-
101 εὐθενιακός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθενιακός
-
102 Θηρίκλειος
A made by Thericles, a famous Corinthian potter (Eub.31,43),Θ. κύλιξ Alex.96
, Thphr.HP5.3.2 (pl.), Cleanth.Stoic.1.133;κρατήρ Alex.119
, cf.IG11(2).124.43, al. (Delos, iii B.C.);ποτήρια Phalar.Ep.70
; freq. Θηρικλεία (or - ος) alone, Alex.5, Men. 226, 324;Θ. ἡ μεγάλη Diox.4
; ;ὅσα δ' ἐστὶν εἴδη Θηρικλείων τῶν καλῶν Dionys.Com.5.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Θηρίκλειος
-
103 κεγχρωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεγχρωτός
-
104 κέρδος
A gain, profit, Od.23.140, etc.; ἐνόησεν ὅππως κ. ἔῃ how some advantage can be gained, what is best to be done, Il.10.225;οὔ τοι τόδε κ. ἐγὼν ἔσσεσθαι ὀΐω ἡμῖν Od.16.311
, etc.; ποιέεσθαί τι ἐν κέρδεϊ, c. inf., Hdt.2.121.δ', 6.13;κ. νομίσαι τι Th.7.68
; ὅτι .. Id.3.33;ἤν τι.. δάσωνται κ. ἡγεῖσθαι X.Cyr.4.2.43
;ἐκ πονηροῦ πράγματος κ. λαβεῖν Men.697
; μέγ' ἐστὶ κ., ἢν .. Id.Mon. 359; πρὸς τὸ κ. βλέπειν ib. 364; part.,πᾶν κ. ἡγοῦ ζημιουμένη φυγῇ E.Med. 454
; κ. ἐστί μοι, c. inf., τί δῆτ' ἐμοὶ ζῆν κ.; A.Pr. 747; τί κ. ἦν αὐτῷ διαβάλλειν ἐμέ; Lys.8.13, cf. Ar.Ec. 607, 610: pl., gains, profits,περιβαλλόμενος ἑωυτῷ κέρδεα Hdt.3.71
; τὰ δειλὰ (v.l. δεινὰ)κ. S.Ant. 326
;τὰ κ. μείζω φαίνεσθαι τῶν δεινῶν Th.4.59
;τὰ πονηρὰ κ. Antiph.270
:— κ. (metaph.) opp. ζημία (damage), Arist.EN 1132a12, (lit.) opp. ζημἱα (damages), ib.14;ζημίαν λαβεῖν ἄμεινόν ἐστιν ἢ κ. κακόν S.Fr. 807
.2 desire of gain,κέρδει καὶ σοφία δέδεται Pi.P.3.54
;ἄνδρας τὸ κ. πολλάκις διώλεσεν S.Ant. 222
;εἰς τὸ κ. λῆμ' ἔχων ἀνειμένον E.Heracl.3
: pl.,κερδῶν ἄθικτος A.Eu. 704
; ;μὴ 'πὶ κέρδεσιν λέγων Id.Ant. 1061
, cf. E.Hec. 1207; of persons, ἡμέτερα κ. τῶν σοφῶν ( = ἡμῶν τῶν σ.) you of whom we wise men make gain, Ar.Nu. 1202.II in pl., cunning arts, wiles,ὃς δέ κε κ. εἰδῇ Il.23.322
, cf. 709, al.; κέρδεσιν, οὔ τι τάχει γε παραφθάμενος ib. 515;φρένας ἐσθλὰς κέρδεά θ' Od.2.118
, cf. 88; ;ἐνὶ φρεσὶ κέρδε' ἐνώμας 18.216
; κακὰ κ. βουλεύουσιν 'they mean mischief', 23.217. (Cf. OIr. cerd 'art', 'craft', Welsh cerdd 'craft' or 'music'.) -
105 λείπω
Aἔλειπον Il.19.288
, etc.: [tense] fut.λείψω 18.11
: [tense] aor. 1 ἔλειψα, part. (= Antiph.32), elsewh. only late, Plb.12.15.12 ( παρ-), Str.6.3.10 ( παρ-), Ps.-Phoc.77 (ἀπ-), etc.; uncompounded, Ptol.Alm.10.4, Luc.Par.42, Ps.-Callisth.1.44 (cod. C); also in later Poets, Man.1.153, Opp.C.2.33, and in Inscrr., Epigr.Gr.522.16 ([place name] Thessalonica), 314.27 ([place name] Smyrna), etc.: but correct writers normally use [tense] aor. 2ἔλῐπον Il.2.35
, A.Pers. 984 (lyr.), etc.: [tense] pf.λέλοιπα Od.14.134
: [tense] plpf. ἐλελοίπειν ([dialect] Att. -η) X.Cyr.2.1.21:—[voice] Med., in prop. sense chiefly in compds.: [tense] aor. 2ἐλιπόμην Hdt.1.186
, 2.40, E.HF 169, etc. (in pass. sense, Il.11.693, al.):—[voice] Pass., [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense , Hdt.7.8.ά, 48; alsoλειφθήσομαι S.Ph. 1071
, λελείψομαι Il.24.742, Th.5.105, etc.: [tense] aor.ἐλείφθην, λείφθην Pi.O.2.43
; [dialect] Ep. [ per.] 3pl. : [tense] pf.λέλειμμαι Il.13.256
, Democr.228, Pl.Ti. 61a, etc.: [tense] plpf.ἐλελείμμην Il.2.700
; [dialect] Ep.λέλειπτο 10.256
: [dialect] Ep. [tense] aor. alsoἔλειπτο A.R.1.45
, etc.:1 leave, quit, Ἑλλάδα, δώματα, etc., Il.9.447, Od.21.116, etc.: with a neg., [σκόπελον] οὔ ποτε κύματα λείπει Il.2.396
;νιν.. χιὼν οὐδαμὰ λ. S.Ant. 830
(lyr.); χερσὶν ὕπο Τρώων λείψειν φάος ἠελίοιο, i.e. die, be killed, Il.18.11;λ. τὸν βίον ὑπό τινος Pl.Lg. 872e
; λ. βίον, βίοτον, etc., S.El. 1444, E.Hel. 226 (lyr.), etc.;αὐτόχειρι σφαγῇ λ. βίον Id.Or. 948
