-
1 ἄος
-
2 γῆρας
(γῆρας, -αος, -αϊ, -ας)1 old age τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; O. 1.83αἰτήσων σέ φέρειν γῆρας εὔθυμον ἐς τελευτάν O. 5.22
πατρὶ δὲ πατρὸς ἐνέπνευσεν μένος γήραος ἀντίπαλον O. 8.71
νόσοι δοὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ γενεᾷ P. 10.41
ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραϊ N. 7.99
ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ, τελέθει πρὸς γῆρας αἰὼν ἡμέρα N. 9.44
“ θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον” N. 10.83τοίαισιν ὀργαῖς εὔχεται ἀντιάσαις Ἀίδαν γῆράς τε δέξασθαι πολιόν I. 6.15
ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41
πρὶν ὀδυνηρὰ γήραος ς[ μ]ολεῖν Pae. 1.1
ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου Pae. 6.116
-
3 βούκερας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βούκερας
-
4 γέρας
A- ως X.Ages.1.5
, Luc. Tyr.9), τό: nom. pl. γέρᾰ, apoc. for γέραα, Il.2.237, 9.334, Od.4.66; ;γέρεα Hdt.2.168
, SIG1037 (Milet.); γέρη ib.1025 ([place name] Cos);γέρᾱτα IG14.1389i29
: gen. pl.γερῶν Th.3.58
, etc.; [dialect] Ep. dat. , Theoc.17.109:— gift of honour,μοῖραν καὶ γ. ἐσθλὸν ἔχων Od.11.534
; τὸ γὰρ γ. ἐστι θανόντων the last honours of the dead, Il.16.457; privilege, prerogative conferred on kings or nobles,γ. θ' ὅ τι δῆμος ἔδωκεν Od.7.150
, cf. Il.20.182;τὰς ἀγγελίας ἐσφέρειν ἐδίδου γ. Hdt. 1.114
, etc.;πρότερον δὲ ἦσαν ἐπὶ ῥητοῖς γέρασι πατρικαὶ βασιλεῖαι Th. 1.13
;τιμαὶ καὶ ἔπαινοι καὶ γ. Pl.R. 516c
; γ. καὶ ἆθλα ib. 460b; freq. of priests (cf. 3), Aeschin.3.18; ; so later,γ. ἀλειτουργησίας PFlor.382.3
(iii A. D.).2 generally, gift, present, Od.20.297, etc.3 esp. perquisite received by priests at sacrifices, (Milet., iv/iii B. C.); γέρη λαμβάνει τὸ δέρμα καὶ τὸ σκέλος ib.1025.22 (Cos, iv/iii B. C.);ὁ πριάμενος τῶν γερῶν λήψεται τὰς γενομένας καρπείας PEleph.14.13
(iii B. C.). -
5 γηραός
-
6 δέπας
Aδέπᾳ Od.10.316
: pl. nom.δέπᾰ 15.466
, etc.; δέπατα dub. in IG12(3).450a1 ([place name] Thera): [dialect] Ep. dat.δεπάεσσι Il.1.471
,δέπασσι 15.86
:—beaker, goblet, Od.10.316, etc.;δ. ἀμφικύπελλον Il. 1.584
, al.;δ. χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον 11.632
; δ. σκύπφειον Stes. 7;δ. ἐκ κεράμοιο APl.4.333
(Antiphil.); of the golden bowl in which the sun floated back from West to East during the night, Stes.8.1, Pherecyd.18 (a) J.;δ. Ἡφαιστοτυκές A.Fr.69
