll. 6, 159, v. l. συμβίωτος.
-
10 σκληρο-βίοτος
σκληρο-βίοτος, eine harte Lebensart führend, Phryn. in B. A. 62.
-
11 εὐ-βίοτος
-
12 δυς-βίοτος
δυς-βίοτος, elend lebend; πενίη Leon. Tar. 64 (VII, 648).
-
13 μακρο-βίοτος
μακρο-βίοτος, = μακρόβιος, αἰών, Aesch. Pers. 256.
-
14 βιότω
βίοτοςlife: masc nom /voc /acc dualβίοτοςlife: masc gen sg (doric aeolic)——————βίοτοςlife: masc dat sg -
15 βιότοιο
βίοτοςlife: masc gen sg (epic) -
16 βιότοις
βίοτοςlife: masc dat pl -
17 βιότου
βίοτοςlife: masc gen sg -
18 βιότους
βίοτοςlife: masc acc pl -
19 βιότων
βίοτοςlife: masc gen pl -
20 βίοτον
βίοτοςlife: masc acc sg
См. также в других словарях:
βίοτος — βίοτος, ο (Α) 1. βίος, ζωή 2. τα αναγκαία για τη ζωή 3. τα υπάρχοντα, ο πλούτος 4. το ανθρώπινο γένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βίος] … Dictionary of Greek
βίοτος — life masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιότω — βίοτος life masc nom/voc/acc dual βίοτος life masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιότοιο — βίοτος life masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιότοις — βίοτος life masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιότου — βίοτος life masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιότους — βίοτος life masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιότων — βίοτος life masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιότῳ — βίοτος life masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίοτον — βίοτος life masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροβίοτος — η, ο (Α μακροβίοτος, ον) μακρόβιος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μακροβίοτος ζωολ. γένος βραδύπορων ασπονδύλων τών γλυκών νερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + βίοτος (< βίος), πρβλ. ομοιο βίοτος, σκληρο βίοτος] … Dictionary of Greek