.b conversely,τὸν δ' ἔλιπε ψυχή Il.5.696
, Od.14.426;τὸν.. λίπε θυμός Il.4.470
;ἔπειτά με καὶ λίποι αἰών 5.685
, cf. Od.7.224;λίπε δ' ὀστέα θυμός Il.16.743
; ψυχὴ δὲ λέλοιπεν (sc. ὀστέα) Od.14.134; νῦν δ' ἤδη πάντα λέλοιπεν (sc. ἐμέ) ib. 213; in these two last passages some take it intr., is gone, v. infr. 11.2 leave behind, leave at home,παιδὶ τὸν ἐν μεγάροισιν ἔλειπες Od.13.403
, cf. Il.5.480; esp. of dying men, leave (as a legacy), Ἀτρεὺς δὲ θνῄσκων ἔλιπεν πολύαρνι Θυέστῃ [τὸσκῆπτρον] 2.106; , cf. S.Aj. 973; παῖδα ὀρφανὸν λ. ib. 653; λ. ἄρρενας, θυγατέρας, Pl.Lg. 923e, 924e;λ. εὔκλειαν ἐν δόμοισι A.Ch. 348
(lyr.):—also in [voice] Med., leave behind one (as a memorial to posterity),μνημόσυνον λιπέσθαι Hdt.1.186
, 6.109, al.;λιπέσθαι τιμωρούς E. HF 169
;διαδόχους ἐμαυτῷ Plu.Aem.36
, etc.b leave standing, leave remaining, spare,οἰκίαν οὐδεμίαν X.An.7.4.1
;μηδένα Id.HG2.3.41
, Pl.R. 567b, etc.3 leave, forsake, Il.17.13, etc.;λ. τινὰ χαμαί Pi.O.6.45
; ; τὴν αὑτοῦ φύσιν λ. ib. 903;λ. τὴν τάξιν Pl.Ap. 29a
, etc.; λ. ἐράνους fail in paying.., D.27.25, cf. 25.22; λ. δασμόν, φοράν, X.Cyr.3.1.1, 34; λ. μαρτυρίαν, ὅρκον, fail in.., D.49.19, 59.60, λ. δίκην allow it to go by default, SIG134b24 (Milet., iv B.C.); λοιβὰς.. οὐ λίπε neglected them not, IG3.1337.8.b conversely, λίπον ἰοὶ ἄνακτα they failed him, Od.22.119.4 Math., lose or drop something, i.e. have something subtracted from it, τὸ KP λιπὸν τὸ BO the area KP minus the area BO, Apollon.Perg.3.12, cf. Ptol.Alm. 10.4, al., Dioph.2.21.II intr., to be gone, depart, Epigr.Gr.149.2 ([place name] Rhenea); v. supr. 1.1b.2 to be wanting or missing,οὔ τί πω ἔλιπεν ἐκ τοῦδ' οἴκου.. αἰκία S.El. 514
(lyr.); (lyr.); (lyr.); λείπουσιν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς [τρίχες] Arist.HA 518a24;ἔτι ἕν σοι λείπει Ev.Luc.18.22
; τί λείπει τῶν ἐπιτηδείων αὐταῖς; Plb.10.18.8; τί γάρ σοι λείπει; Arr.Epict.2.22.5, cf. Diog.Oen.64; [εἰς τὴν προκειμένην πραγματείαν] τὸ ὑφ' οὗ γίνεται.. μὴ ῥηθὲν οὐ λείπει is not needed, Marcellin.Puls.69: c. inf., λείπει μὲν οὐδ' ἃ πρόσθεν ἤδεμεν τὸ μὴ οὐ βαρύστον' εἶναι nihil absunt quin.., S.OT 1232: so c. gen.,βραχὺ λείπει τοῦ μὴ συνάπτειν Plb.2.14.6
, etc.; πρότασις τῆς προειρημένης λείπουσα ὑποθέσει a proposition containing less in the hypothesis than that aforesaid, Papp.648.1: freq. with numerals,κεφάλαιον γίγνεται μικροῦ λείποντος πέντε καὶ δέκα τάλαντα Lys.19.43
;οὐ πολὺ λεῖπον τῶν ἐνενήκοντα ἐτῶν Plb.12.16.13
; : generally,παντὸς μὲν οὖν λείπει Pl.Lg. 728a
; ὁ λιπών ib. 759e; τὸ λεῖπον what is lacking, Plb.4.38.9, etc.; esp. Gramm., to be incomplete, of a phrase,λειπούσης τῆς φράσεως A.D.Adv.159.28
, al.; to be wanting, omitted,λείποντος τοῦ καί Id.Conj.225.24
: also c. dat.,λείπει ἡ κεῖνος φωνὴ τῷ ε ¯ Id.Adv.147.17
.b of the moon, to be invisible (cf. λειψιφαής), Plot.2.3.5.c λείποντα εἴδη, in Algebra, = λείψεις, negative terms, Dioph.1Def.10.B [voice] Pass., to be left, left behind,ἄλοχος Φυλάκῃ ἐλέλειπτο Il.2.700
;οἱ δ' οἶοι λείπονται Od.22.250
, etc.; also ὀπίσσω, μετόπισθε, κατόπισθε λ., Il.3.160, 22.334, Od.21.116; παῖδες.. μετόπισθε λελειμμένοι left behind in Troy, Il.24.687;μόνα.. νὼ λελειμμένα S.Ant.58
, etc.; τὸ λειπόμενον βίου (v.l. βιοτᾶς) Ariphron 1 (= IG3.171).b Math., to be subtracted: τὸ ἀπὸ τῆς ΔΦ λειφθὲν ὑπὸ τοῦ ἀπὸ τῆς ΔΑ ποιεῖ .., the square on ΔΦ subtracted from the square on ΔΑ gives.., Ptol.Alm. 10.7.2 remain, remain over and above,τριτάτη δ' ἔτι μοῖρα λέλειπται Il.10.253
; ;ὀλίγων σφι ἡμερέων λείπεται σιτία Hdt.9.45
;ὃ πᾶσι λ. βροτοῖς.. ἐλπίς E.Tr. 681
;αὐτόνομοι ἐλείφθημεν Th.3.11
;ἕως ἄν τι λείπηται Id.8.81
: impers., λείπεται it remains, Pl.Tht. 157e: c.acc. et inf.,πεπληρῶσθαί με Id.Phdr. 235c
.II c. gen.,1 to be left without, to be forsaken of,κτεάνων λειφθεὶς καὶ φίλων Pi.I.2.11
;σοῦ λελειμμένη S. Ant. 548
; but στρατὸν λελειμμένον δορός which has been left by the spear, i.e. not slain, A.Ag. 517.2 to be left behind in a race, Il. 23.407, 409, Od.8.125; λελειμμένος οἰῶν lingering behind the sheep, 9.448; λείπετ'.. Μενελάου δουρὸς ἐρωήν he was left a spear's throw behind Menelaus, Il.23.529; ἐς δίσκουρα λέλειπτο he had been left behind as much as a quoit's throw, ib. 523; , cf. E.Hipp. 1244; τοῦ κήρυκος μὴ λείπεσθαι not to lag behind the herald, Th.1.131; but ἀπό τινος to be left behind by one, Il.9.437, 445; λ. βασιλέος or ἀπὸ βασιλέος by the king, Hdt.8.113, 9.66; λείπεσθαι τοῦ καιροῦ to be behind time, X.Cyr.6.3.29;τῆς ναυμαχίης Id.7.168
;τῆς ἐξόδου Id.9.19
; but, λείπου μηδὲ σύ, παρθέν', ἀπ' οἴκων fail not [to come] from the house, i.e. follow us, dub. in S. Tr. 1275 (anap.): abs., to be left behind, be absent, Hdt.7.229, 8.44.3 come short of, be inferior to, τινος, like ἐλαττοῦσθαι, ἡττᾶσθαι, ὑστερεῖσθαί τινος, because the Verb has a comp. sense, Id.7.48, etc.; οὐκ ἔσθ' ὁποίας λείπεται τόδ' ἡδονῆς falls short of.., E.Fr.138.3; λείπεσθαί τινος ἔς τι or ἔν τινι, Hdt.1.99, 7.8. ά (v. infr. 4);περί τι Plb.6.52.8
; ; ;ξύνεσιν οὐδενὸς λ. Th.6.72
;πλήθει λ. X.HG7.4.24
;πλήθει ἡμῶν λειφθέντες Id.An.7.7.31
; οὐδ' ἔτι θηρὸς ἐλείπετο δερκομένοισιν, i.e. resembled.., Epic.in Arch.Pap.7p.4: also c. gen. rei,λειφθῆναι μάχης E.Heracl. 732
;οὐδὲν σοῦ ξίφους λελείψομαι Id.Or. 1041
: Math., τὸ ἐγγραφὲν τοῦ περιγραφέντος ἐλάσσονι λείπεται the inscribed figure falls short of the circumscribed by less than.., Archim.Con.Sph.21: also c. dat. rei,λειφθῆναι μάχῃ A.Pers. 344
: c. part.,οὐδὲν ἐμοῦ λείπει γιγνώσκων X.Oec.18.5
; λέλειψαι τῶν ἐμῶν βουλευμάτων you come short of, understand not my plans, E.Or. 1085;λέλειμμαι τῶν ἐν Ἕλλησιν νόμων Id.Hel. 1246
: abs., to be defeated, Plb.1.62.6;ὑπό τινος AP11.224
(Antip.); λείπεσθαι ἐν [τῇ ἀγορανομίᾳ], Lat. repulsam ferre, Plu. Mar.5, etc.: abs., in part., ἄνδρας λελειμμένους inferior men, A.Fr. 37; also, the poor,IG
14.1839.7.4 to be wanting or lacking in a thing, fail of or in, c. gen.,ὀδυρμάτων ἐλείπετ' οὐδέν S.Tr. 937
;γνώμας λειπομένα σοφᾶς Id.El. 474
(lyr.); ; λελ. λόγου failing to heed my word, S.Aj. 543; μῆνας ἓξ.. λειπόμενος (sc. τῶν εἴκοσι ἐτῶν) Epigr.Gr. 519 ([place name] Thessalonica); also,λ. ἐν τῷ μὴ δύνασθαι μηδ' ὁρᾶν S.OC 495
; v. supr.3.5 to be in need of,τῆς σῆς βοηθείας A.D.Synt.289.28
. (I.-E. leiq[uglide]-, cf. Lat. li-n-quo, Skt. ric-, [tense] pres. [ per.] 3sg. ri-ṇa-k-ti 'leaves', etc.) -
106 λίθος
A stone, Hom., etc.; esp. of the stones thrown by warriors, τρηχὺς λ., λ. ὀκριόεις, Il.5.308, 8.327; also, stonequoit, Od.8.190;ἑλέσθαι.. ἐκ γαίας λίθον A.Fr.199.4
; of building- stones,λίθοι βασιλικοί PSI4.423.28
, PCair.Zen.499.20 (both iii B.C.): prov., ; λίθον ἕψειν 'to lose one's labour', Ar.V. 280; also of stupid persons, 'blockheads', , cf. Thgn.568, Pl.Hp.Ma. 292d, Gal.9.656; λ. τις, ou) dou/lh Herod.6.4; προσηγορεύθη διὰ τὸ μὴ φρονεῖν λ., of Niobe, Philem.101;ὥσπερ λίθον ζῆν Pl.Grg. 494a
sq.; λίθῳ λαλεῖς prov. of ἀναίσθητοι, Macar.5.61.2 stone as a substance, opp. wood, flesh, etc.,ἐπεὶ οὔ σφι λ. χρὼς οὐδὲ σίδηρος Il.4.510
; λαοὺς δὲ λίθους ποίησε turned into stone, petrified, 24.611, cf. Pl.Smp. 198c; so [νῆα] θεῖναι λ. Od.13.156