(lyr.). -
7 εὐπάρειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπάρειος
-
8 κακογήρως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακογήρως
-
9 λιχνόγραυς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιχνόγραυς
-
10 μυριόναυς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυριόναυς
-
11 σέλας
Aσέλαϊ Il.17.739
, [var] contr.σέλᾳ Od.21.246
; gen.σέλαος Plot.6.7.33
, : pl. , al., Plu.Caes.63, AP9.289 (Bass.); gen. codd. ( σελῶν ap.Stob.):—light, brightness, flame,πυρός Il.19.366
, al.; καιομένοιο πυρός, π. αἰθομένοιο, ib. 375, 8.563; ἐν σέλαϊ μεγάλῳ, without any word added, 17.739; δαΐδων ς. Od.18.354, Hes.Sc. 275;σ. λάβρον Ἡφαίστου Pi.P. 3.39
;ἀπὸ.. λάμπε γυίων σ. ὧτε πυρός B.16.104
; Ἥφαιστος.. λαμπρὸν ἐκπέμπων ς., of a beacon fire, A.Ag. 281, cf. 289; Ἡφαιστότευκτον, of a volcano, S.Ph. 986; ; ἐφέστιον ς. S.Tr. 607; of the heavenly bodies,σ. γένετ' ἠΰτε μήνης Il.19.374
; ἁλίου ς. A.Eu. 926 (lyr.), S.El.17, Ar.Av. 1711; of day light, καθαρὸν ἁμέρας ς. Pi.Fr.142.4, cf. S.Aj. 856; πρὶν θεοῦ δῦναι ς. E.Supp. 469;τὸ σ. καὶ τὸ φῶς ταὐτόν Pl.Cra. 409b
; lightning, flash of lightning, δαιόμενον ς. Il.8.76, cf. Democr.152; Διὸς ς. S.OC95;σ. ἐκ τοῦ οὐρανοῦ Hdt.3.28
; meteor, Arist.Mu. 395a31; torchlight, h.Cer.52, A.R.4.808, cf. AP9.46, etc., the flash of an angry eye, ἐξ ὀμμάτων ἤστραπτε γοργωπὸν ς. A.Pr. 358, cf. E.Cyc. 663 (so in Hom., ὄσσε λαμπέσθην ὡς εἴ τε πυρὸς ς. Il.19.366; ὄσσε δεινὸν ὑπὸ βλεφάρων ὡς εἰ σ. ἐξεφάανθεν ib.17): metaph. of love, Theoc.2.134, cf. AP12.93 (Rhian.). -
12 σκέπας
σκέπ-ας, gen.A- αος Arat.857
: τό: ([etym.] σκέπω):—covering, shelter, Hom., only in Od.; κὰδ δ' ἄρ' Ὀδυσσῆ' εἷσαν ἐπὶ σκέπας placed him in or under shelter, 6.212, cf. 210; σ. ἀνέμοιο shelter from the wind, 5.443, 12.336: abs. in poet. nom. and acc. pl. σκέπᾰ, Hes.Op. 532;σκέπας ὅρμων Lyc.736
; of clothes, χλαίνης λιτὸν ς. AP9.43 (Parmen.); of the Maced. hat ([etym.] καυσία), ib.6.335 (Antip. Thess.): pl.,ζωσάμενοι σκέπασι λινοῖς Porph.Abst.4.12
codd. ( σκεπάσμασι is prob. l.): metaph. in sg., pretext, pretence, E.Antiop. iv B 2 Arnim.—In Prose commonly σκέπη (q.v.), or σκέπασμα. -
13 τέρας
τέρας, τό: gen. [dialect] Ep. αος (not in Hom. or Hes.), [dialect] Ion. εος Hdt.8.37: pl., nom. [dialect] Ep.Aτέραα Od.12.394
, [dialect] Ion.τέρεα Hdt.
l.c.,τεράᾰτᾰ D.P.604
, Q.S.5.43;τέρᾱ A.R.4.1410
, but ; τέρα (quantity not stated) [dialect] Att.acc. to Moer.p.369 P., cf.Ar.Ra. 1343; gen. [dialect] Ep.τεράων Il.12.229
,τερέων Alc.155
; [dialect] Att. τερῶν acc. to Moer.l.c., Thom.Mag.p.348 R.; dat. [dialect] Ep.τεράεσσι Il.4.398
, al.; later , al.: the forms τέρατ-ος, -ι, -α, -ων are Hellenistic, Moer.pp.366,369 P., Thom.Mag.p.348 R. (, al., τεράτων ib.Ps. 104 ( 105).27); gen. sg. τέρως v.l. in Paus.10.26.3: lengthd. metri gr.τείρεα Il.18.485
(= IG42(1).129.9), Arat.692, A.R. 3.1362;τείρεσιν h.Mart.7
; laterτείρεσσι IG14.2461.11
([place name] Massilia):— sign, wonder, marvel, portent,ἡμῖν μὲν τόδ' ἔφηνε τ. Ζεύς Il.2.324
; ᾐτέομεν δὲ θεὸν φῆναι τ. Od.3.173;τοῖσιν.. θεοὶ τέραα προὔφαινον 12.394
;τέρας ἧκε Κρόνου πάϊς 21.415
; Ζεὺς δ' Ἔριδα προΐαλλε.., πολέμοιοτ. μετὰ χερσὶν ἔχουσαν a sign of coming battle, Il.11.4; esp. of signs in heaven, ἀστέρα ἧκε Κρόνου πάϊς.., ναύτῃσι τ. 4.76;ἴρισσιν ἐοικότες, ἅς τε Κρονίων ἐν νέφεϊ στήριξε τ. μερόπων ἀνθρώπων 11.28
, cf. 17.548; and with pass. Verbs,τ. φανήτω Od.20.101
:—so always when the first syll. is lengthd., v. supr.:—also in Prose,ἢν δὲ χειμῶνος βροντὴ γένηται, ὡς τέρας θωμάζεται Hdt.4.28
, cf. 6.98;τ. πέμπειν X.Mem. 1.4.15
;ἐφάνη Hdt.7.57
;ἐπιγίνεταί σφι τέρεα Id.8.37
, cf. Hes.Th. 744, Pi.O.13.73, etc.; freq. in NT,σημεῖα καὶ τέρατα Ev.Marc.13.22
, al.II in concrete sense, monster, Διὸς τ. αἰγιόχοιο, of the Gorgon's head, Il.5.742; of a serpent, 12.209, h.Ap. 302; δάϊον τ., of Typhoeus, A.Pr. 354; ἀπρόσμαχον τ., of Cerberus, S.Tr. 1098; οὔρειον τ., of the Sphinx, E.Ph. 806 (lyr.); ταῦρον, ἄγριον τ. Id.Hipp. 1214, cf. 1247;ὅλον τ. ὀπτήσας.. βασιλεῖ παρέθηκε κάμηλον Antiph. 172.7
(anap.), cf. Epicr.3.13; used by Cicero of Caesar, Att.8.9.4.2 monstrous birth, monstrosity, Pl.Cra. 393b, 394a, Aeschin.3.111, Arist.GA 769b30, 773a3, Vett.Val.341.13; ὡς ἔθρεψεν ἔκπαγλον τ. A. Ch. 548.III in colloquial language,τέρας λέγεις καὶ θαυμαστόν Pl.Hp.Ma. 283c
, cf. Tht. 163d;τέρας λέγεις, εἰ.. Id.Men. 91d
; 'a marvel' of a cup, Theoc.1.56: pl., of incredible statements, Phld. Mus.p.74 K. -
14 ψέφας
-
15 ἀσσέως
ἀσσέως· ἐπὶ σοῦ, Hsch. (Fort. ἆος· ἕως, <μ>έ<χρ>ις οὗ.) -
16 ἔωρτο
A v. ἀείρω. [full] ἕως (A) ἡ, [dialect] Att. form of the [dialect] Ion. ἠώς (q. v.).------------------------------------ἕως (B), [dialect] Ep. [full] εἵως, [full] ἧος (v. sub fin.), [dialect] Dor. [full] ἇς, [dialect] Aeol. [full] ἆς (qq.v.), [dialect] Boeot. [full] ἇς IG7.3303, al., and [full] ἅως ib.2228, 3315.A Relat. Particle, expressing the point of Time up to which an action goes, with reference to the end of the action, until, till; or to its continuance, while:I until, till,1 with Ind., of a fact in past time,θῦνε διὰ προμάχων, ἧος φίλον ὤλεσε θυμόν Il.11.342
, cf. Od.5.123;ἕ. ἀπώλεσέν τε καὐτὸς ἐξαπώλετο S.Fr. 236
, cf. A.Pers. 428, Pl.Chrm. 155c, etc.; forπρίν, μὴ πρότερον ἀπελθεῖν ἕως ἀποκατέστησε τὰ πράγματα D.S.27.4
: with [tense] impf. with ἄν in apodosi, of an unaccomplished action, ἡδέως ἂν Καλλικλεῖ διελεγόμην, ἕ. ἀπέδωκα I would have gone on conversing till I had.., Pl.Grg. 506b, cf.Cra. 396c.2 ἕ. ἄν or κε with Subj. (mostly of [tense] aor.), of an event at an uncertain future time, μαχήσομαι.. ἧός κε τέλος πολέμοιο κιχείω till I find, Il.3.291, cf. 24.183, A.Pr. 810, etc.: ἄν is sts. omitted in Trag.,ἕ. μάθῃς S.Aj. 555
;ἕ. κληθῇ Id.Tr. 148
;ἕ. ἀνῇ τὸ πῆμα Id.Ph. 764
: so freq. in later Gr., UPZ18.10 (ii B. C.), PGrenf. 2.38.16 (i B. C.), Ev.Marc.14.32, Vett. Val.68.18, etc.;ἕ. οὗ γένηται Gem.8.32
.3 ἕ. with Opt. (mostly of [tense] aor.), relating to an event future in relation to past time, ὦρσε.. Βορέην, ἧος ὃ Φαιήκεσσι.. μιγείη caused it to blow, till he should reach.., Od.5.386, cf. 9.376, Ar.Ra. 766, Pl.Phd. 59d;ἕως δέοι βοηθεῖν Th.3.102
, cf.Lys.13.25: ἄν or κε is added to the Opt. (not to ἕως), if the event is represented as conditional, ἕ. κ' ἀπὸ πάντα δοθείη till (if possible) all things should be given back, Od.2.78;οὐκ [ἂν] ἀποκρίναιο, ἕ. ἂν σκέψαιο Pl.Phd. 101d
, cf. S.Tr. 687 codd., Isoc.17.15, IG22.1328 (ii B.C.).b in orat. obliq.,ἔδωκεν.. ἕ. ἀνὴρ εἶναι δοκιμασθείην D.27.5
.c by assimilation to an opt. withἄν, [λόγον] ἂν διδοίης ἕ. ἔλθοις Pl.Phd. 101d
.4 c. subj. or opt., expressing purpose, in order that, Od.4.800, 6.80, 19.367;πορεύου εἰς Διονυσιάδα.. ἕως τὸν ἐκεῖ ἐλαιῶνα ποτίσῃς PFay.118.12
(ii A. D.); σπούδασον ἕως οὗ ἀγοράσῃ κτλ. POxy.113.25 (ii A. D.); χρυσίον ἐδανισάμην ἕως ὅτε δυνηθῶ ἀγοράσαι ib.130.13 (vi A. D.).5 with Inf. in orat. obliq.,ἐντειλάμενος διεκπλέειν ἕ... ἀπικνέεσθαι Hdt.4.42
: otherwise only in later Gr.,ἕ. ἐλθεῖν ἐς.. LXX Ge.10.19
, cf. PLond. 1.131r251 (i A. D.), D.H.9.4 (v.l.), Anon. ap. Suid.s.v. ἰλυσπώμενον.6 with Advbs. of Time and Place, ἕ. ὅτε till the time when, c. ind., v.l. for ἔστε in X.Cyr.5.1.25; ἕ. οὗ, f.l. for ἐς οὗ, Hdt.2.143: freq. in later Gr., Gem.l.c., Ev.Matt.1.25, etc.; ἕ. ὅτου ib.5.25, etc.; ἕ. πότε; how long? ib.17.17, Ev.Jo.10.24;ἕ. τότε LXX Ne.2.16
; ἕ. ὀψέ till late, f.l.for ἐς ὀψέ, Th.3.108;ἕ. ἄρτι 1 Ep.Jo.2.9
; ἕ. ὧδε as far as this place, Ev.Luc.23.5.b with Preps., of Time,ἕ. πρὸς καλὸν ἑῷον ἀστέρα AP5.200
; of Place,ἕ. εἰς τὸν χάρακα Plb.1.11.14
;ἕ. πρὸς τὸν Καύκασον D.S.2.43
;ἕ. ἐπὶ τὴν θάλασσαν Act.Ap.17.14
.II as Prep.,1 of Time, c. gen., until, ἕως τοῦ ἀποτεῖσαι until he has made payment, Lexap.Aeschin.1.42, cf. LXX Ge.3.19, etc.;ἕ. τελειώσεως Epicur.Ep. 2p.38U.
