Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τέρᾱ

См. также в других словарях:

  • τέρα — τέρᾱ , τέρος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ΤΕΡΑ — ΤΕΡΑ... десятичная кратная приставка в наименованиях единиц, означающая увеличение исходной единицы физ. величины в 1012 раз; обозначение Т. Напр. 1 ТН (тераньютон) = 1012 Н …   Большая политехническая энциклопедия

  • τέρα — η, Ν βλ. τέρρα …   Dictionary of Greek

  • τερα- — Ν πρόθημα τού Διεθνούς Συστήματος Μονάδων το οποίο δηλώνει πολλαπλασιασμό επί 1012 τής μονάδας πριν από την οποία τοποθετείται και συμβολίζεται με Τ, όπως λ.χ. ένα τεραγραμμάριο = 1 Tg = 1012g …   Dictionary of Greek

  • πεντηκοστοδεύτερος — τέρα, ον, Μ ο πεντηκοστός δεύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστός δεύτερος] …   Dictionary of Greek

  • περαίτερος — τέρα, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται πέρα από κάποιον, ο παραπέρα («ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι», Πίνδ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) περαίτερον μτφ. καλύτερα («κεῑνος ἂν εἴποι ἔργα περαίτερον ἄλλων», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί… …   Dictionary of Greek

  • πρισγούτερος — τέρα, ον, Α (βοιωτ. τ.) βλ. πρεσβύτερος …   Dictionary of Greek

  • χρυσότερος — τέρα, ον, θηλ. και ιων. τ. έρη, Α (συγκριτ.) πιο χρυσός, πιο πολύτιμος κι από τον χρυσό («πολὺ πακτίδος ἁδυμελεστέρα, χρυσοῡ χρυσοτέρα», Σαπφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός + κατάλ. τερος* τού συγκριτ. βαθμού] …   Dictionary of Greek

  • σφωΐτερος — (I) τέρα, ον, Α 1. (κτητ. αντωνυμ. επίθ. τού σφῶϊ, αντων. β προσ. δυϊκ. αριθ.) εσάς τών δύο, ο δικός σας («σφωΐτερον... ἔπος», Ομ. Ιλ.) 2. (και για το β εν. πρόσ.) ο δικός σου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφω/σφῶϊ «εσείς οι δύο» + κατάλ. τερος (πρβλ. ἡμέ… …   Dictionary of Greek

  • τέραμνον — (I) και τέρεμνον, τὸ, Α (κυρίως στον Ευρ. και μόνον στον πληθ.) τὰ τέραμνα και τέρεμνα οικήματα, οίκοι· [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ., κατά μια άποψη, ανάγεται στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Κατ άλλη όμως άποψη, η λ. θα μπορούσε να συνδεθεί …   Dictionary of Greek

  • εύρυγροι οργανισμοί — Οργανισμοί που αντέχουν μεγάλες μεταβολές της υγρασίας στο περιβάλλον τους. Η ποικιλία τους είναι μικρή, γιατί όλοι οι οργανισμοί έχουν με τον καιρό προσαρμοστεί σε ξηρό ή υγρό περιβάλλον (στένυγροι, ξηρόφιλοιυδρόφιλοι). Εξαίρεση αποτελούν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»