; as an emblem of hard-heartedness, , cf. Theoc.3.18.II λίθος, ἡ, twice in Hom., Il.12.287, Od.19.494, just like masc., also in Theoc.7.26, Bion Fr.1.2: later mostly of some special stone, as the magnet is called Μαγνῆτις λ. by E.Fr. 567 (but ἡ λίθος simply in Democr.11k, Arist.Ph. 267a2, cf. v.l. de An. 405a20); also Λυδία λ. by S.Fr. 800 (but in B.Fr. 10 J. Λυδία λ. = touchstone); Ἡρακλεία λ. by Pl. Ion 533d, Epicur.Fr. 293; so of a touchstone, Pl.Grg. 486d; ἡ διαφανὴς λ. a piece of crystal used for a burning-glass, Ar.Nu. 767, cf. Luc.Alex.21; χυτὴ λ. was perh. a kind of glass, and so an older name for ὕαλος, Epin.1.8 (the same thing as the ἀρτήματα λίθινα χυτά in Hdt.2.69; cf.τὴν ὕαλον.. ὅσα τε λίθων χυτὰ εἴδη καλεῖται Pl.Ti. 61c
); λ. = precious stone is fem. in Hp.Nat.Mul.99, IG22.1421.92, 1460.21, but masc. in Hdt.2.44, etc.; in the sense of marble mostly masc.,λευκὸς λ. Id.4.87
(simplyλίθος 1.164
), S.Fr. 330 (λευκοὶ λ. is opp.πέτρινοι λ. Supp.Epigr.4.446.8
([place name] Didyma));Πάριος λ. Pi.N.4.81
, Hdt.3.57;Ταινάριος λ. Str.8.5.7
; λ. Θάσιος, Αἰγύπτιος, etc., Paus.1.18.6, etc.;κογχίτης Id.1.44.6
;κογχυλιάτης X.An.3.4.10
; butΠαρία λ. Theoc.6.38
, Luc.Am.13; cf. λυχνίας, -ίτης; πώρινος λ. tufa, Hdt.5.62.2 collectively, πέφυκε λίθος.. ἄφθονος, ἐξ οὗ .. X.Vect.1.4.IV at Athens, λίθος, ὁ, was a name for various blocks of stone used for rostra or platforms, as,2 another in the ἀγορά used by the κήρυκες, Plu.Sol.8; prob. the same as ὁ πρατὴρ λ., on which the auctioneer stood when selling slaves, etc., Poll.3.78, cf. 126.3 an altar in the ἀγορά, at which the Thesmothetae, arbitrators, and witnesses took their oaths, Philoch.65, D.54.26 (restored from Harp. s.v. λίθος), Arist.Ath.7.1, 55.5, Plu.Sol.25; cf. λιθωμότης.V piece on a draughtboard, Alc.82, Theoc. 6.18, cf.γραμμή 111.1
: hence pron.,πάντα λίθον κινεῖν Zen.5.63
(who explains it differently).VI Medic., stone in the bladder, calculus, Arist.HA 519b19, Hp.Morb.4.55, al.VII Δία λίθον ὀμνύναι, = Lat. Jovem lapidem jurare, Plb.3.25.6.VIII λίθοι χαλάζης hail- stones, LXX Jo.10.11.IX λ. ὁ οὐ λ. the philosophers' stone, Zos. Alch.p.122 B. -
107 μάθημα
A that which is learnt, lesson,τὰ παθήματα μαθήματα Hdt.1.207
;μ. μαθεῖν S.Ph. 918
; μ. τινός or περί τι, Pl.Smp. 211 c, R. 525d;προσπορεύεται πρὸς τὰ λοιπὰ μ. PCair.Zen.60.7
(iii B. C.);ἀφεῖσθαι τοὺς παῖδας ἀπὸ τῶν μ. SIG577.77
(Milet., iii/ii B. C.), cf. 578.28 (Teos, ii B. C.), al.2 learning, knowledge, Ar.Nu. 1231, Av. 380, Th.2.39, PSI1.94.9 (ii A. D.), etc.; οἱ καθιστάμενοι ἐπὶ τῶν μ. educational authorities, SIG578.66 (Teos, ii B. C.); τὸ μ. τὸ περὶ τὰς τάξεις the science of tactics, Pl.La. 182b: freq. in pl., Isoc.12.27, etc.;μαθημάτων φρόντιζε μᾶλλον χρημάτων· τὰ γὰρ μαθήματ' εὐπορεῖ τὰ χρήματα Philem. 232
.3 esp. the mathematical sciences, Archyt.1,3 tit.; τρία μ., i. e. arithmetic, geometry, and astronomy, acc. to Pl.Lg. 817e, cf. Phld. Ind.Sto.66; later τὰ τέσσαρα μ. ( ἁρμονική being added) Theol.Ar.17; Arist. distd. pure from mixedμ., τὰ φυσικώτερα τῶν μ., οἷον ὀπτικὴ καὶ ἁρμονικὴ καὶ ἀστρονομία Ph. 194a8
;ἡ ἐν τοῖς μ. ἁρμονική Metaph. 997b21
;τὰ μ. περὶ τὰ εἴδη ἐστίν APo. 79a7
; οἱ ἀπὸ τῶν μ. mathematicians, Cleom.1.8.4 astrology, AP7.687 (Pall.).5 creed, Cod.Just.1.1.7.11, al. -
108 μετέχω
Aμεθέξω Th.8.86
, later μεθέξομαι ([ per.] 3sg. misspelt μεθέξετε) IG3.1427: [tense] pf.μετέσχηκα Hdt.3.80
:—partake of, share in:— Constr.:1 mostly c. gen. rei only, κακοτάτων, βρόδων, Alc.l.c., Sapph.68.2; ἀγαθῶν, κακῶν, βίου, Thgn.82, 354, cf.A.Pr. 333; τῆς τοῦ Μάγου ὕβριος Hdt.l.c.; μ. τοῦ λόγου to be in the secret, Id.1.127;τοῦ ἔργου And.1.62
: c. gen. pers., μ. τῶν πεντακισχιλίων to be members of the 5, 000, Th.l.c.; μ. τῆς πόλεως, τῆς πολιτείας, Lys.6.48, 30.15; ; alsoἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μ. 1 Ep.Cor.10.17
