-
1 βιοτή
βιοτή, ἡ (Nebenform von βίοτος, vgl. s. v. βιός), das Leben; Hom. Odyss. 4, 565 τῇ περ ῥηίστη βιοτὴ πέλει ἀνϑρώποισιν; v. l. Iliad. 23, 411, wo Antilochos zu seinen Pferden sagt οὐ σφῶιν κομιδὴ παρὰ Νέστορι ἔσσεται, αὐτίκα δ' ὔμμε κατακτενεῖ ὀξέι χαλκῷ, Scholl. Didym. κομιδή: ἔν τισι βιοτή; Pind. Pyth. 4, 282; Aesch. Pers. 839 u. sp. D.; Lebensart, Xen. Cyr. 7, 2, 27 u. Sp.; Lebensunterhalt, Soph. Phil. 1151.
-
2 βιοτή
-
3 βιοτῇ
-
4 βιοτη
-
5 βιοτή
βιοτήliving: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 βιοτή
βιοτή, das Leben; Lebensart; Lebensunterhalt -
7 βιοτή
-
8 βιοτήν
βιοτήliving: fem acc sg (attic epic ionic) -
9 βιοτα
-
10 βιοτήι
-
11 βιοτῆι
-
12 βιοτά
βιοτά̱, βιοτήliving: fem nom /voc /acc dualβιοτά̱, βιοτήliving: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
13 πολισσο-νόμος
πολισσο-νόμος, die Stadt verwaltend, regierend; ἀρχαί, Aesch. Ch. 851; auch βιοτή, das Leben in der Stadt, im Staate, 838.
-
14 στυγναλέος
στυγναλέος, = στυγνός; βιοτή, Ep. ad. Paralip. 211 (XV, 32).
-
15 βιός
βιός, ὁ, der Bogen, Schußwaffe; eigentlich Nebenform von βία, die Kraft, passende Bezeichnung für eine elastische Schußwaffe; vgl. βλαστός βλάστη, κνημός κνήμη; βόλος βολή, γόνος γονή, πλόκος πλοκή, πνόος πνοή, πόϑος ποϑή, ῥόος ῥοή, σπόρος σπορά, στόλος στολή, στρόφος στροφή, τάφος ταφή, τόμος τομή, τύπος τυπή, φϑόγγος φϑογγή, φϑόρος φϑορά, φόνος φονή, φόρος φορά, χόλος χολή, χόος χοή; ἦχος ἠχή, ὦνος ὠνή; ἄγορος ἀγορά, βίοτος βιοτή, πάταγος παταγή; διάλογος διαλογή; von βίος das Leben, welches ebenfalls Nebenform von βία ist, ward βιός der Bogen durch den Accent unterschieden; vgl. γαῠλος γαυλός; νόμος νομός νομή, τρόπος τροπός τροπή. Bei Hom. βιός der Bogen öfters; einen Unterschied zwischen βιός und τόξον kennt Hom. nicht, vgl. z. B. Iliad. 1, 45 mit vs. 49, Odyss. 21, 233 mit vs. 234. Aber τὁξον ist bei Hom. weit häufiger.
-
16 θεο-τερπής
θεο-τερπής, ές, Gott erfreuend, Gott gefällig; βιοτή Ep. ad. 594 (IX, 197); Philox. Ath. IV, 147 a.
-
17 ἑκατοντα-ετής
ἑκατοντα-ετής, ές, dasselbe; βιοτή Pind. P. 4, 282.
-
18 ζωη
ион. ζόη, дор. ζωά и ζόα, эол. ζοΐα ἥ1) (тж. ζωᾶς βιοτή Eur.) жизнь(περὴ ζωῆς καὴ θανάτου λέγειν Plat.; ἥ ζ. ἐν τοῖς ζῴοις καὴ τοῖς φυτοῖς εὑρέθη Arst.)
τοῦ βίου διαπορεύεσθαι ζωήν Plat. — проходить свой жизненный путь;ζωῆς μῆκος Arst. — долговечность2) средства к жизни, средства пропитанияτέν ζόην ποιεῖσθαι ( или καθίστασθαι) ἀπό ( или ἔκ) τινος Her. — добывать средства к жизни, жить чем-л.
3) образ жизни4) имущество, достояние(ζωέν καταφαγέειν Hom.)
οἱ ζ. ἦν ἄσπετος Hom. — имущества у него (Одиссея) было без счета -
19 θεοτερπης
-
20 βιοτά
См. также в других словарях:
βιοτή — βιοτή, η (AM) η ζωή (ως κατάσταση), τρόπος ζωής αρχ. τα μέσα της ζωής, τα αναγκαία για τη συντήρηση, το εισόδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βίος] … Dictionary of Greek
βιοτῇ — βιοτή living fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοτή — living fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοτῆι — βιοτῇ , βιοτή living fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοταῖς — βιοτή living fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοτᾶς — βιοτή living fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοτᾷ — βιοτή living fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοτῆς — βιοτή living fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοτήν — βιοτή living fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοτά — βιοτά̱ , βιοτή living fem nom/voc/acc dual βιοτά̱ , βιοτή living fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
живот — род. п. ота 1) жизнь (цслав.), 2) часть тела, брюхо , 3) имущество, имение , укр. живiт, ота живот , др. русск. животъ жизнь, имущество, животное , ст. слав. животъ ζωή (Клоц., Супр.), болг. живот жизнь , сербохорв. жѝвот, род. òта жизнь,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера