Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σέλᾳ

См. также в других словарях:

  • σέλα — σέλᾱ , σέλας light neut nom/voc/acc pl σέλᾱ , σέλας light neut nom/voc/acc dual σέλᾱ , σελάω shine pres imperat act 2nd sg σέλᾱ , σελάω shine imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σέλα — η / σέλλα, ΝΜΑ, και λόγιος τ. σέλλα Ν ειδικό κάθισμα για τον ιππέα που προσαρμόζεται στην ράχη τού υποζυγίου και, ιδίως, τού αλόγου, εφίππιο («οι όμορφοι καβαλλάροι / στην σέλλα σάζουν το κορμί, στην χέρα το κοντάρι», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. το… …   Dictionary of Greek

  • σέλα — η (λ. λατ.) 1. ειδικό κάθισμα για τον ιππέα πάνω στη ράχη του αλόγου. 2. κάθισμα ποδηλάτου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σελᾶ — σελάω shine pres subj act 1st sg (doric aeolic) σελάω shine pres ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σέλᾳ — σέλαϊ , σέλας light neut dat sg σέλαι , σέλας light neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελάσει — σελά̱σει , σελάω shine aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) σελά̱σει , σελάω shine fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) σελά̱σει , σελάω shine fut ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελαναία — σελᾱναίᾱ , σεληναίη fem nom/voc/acc dual (doric) σελᾱναίᾱ , σεληναίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελαναίας — σελᾱναίᾱς , σεληναίη fem acc pl (doric) σελᾱναίᾱς , σεληναίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελάνα — σελά̱νᾱ , σελήνη the moon fem nom/voc/acc dual (doric) σελά̱νᾱ , σελήνη the moon fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελάνας — σελά̱νᾱς , σελήνη the moon fem acc pl (doric) σελά̱νᾱς , σελήνη the moon fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σέλαν — σέλᾱν , σελάω shine imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) σέλᾱν , σελάω shine imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»