: with dat. pers. added, μ. τινός τινι partake of something in common with another,οὔ οἱ μ. θράσεος Pi.P.2.83
;πόνων μ. Ἡρακλέει E. Heracl.8
;τῶν αὐτῶν ἔργων Ἐρατοσθένει μ. Lys.12.58
;μ. ἱερῶν καὶ θυσιῶν τισι X.HG2.4.20
;μ. τῶν ἴσων τισί Id.Cyr.2.1.15
, cf. Pl.Lg. 805d;κινδύνων Plb.3.16.3
; also .2 freq. the part or share is added,τοῦ πεδίου οὐκ ἐλαχίστην μοῖραν μ. Hdt.1.204
;μ. τάφου μέρος A.Ag. 507
, cf.Ar.Pl. 226, Lys.31.5;πλεῖστόν σου μέρος μεθέξομεν X.Cyr.7.5.54
.3 c. acc. rei, μ. τὸ ἴσον (sc. μέρος) τῶν ἀγαθῶν τινι ib.7.2.28, cf. E.Fr. 787;μ. τὰς ἴσας πληγὰς ἐμοί Ar.Pl. 1144
;μ. τινὶ τὴν μερίδα PPetr.3p.67
(iii B.C.).4 rarely c. acc. only,ἀκερδῆ χάριν μ. S.OC 1484
(lyr.).5 c. dat. rei only in a corrupt passage,τῇ.. κατὰ τὴν χώραν.. οἰκήσει μετεῖχον Th.2.16
.6 μ. περὶ ἔργων καὶ τεχνῶν have some knowledge respecting.., Arist.Pol. 1282a11.7 abs., to be a partner, PRev.Laws14.11 (iii B.C.); οἱ μετέχοντες the partners, accomplices, Hdt.8.132.II in Platonic Philos., participate in a universal, Arist.Metaph. 990b31, 1037b19; τὰ μετέχοντα, opp. αἱ ἰδέαι, ib. 991a3:—[voice] Pass., μετέχονται (sc. αἱ ἰδέαι) are participated in, ib. 990b30, cf. S.E.M.4.16, Procl.in Prm.p.650 S., etc. -
109 νοητός
A falling within the province of νοῦς, mental, opp. φατός, ὁρατός, Parm.8.8, Pl.R. 509d, al.;ν. καὶ ἀσώματα εἴδη Id.Sph. 246b
;ν. ζῷα Id.Ti. 30c
;ν. κόσμος Ph.1.5
, etc.; opp. αἰσθητός, Arist.EN 1174b34, Phld.Piet.81, Plu.2.1114d, D.L.3.10. Adv. -τῶς, opp. αἰσθητῶς, Plot.4.8.6, cf. Ph.1.467, Iamb.Myst.8.6. -
110 οὐσία
A- ιη Hdt.1.92
, 6.86.ά, SIG167.26 (Mylasa, iv B. C.); [dialect] Dor. [full] ἐσσία, [full] ὠσία (qq. v.): ἡ: ( ὀντ-, part. of εἰμί sum):—that which is one's own, one's substance, property, Hdt. ll.cc., S.Tr. 911 (s. v. l.), E. HF 337, Hel. 1253 (pl., Fr. 354 (s. v. l.)), Ar.Ec. 729, Lys.18.17, Pl.R. 551b, SIGl.c., etc.; opp. τὰ σώματα (civil status), And.1.74;καλῶς.. ἐπεμελήθη τῶν οὐσιῶν ὑπὲρ τοῦ δημάρχου BSA24.154
(Attica, iv B.C.); εἰ ἐκεκτήμην οὐ. if I had been a man of substance, Lys.24.11;ὑπὲρ τὴν οὐ. δαπανᾶν Diph.32.7
;πατρῴαν οὐ. κατεσθίειν Anaxipp.1.32
, cf. Critias 45 D.; φανερὰ οὐσία real property, immovables, And.1.118; opp. ἀφανής, Lys.32.4; freq. of estates in Egypt, PTeb.6.23 (ii B. C., pl.), BGU650.3 (i A. D.), OGI665.30 (i A. D.), etc.II in Philos., like [dialect] Ion. φύσις (with which it is interchanged in various uses, e. g. Philol. 11, Pl.R. 359a, 359b, Arist.PA 646a25, Thphr.HP6.1.1), stable being, immutable reality, opp.γένεσις, ὅτιπερ πρὸς γένεσιν οὐσία, τοῦτο πρὸς πίστιν ἀλήθεια Pl.Ti. 29c
, cf. Sph. 232c;ὧν κίνησις γένεσιν παραλαβοῦσα ἀέναον οὐ. ἐπόρισεν Id.Lg. 966e
;γένεσις μὲν τὸ σπέρμα, οὐ. δὲ τὸ τέλος Arist.PA 641b32
, cf. 640a18, etc.;ὁδὸς εἰς οὐσίαν Id.Metaph. 1003b7
: hence, being in the abstract, opp. non-being ([etym.] τὸ μὴ εἶναι), Pl.Tht. 185c.2 substance, essence, opp. πάθη ('modes'), Id.Euthphr. 11a;πάθη οὐσίας Arist.Metaph. 1003b7
; opp. συμβεβηκότα ('accidents'), Id.APo. 83a24, PA 643a27;ἡ φύσις [τῆς ψυχῆς] καὶ ἡ οὐ., εἶθ' ὅσα συμβέβηκε περὶ αὐτήν Id.de An. 402a8
.3 true nature of that which is a member of a kind, defined asὃ τυγχάνει ἕκαστον ὄν Pl.Phd. 65d
; as τὸ ὅ ἐστι ib. 92d; asτὸ τί ἐστι Arist.APo. 90b30
; τὸ εἶναί τε καὶ τὴν οὐ. Pl.R. 509b; expressed in a formula or definition,ψυχῆς οὐ. τε καὶ λόγον Id.Phdr. 245e
;τὸ τί ἦν εἶναι οὗ ὁ λόγος ὁρισμός, καὶ τοῦτο οὐ. λέγεται Arist.Metaph. 1017b22
; μόνης τῆς οὐ. ἐστὶν ὁ ὁρισμός ib. 1031a1.4 the possession of such a nature, substantiality,ἔτι ἐπέκεινα τῆς οὐ. πρεσβείᾳ.. ὑπερέχοντος Pl.R. 509b