;ἕ. ὡρισμένων χρόνων Phld.D.1.7
; ἕ. τινός for a time, Parth. 9.2, etc.;ἕ. τοῦ νῦν Ev.Matt.24.21
; ἕ. Ἰωάννου ib.11.13.b of Place,ἕ. τοῦ γενέσθαι..
up to the point where..Arist.
PA 668b2, cf. HA 630b27, Plb.9.36.1; as far as,ἕ. Σάρδεων Ath.Mitt.44.25
(Samos, iii B.C.);ἕ. τοῦ Ἀρσινοΐτου νομοῦ PTeb.33.5
(ii B.C.);ἕ. Φοινίκης Act.Ap.11.19
: so c. gen. pers.,ἦλθον ἕ. αὐτοῦ Ev.Luc.4.42
, cf. LXX 4 Ki. 4.22.c of Number or Degree, ἕ. τριῶν πλοίων Docum. ap. D.18.106;διδόναι ἕ. ταλάντων ἑκατόν LXX 1 Es.8.19(21)
; οὐκ ἔστιν ἕ. ἑνός ib.Ps. 13.3;οὐκ ἔχομεν ἕ. τῆς τροφῆς τῶν κτηνῶν PTeb.56.7
(ii B.C.);ἐᾶτε ἕ. τούτου Ev.Luc.22.51
;μαχοῦμαι ἕ. ζωῆς καὶ θανάτου OGI266.29
(Pergam., iii B.C.);ἕ. μέθης Corn.ND30
.2 rarely c. acc.,ἕ. πρωΐ LXX Jd.19.25
;ἕ. μεσημβρίαν PLond.1.131r346
, 515 (i A.D.); ἕ. τὸ βωμῷ down to the word " βωμῷ", Sch.Pi.O.6.111.III while, so long as, c. ind.,ἧος ἐνὶ Τροίῃ πολεμίζομεν Od.13.315
, cf.17.358, 390;ἕ. δ' ἔτ' ἔμφρων εἰμί A.Ch. 1026
, cf. Pers. 710 (troch.); ἕ. ἔτι ἐλπὶς [ἦν] Th.8.40;ἕ. ἔτινέος εἶ Pl.Prm. 135d
: in this sense answered in apodosi by τῆος, Od.4.90, Il.20.41; by τόφρα, Od.12.327, Il.18.15; by τόφρα δέ, 10.507; by δέ alone, 1.193, Od.4.120 codd.b ἕ. ἄν c.subj., when the whole action is future,οὔ μοι.. ἐλπίς, ἕ. ἂν αἴθῃ πῦρ A.Ag. 1435
;λέγειν τε χρὴ καὶ ἐρωτᾶν, ἕως ἂν ἐῶσιν Pl.Phd. 85b
;οὐδὲν ἔστ' αὐτῷ βεβαίως ἔχειν ἕ. ἂν ὑμεῖς δημοκρατῆσθε D.10.13
.c ἕως c. opt. in a Conditional relative clause,φήσομεν μηδὲν ἂν μεῖζον μηδὲ ἔλαττον γενέσθαι ἕ. ἴσον εἴη αὐτὸ ἐαυτῷ Pl.Tht. 155a
.B in Hom. sts. Demonstr.,= τέως, for a time,ἧος μὲν.. ὄρνυον· αὐτὰρ ἐπεὶ.. Il.12.141
;ἧος μὲν ἀπείλει.. · ἀλλ' ὅτε δὴ.. 13.143
, cf. 17.727, 730, Od.2.148;ἧος μὲν.. ἕποντο.. αὐτὰρ ἐπεὶ.. Il.15.277
; all that time, Od.3.126, cf. Hdt.8.74. ( ἕως, as iambus, only once in Hom., Od.2.78; as a monosyll., Il.17.727, dub.l. in Od.2.148; when the first syllable is to be long codd. Hom. have εἵως or ἕως (never εἷος or ἧος, Ludwich WkP1890.512, exc. ειος v.l. (PFay. 160 ) in Il.20.41), 3.291, 11.342, al.; εἵως (or ἕως) is found even when the metre requires a trochee, 1.193, al.; comparison of [dialect] Dor. ἇς (from Αος ) with [dialect] Att.-[dialect] Ion. ἕως points to early [dialect] Ion. Ηος (cf. Skt. yāvat 'as great as, as long as, until') and this should prob. be restored in Hom.; cf. τέως.) -
17 ὁμόγραυς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμόγραυς
-
18 γέρας
γέρας, αος, pl. γέρα: gift of honor, honor, prerogative; nobles and esp. the king received γέρα from the commonalty, γέρας θ' ὅ τι δῆμος ἔδωκεν, Od. 7.150; of the kingly office itself, Il. 20.182, Od. 11.175; of offerings to the gods, and burial honors of the dead, τὸ γὰρ γέρας ἐστὶ θανόντων.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > γέρας
-
19 γῆρας
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > γῆρας
-
20 σέλας
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > σέλας
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Эа — (Άος) древневавилонский бог, первоначально почитавшийся в лежавшем на берегу Персидского залива Эриду (теперь Абу Шахрейн) как бог воды, глубины, океана, водной стихии, а затем глубины и источника премудрости. Культ его уже в глубокой древности… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
σέλας — αος, το, ΝΜΑ, γεν. και ατος, πληθ. σέλα, άων, Α (ιδίως για φως ουράνιων σωμάτων) έντονη λάμψη, ακτινοβολία, φεγγοβολιά («φαιδρὸν ἁλίου σέλας», Αισχύλ.) νεοελλ. (μετεωρ. αστρον. γεωφ.) 1. οπτικό ατμοσφαιρικό φαινόμενο, ορατό κυρίως στις βόρειες ή… … Dictionary of Greek
σκέπας — αος, τὸ, Α 1. σκέπασμα, κάλυμμα (α. «χλαίνης λιτὸν σκέπας», Παρμ. β. «ζωσάμενοι σκέπασι λινοῑς», Πορφ.) 2. σκέπη, καταφύγιο («ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο», Ομ. Οδ.) 3. μτφ. πρόσχημα, πρόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σκέπας είναι η αρχαιότερη τής … Dictionary of Greek
ψέφας — αος, και ψέφος, ους, τὸ, Α ο ζόφος, το σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αρχαϊκού τύπου ουδ., που ανάγεται σε αρχικό τ. *ψέφαρ, όπως υποδηλώνει το παράγωγο ψεφαρός (πρβλ. γέρας). Κατά μία άποψη, το ουδ. ψέφας, όπως και τα συνώνυμα… … Dictionary of Greek
au̯(e)-10, au̯ē(o)-, u̯ē- — au̯(e) 10, au̯ē(o) , u̯ē English meaning: to blow Deutsche Übersetzung: “wehen, blasen, hauchen” Grammatical information: participle u̯ē nt Note: in Slav. languages often from the “ throw dice “, i.e. to the cleaning of the… … Proto-Indo-European etymological dictionary
NARTHEX — Graece Νάρθηξ, ferula proprie. Plin. l. 13. c. 22. Ferula calidis nascitur locis atque trans maria geniculatis nodata scapis. Duo eius genera, Nartheca Groeci vocant assurgentem in altitunem. Nartheciam vero semper bumilem. E qua quia prima… … Hofmann J. Lexicon universale
άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… … Dictionary of Greek
έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για … Dictionary of Greek
αλιαής — ἁλιαής, ὲς (Α) άνεμος που πνέει προς τη θάλασσα ή πάνω από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + αὴς (< πιθ. ἄος) < ἄημι «πνέω δυνατά, φυσώ»] … Dictionary of Greek
ας — (πληθ. Άζεν, Asen). Περιληπτικό όνομα ομάδας γερμανικών θεοτήτων, με αρχηγό τον Οντίν, τον υπέρτατο θεό. Ο αριθμός τους ποικίλλει: 9, 12 ή 14. Κατά τη γερμανική μυθολογία, οι Άζεν είχαν κατορθώσει να επιβάλουν την εξουσία τους ύστερα από νικηφόρο … Dictionary of Greek
ευκραής — εὐκραής, ές (ΑΜ) (Α επίκ. τ. ἐϋκραής) μσν. (για ψυχή) αυτός που έχει σεμνότητα αρχ. 1. (για άνεμο) ήπιος, μέτριος, ελαφρός («εὐκραὴς ἀήρ», Θεόφρ.) 2. (για κλίμα) εύκρατος, μαλακός («εὐκραεῑς τόποι», Αριστοτ.) 3. (για έρωτα) σεμνός, μετρημένος.… … Dictionary of Greek