.5 in the concrete, the primary real, the substratum underlying all change and process in nature, applied by Arist. to the atoms of Democritus, Fr. 208; toτὰ ἁπλᾶ σώματα Id.Cael. 298a29
, cf. Metaph. 1017b10;πᾶσαι αἱ φυσικαὶ οὐ. ἢ σώματα ἢ μετὰ σωμάτων γίγνονται Id.Cael. 298b3
, al.;ταὐτὸν σῶμα καὶ οὐσίαν ὁριζόμενοι Pl. Sph. 246a
; but also, νοητὰ ἄττα καὶ ἀσώματα εἴδη.. τὴν ἀληθινὴν οὐ. ib.b.6 in Logic, substance as the leading category, Arist. Cat. 1b26, Metaph. 1045b29; αἱ πρῶται οὐ. (individuals), αἱ δεύτεραι οὐ. (species and genera), Id.Cat. 2b5, 2a15 (butὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ ἵππος.. οὐκ ἔστιν οὐ. ἀλλὰ σύνολόν τι Id.Metaph. 1035b29
, cf. σύνθετος or συνθέτη οὐ. ib. 1043a30, de An. 412a16);ἡ μὲν ψυχὴ οὐ. ἡ πρώτη, τὸ δὲ σῶμα ὕλη Id.Metaph. 1037a5
;ἡ ψυχὴ οὐ. ὡς εἶδος Id.de An. 412a19
; ἡ οὐ. ἐντελέχεια ib.21; [ψυχὴ] οὐ. τοῦ ἐμψύχου Id.Metaph. 1035b15
; of the abstract objects of mathematics,μονὰς οὐ. ἄθετος, στιγμὴ δὲ οὐ. θετός Id.APo. 87a36
.7 after Pl. and Arist. in various uses, as ἡ ἄποιος οὐ., = ἡ ὕλη, Zeno Stoic.1.24; κατὰ οὐσίαν, opp. κατὰ δύναμιν ἢ ἐνέργειαν, Polystr.p.12 W.; πᾶς νοῦς ἀμέριστός ἐστιν οὐ. Procl.Inst. 171, cf. Plot.2.4.5, 2.6.1, 4.7.8, 6.1.2, al.8 Pythag. name for I, Theol.Ar.6.III name of a plaster, Aët.15.15,45.IV αἱ οὐ. fireresisting substances, Zos.Alch.p.168 B.; of the four σώματα (copper, tin, lead, iron), Ps.-Democr. ap. eund.p.167 B.V in Magic, a material thing by which a connexion is established between the person to be acted upon and the supernatural agent, e.g. a hair,λαβὼν βελόνην διείρων τὴν οὐ. εἰς αὐτήν PMag.Par.1.2949
, cf. PMag.Osl. 1.73; mould from a tomb, PMag.Par.1.435; κυνοκεφάλου οὐ.,.. κυνὸς οὐ., = κόπρος (cf. 2460), ib.2687, etc. -
111 πάθημα
Aπαθημάτοις Com.Adesp.283
(Aetol. acc. to Eust. 279.42, 1761.36):—that which befalls one, suffering, misfortune, S.Tr. 142, Th.4.48, etc.; τὸ π. τοῦ Χριστοῦ the passion of Christ, 2 Ep.Cor.1.5; of good fortune, χαῖρε παθὼν τὸ π. (deification) Orph.Fr. 32f: mostly in pl., Hdt.8.136, etc.;παθήμαθ' ἅπαθον S.OC 361
; ἀκούσια π., opp. ἑκούσια καὶ ἐκ προνοίας ἀδικήματα, Antipho 1.27; τὰ δέ μοι π. μαθήματα γέγονε my sufferings have been my lessons (cf.πάθος 1.2
), Hdt.1.207, cf. Ar.Th. 199, Pl.Smp. 222b.II emotion or condition, affection,π. τῆς ψυχῆς εἶναι τὴν σωφροσύνην, οὐ μάθημα X.Cyr.3.1.17
, cf. Pl.Phd. 79d; opp. ποίημα, Id.Sph. 248b;τὸ τῆς ἑτέρας χειρὸς π. Plot.4.9.2
; but in early writers mostly in pl., affections, feelings, opp. ποιήματα, Pl.R. 437b;τὰ περὶ τὸ σῶμα π. Id.Phlb. 33d
;ὅσα διὰ τοῦ σώματος π. ἐπὶ τὴν ψυχὴν τείνει Id.Tht. 186c
;π. ἐν τῇ ψυχῇ γιγνόμενα Id.R. 511d
; παθήμασιν ὑπηρετεῖν obey the feelings, Arist.Pol. 1254b24; opp. ἤθη, ἕξεις, Id.Rh. 1396b33, cf. Po. 1449b28.III in pl., incidents, happenings, τὰ ἐν.. Ὀδυσσείᾳ π. ib. 393b;πάντα εἴδη καὶ π. πολιτειῶν Id.Lg. 681d
. -
112 Πειθώ
A Persuasion as a goddess, Hes. Op. 73, Th. 349, Sapph. 135, Ibyc.5, Pi.P. 9.39, Fr.123.10, A. Supp. 1040 (lyr.), Men. Epit. 338, Hermesian. 11, Paus. 1.22.3, 2.7.7 ;Πειθὼ καὶ Ἀναγκαίη Hdt.8.111
;Π. καὶ Βία Plu. Them.21
.II as Appellat., persuasiveness,πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν A. Pr. 173
(anap.), etc. ; π. τις ἐπεκάθιζεν ἐπὶ τοῖς χείλεσιν, of Pericles, Eup.94.5 ;ἀργύριον παρά του πειθοῖ λαβών X. Mem. 1.7.5
;πειθοῦς δημιουργός ἐστιν ἡ ῥητορική Pl. Grg. 453a
; δύο εἴδη πειθοῦς, τὸ μὲν πίστιν παρεχόμενον ἄνευ τοῦ εἰδέναι, τὸ δ' ἐπιστήμην ib. 454e ; πειθοῖ καὶ βίᾳ by persuasion or compulsion, Id.Lg. 722b ; μετὰ πειθοῦς ib. 720d.3 means of persuasion, inducement, E. IA 104 ;πειθώ τινα ζητεῖν Ar. Nu. 1398
; κοίην οὐ προσήγαγον πειθοῦν αὐτῷ; Herod.6.75.4 obedience, X. Cyr.2.3.19, 3.3.8, Hierocl. in CA5p.427M. ;τῶν παρηγγελμένων POxy.474.37
(ii A.D.). -
113 περιλαμβάνω
A embrace, τινα X. An.7.4.10, Smp.9.4, LXXGe.29.13, etc.; grasp,ταῖς χερσὶν πέτρας Pl.Sph. 246a
: hence πολλὸν τοῦ ἀσφαλέος π. Hp.VM9.2 encompass or surround an enemy, Hdt.8.7,16, Plb.2.29.5, etc. ; μετεώρους τὰς ναῦς π. intercept them at sea, Th.8.42 ;χάρακι π. κύκλῳ τὴν πόλιν Plb.1.48.10
; ἐπεὰν δὲ αὐτὸν περιλάβῃς when you get hold of him, catch him, Hdt.5.23 ; πανοικίῃ τινὰ π. Id.8.106;π. τὸν θῆρα Pl.Sph. 235b
; π. τόπον ὑπὸ [ διφθέραις] cover it over, Phylarch.41 J.; also of water,πλείω π. τόπον Plb.4.39.8
:—[voice] Pass., to be caught, trapped,οἴμοι, περιείλημμαι μόνος Ar.Pl. 934
; τῷ καιρῷ περιληφθέντες constrained by.., Plb.6.58.6, etc.3 compass, get possession of,ἅπαντα τὰ ἐκείνου Is.8.37
;πάντα π. ταῖς ἐλπίσιν Plb.8.1.3
; acquire an art, Phld.Rh.2.21 S.II encase or cover all round,τοῦ τείχους χαλκῷ τὸν περίδρομον Id.Criti. 116b
;νεύροις.. κύκλῳ κατὰ κορυφὴν περιειλημμένη Id.Ti. 77e
;χρυσαῖς λεπίσι περιληφθῆναι Plb.10.27.10
;χαλκοῖς ἥλοις Moschio
ap.Ath.5.207b:—[voice] Pass., of substances taken in a medium, Ph.Bel.89.17.III comprehend, include, ;τῷ λόγῳ Id.8.141
;τῷ λόγῳ τὸ ὄν Pl.Sph. 249d
; πολλὰ εἴδη ἑνὶ ὀνόματι ib. 226e, cf. Plt. 288c ([voice] Pass.); δύο γὰρ ὄντα αὐτὰ καὶ.. τρίτον ἄλλο εἶδος ἓν ὄνομα περιλαβόν since one name includes the two, and a third class besides, Id.Lg. 837a ; μιᾷ ἰδέᾳ καθ' ἓν ἕκαστον π. Id.Phdr. 273e ;π. πάντα D.61.30
;π. τῇ διανοίᾳ τὸ μέλλον Plu.Luc.9
;τὴν ἱστορίαν γραφῇ Id.Cic.41
; π. τὴν.. διάλεκτον compass it (Coraës παραλαβεῖν), Id.Ant.27; βραχεῖ λόγῳ π. Luc. Peregr.42 ;π. ταῖς συνθήκαις τινά Plb.5.67.12
;ὅσα μὴ σφόδρα περιείληφε ἓν ὁ νόμος τι προσαγορεύσας Lycurg.9
:—[voice] Pass.,θήρα πάμπολύ τι πρᾶγμά ἐστι περιειλημμένον ὀνόματι νῦν σχέδον ἑνί Pl.Lg. 823b
;περιληφθῆναι τοῖς νόμοις Arist.Pol. 1287b19
;τοσούτων περιειλημμένων κακῶν Phld.Sto.339.13
(- ειλλημε- Pap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιλαμβάνω
-
114 ποικίλλω
ποικ-ίλλω, [tense] fut. ποικῐλῶ Choerob.in An.Ox.2.250: [tense] aor. 1 inf. ποικῖλαι ([etym.] δια-) Isoc.9.9; part.A , Inscr.Délos 442A 206 (ii B.C.): [tense] pf.πεποίκιλκα D.H.Pomp.4
:—[voice] Pass., [tense] pf. πεποίκιλμαι, v. infr.: ([etym.] ποικίλος):—work in various colours, work in embroidery,πώλους ἐν ἀνθοκρόκοισι πήναις E.Hec. 470
(lyr.), cf. IT 224(lyr.);ἐν αὐτῷ [τῷ φάρει] π. γῆν Pherecyd.Syr.2
; of any elaborate work, ἐν δὲ χορὸν ποίκιλλε with cunning workmanship he wrought a χορός, Il.18.590;ἀναθήματα π. Emp.23.1
;ἐν πετάλοις στεφανώματα π. Man.2.325
: metaph.,ποικίλλεται γαῖα πολυστέφανος Lyr.Adesp.104A.
2 embroider garments, etc., Inscr.Délos l.c.;μίτρα καναχηδὰ πεποικιλμένα Pi.N.8.15
: metaph., diversify, vary,ἀνθρώπων βίον E.Cyc. 339
, cf. Pl. Lg. 927e, Plu.Mar.23; π. ἱππικαῖς τάξεσι τὰς πορείας vary the order of march with troops of horse, X.Eq.Mag.4.3;π. ταῖς συλλαβαῖς Pl. Cra. 394a
;τρόπους D.H.Comp.12
, al.;σχημάτων μεταβολαῖς π. τοὺς λόγους Id.Is.3
;ἁρμονίαν Nicom.Harm.11
; π. εἴδη δυσκολίας.. παντοδαπά produces various kinds, Pl.Ti. 87a:—[voice] Pass., [πολιτεία] ὥσπερ ἱμάτιον ποικίλον πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένον, οὕτω.. πᾶσιν ἤθεσιν πεποικιλμένη Pl.R. 557c
;οὐκ ἐπαύξεται ἡ ἡδονή, ἀλλὰ μόνον ποικίλλεται Epicur.Sent.18
;τὸ φῶς τὸ ἐκεῖ τὸ ποικιλθὲν ἐν λόγοις τοῖς ἄστροις Plot. 2.1.7
.II of style, embellish, adorn,βαιὰ π.
tell with art and elegance,Pi.
P.9.77; of imaginative constructions,πολλά Hp.Morb.Sacr.1
;κάλλιστα τοῖς ὀνόμασι π. Pl.Mx. 235a
;οὐδὲν ξυνίημ' ὧν σὺ π. S.Tr. 1121
, cf. 412:—[voice] Pass.,Σπάρτη πεποίκιλται τρόπους E.Supp. 187
.III intr., vary, change, Hp.Prorrh.1.92, Coac. 182; πολλὰ ποικίλλει χρόνος makes many changes, Men.593.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποικίλλω
-
115 πολύοχλος
πολύ-οχλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύοχλος
-
116 πρακτόρειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρακτόρειος
-
117 προφανής
προφαν-ής, ές,II seen clearly or plainly, conspicuous,φῶς τῷ Κύρῳ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ π. γενέσθαι X.Cyr.4.2.15
;τὰ προφανέστατα εἴδη Thphr.HP3.18.8
.2 metaph., plain, clear,ἡμῖν προφανῆ Pl.R. 530d
; ἀπὸ τοῦ προφανοῦς openly, Th.1.35,66, 2.93, etc.; ἐκ τοῦ π. Id.3.43,6.73, etc.;ἐκ τοῦ προφανεστάτου D.S.12.39
. Adv. , PTeb.25.5 (ii B.C.), Plb.1.21.9, Lysis ap. Iamb. VP17.77, Gal.1.643, al.3 metaph., famous, renowned, Man.2.362; conspicuous, extraordinary, of a disaster, IG12(8).92.2 (Imbros, ii/i B.C.): irreg. [comp] Comp. (s.v.l.).III στομάτων προφανέων f.l. in Hp.Mul. 1.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προφανής
-
118 σοφία
A cleverness or skill in handicraft and art, as in carpentry, τέκτονος, ὅς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ ς. Il.15.412; of the Telchines, Pi.O.7.53; ἡ ἔντεχνος ς., of Hephaestus and Athena, Pl.Prt.32 1d; of Daedalus and Palamedes, X.Mem.4.2.33, cf. 1.4.2; in music and singing, τέχνῃ καὶ ς. h.Merc. 483, cf. 511; in poetry, Sol.13.52, Pi.O.1.117, Ar.Ra. 882, X.An.1.2.8, etc.; in driving, Pl. Thg. 123c; in medicine or surgery, Pi.P.3.54; in divination, S.OT 502 (lyr.); ; σ. δημηγορική, δικανική, ib. 365d; ἡ περὶ Ὁμήρου ς. Id. Ion 542a;οὐ σοφίᾳ ἀλλὰ φύσει ποιεῖν Id.Ap. 22b
;σημαίνοντες τὴν ς..., ὅτι ἀρετὴ τέχνης ἐστίν Arist.EN 1141a12
: rare in pl., Pi.O.9.107, Ar.Ra. 676 (lyr.), IG12.522 (vase, v B.C.).2 skill in matters of common life. sound judgement, intelligence, practical wisdom, etc., such as was attributed to the seven sages, like φρόνησις, Thgn.790, 876, 1074, Hdt.1.30,60; ἡ τῶν δεινῶν ς., opp. ἀμαθία, Pl.Prt. 360d; τὴν τότε καλουμένην σ., οὖσαν δὲδεινότητα πολιτικὴν καὶ δραστήριον σύνεσιν Plu.Them.2
; also, cunning, shrewdness, craft, Hdt.1.68, etc.; τὸ λοιδορῆς αι θεοὺς ἐχθρὰ ς. Pi.O. 9.38.3 learning, wisdom, ; opp. ἀμαθία, ib. 22e; freq. in E., e.g.μόρσιμα.. οὐ σοφίᾳ τις ἀπώσεται Heracl. 615
(lyr.); τὸ σοφὸν οὐ σοφία (v.σοφός 1.3
) Ba. 395 (lyr.), etc.; freq. in Arist., speculative wisdom, EN 1141a19, Metaph. 982a2, 995b12 (pl.), 1059a18; defined as θείων τε καὶ ἀνθρωπίνων ἐπιστήμη, Stoic.2.15; but also of natural philosophy and mathematics,σ. τις καὶ ἡ φυσική Arist.Metaph. 1005b1
, cf. 1061b33. -
119 συγγενικός
A congenital or hereditary, of a predisposition to disease, Hp.Epid.3.1.σ, cf. Plu.Per.22;σ. τρίχες Arist.Pr. 878b27
(cf.συγγενής 1
); τὸ σ. τέλος our congenital end, Nausiph.2, Polystr.Herc.346p.86V., cf. Epicur.Ep.3p.63U. Adv.- κῶς Id.Ep.1p.24U.
II of or for kinsmen, σ. φιλία between kinsfolk, opp. ἑταιρική, Arist.EN 1161b12;σ. ἱερωσύναι D.H.2.21
;σ. ἀρχιερατικοὶ στέφανοι OGI470.20
(Odemish, i A.D.);τὰ ἀρχῆθεν ὑπάρχοντα ταῖς πόλεσιν πρὸς ἀλλήλας σ. δίκαια IG12(9).4.7
(Carystus, ca. i B.C.); κατὰ τὸ ς. Sammelb.4638.6 (ii B.C.);συγγενικῆς θεᾶς Ἴσιδος Bull.Soc.Alex.5.273
(ii A.D.). Adv. - κῶς like kinsfolk, D.25.89, Polyaen.5.2.8.2 metaph., kindred, of a common kind, ἔχειν τὴν μορφὴν ς. Arist.HA 623b6; τὰ κοινὰ καὶ ς. things common and of our own nature, Alex.30.7; εἴδη πρὸς ἄλληλα ς. Arist.HA 531b22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγγενικός
-
120 σύζευξις
2 of things, close union, combination, Hp.Art.14, Pl.R. 508a, Thphr.Sens.73; ὁ τῆς σ. τῆς τούτων ἀριθμός the number of their combinations, Arist.Pol. 1290b32; τοσαῦτ' εἴδη.. ὅσαιπερ αἱ σ. τῶν μορίων ib.36; αἱ μέχρι πλείονος τῶν ἄρθρων ς. the confinement of the joints in swaddling clothes, Sor.1.84.b κατὰ σύζευξιν, of an army marching in parallel columns, Ascl.Tact.11.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύζευξις
См. также в других словарях:
ειδή — η 1. η όψη τού προσώπου, η έκφραση, φυσιογνωμία 2. (για τόπους) η εξωτερική διαμόρφωση, χαρακτηριστική μορφή … Dictionary of Greek
εἰδῇ — οἶδα see perf subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴδη — εἴ̱δη , εἶδος that which is seen neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εἴ̱δη , εἶδος that which is seen neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴδῃ — εἴδομαι see pres subj mid 2nd sg εἴδομαι see pres ind mid 2nd sg οἶδα see perf subj act 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… … Dictionary of Greek
ενδοσπόρια — Είδη αναπαραγωγικών μορφών των βακτηρίων και των κυανοφυκών. Στην πραγματικότητα, αποτελούν προϊόντα της αντίδρασης του βακτηριακού ή του κυττάρου του κυανοφύκους σε αντίξοες συνθήκες του περιβάλλοντος. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα βακτήρια… … Dictionary of Greek
κατάδρομοι ιχθύες — Είδη ψαριών που περνούν ένα μέρος της ζωής τους στη θάλασσα και ένα μέρος στο γλυκό νερό (σολομός, χέλι) … Dictionary of Greek
εἰδῆι — εἰδῇ , οἶδα see perf subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
λεπιδόπτερα — (lepidoptera). Μεγάλη τάξη oλομετάβολων εντόμων, δηλαδή εντόμων με πλήρη μεταμόρφωση, τα οποία φέρουν την κοινή ονομασία ψυχές ή πεταλούδες όταν βρίσκονται στο στάδιο του ώριμου ή ακμαίου ατόμου. Το στάδιο της προνύμφης ονομάζεται κάμπη και το… … Dictionary of Greek
απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… … Dictionary of Greek