-
1 αρμονικη
ἡ (sc. τέχνη) учение о гармонии, теория музыки Arst. -
2 Αρμονική
-
3 Ἁρμονικῇ
-
4 Αρμονική
-
5 Ἁρμονική
-
6 αρμονική
-
7 ἁρμονικῇ
-
8 αρμονική
-
9 ἁρμονική
-
10 αρμονική ταλάντωση
ηharmonische Schwingung f -
11 αρμόνικα
αρμόνική η гармоника, баян -
12 μάθημα
A that which is learnt, lesson,τὰ παθήματα μαθήματα Hdt.1.207
;μ. μαθεῖν S.Ph. 918
; μ. τινός or περί τι, Pl.Smp. 211 c, R. 525d;προσπορεύεται πρὸς τὰ λοιπὰ μ. PCair.Zen.60.7
(iii B. C.);ἀφεῖσθαι τοὺς παῖδας ἀπὸ τῶν μ. SIG577.77
(Milet., iii/ii B. C.), cf. 578.28 (Teos, ii B. C.), al.2 learning, knowledge, Ar.Nu. 1231, Av. 380, Th.2.39, PSI1.94.9 (ii A. D.), etc.; οἱ καθιστάμενοι ἐπὶ τῶν μ. educational authorities, SIG578.66 (Teos, ii B. C.); τὸ μ. τὸ περὶ τὰς τάξεις the science of tactics, Pl.La. 182b: freq. in pl., Isoc.12.27, etc.;μαθημάτων φρόντιζε μᾶλλον χρημάτων· τὰ γὰρ μαθήματ' εὐπορεῖ τὰ χρήματα Philem. 232
.3 esp. the mathematical sciences, Archyt.1,3 tit.; τρία μ., i. e. arithmetic, geometry, and astronomy, acc. to Pl.Lg. 817e, cf. Phld. Ind.Sto.66; later τὰ τέσσαρα μ. ( ἁρμονική being added) Theol.Ar.17; Arist. distd. pure from mixedμ., τὰ φυσικώτερα τῶν μ., οἷον ὀπτικὴ καὶ ἁρμονικὴ καὶ ἀστρονομία Ph. 194a8
;ἡ ἐν τοῖς μ. ἁρμονική Metaph. 997b21
;τὰ μ. περὶ τὰ εἴδη ἐστίν APo. 79a7
; οἱ ἀπὸ τῶν μ. mathematicians, Cleom.1.8.4 astrology, AP7.687 (Pall.).5 creed, Cod.Just.1.1.7.11, al. -
13 ἁρμονία
ἁρμονία, ἡ, die Fügung; eigentl. fem. von ἁρμόνιος, welches adject. zu einem wenigstens als Appellat. ungebräuchl. ἅρμων ist; verwandt ἁρμός, ἅρμα, ἄρω. Hom., bei dem nach Scholl. Od. 5, 248 ἁρμονιά zu betonen ist, hat das Wort dreimal: Od. 5, 248 γόμφοισιν δ' ἄρα τήν γε καὶ ἁρμονιῇσιν ἄρασσεν, wahrscheinl. Klammern; 5, 361 ὄφρ' ἂν μέν κεν δούρατ' ἐν ἁρμονιῇσιν ἀρήρῃ, so lange die Balken zusammenhalten; Iliad. 22, 255 τοὶ γὰρ ἄριστοι μάρτυροι ἔσσονται καὶ ἐπίσκοποι ἁρμονιάων, des Vertrages, plur. statt des sing. – Bei den Folg.: Bindungsmittel, τοίχων ἁρμ. δέδεται Antiphil. 27 (IX, 306); die Fugen, τὰς ἁρμονίας ἐπάκτωσαν βίβλῳ Her. 2, 96; Sp., wie D. Sic. 2, 8; Plut.; Fügung, Verhängniß, Διός Aesch. Prom. 550; das richtige Verhältniß aller Theile zum Ganzen, Uebereinstimmung, Proportion, ἡ ἐν σώματι Plat. Rep. IX, 591 d; αἱ ἐν τοῖς φϑόγγοις καὶ ἐν τοῖς τῶν δημιουργῶν ἔργοις πᾶσι Phaed. 86 c; in der Musik, Einklang, Harmonie; Tonart, Λυδία Pind. 4, 45; Folgde. Bei den Rhetoren Wohlklang im Periodenbau, Arist. rhet. 3, 1. ἁρμονικός, ή, όν, die Harmonie betreffend, der Harmonie u. der Musik übh. kundig, Plat. Phaedr. 268 d; Plut. Lyc. et Num. 1; ἡ ἁρμονική, sc. τέχνη, die Theorie der Tonkunst, Arist. metaph. 12. 3.
-
14 μαθηματικός
A = μαθητικός, fond of learning, Pl.Ti. 88c.II scientific,τὸ μ. εἶδος Id.Sph. 219c
; esp. mathematical, μαθηματικός, ὁ, mathematician, Arist.Ph. 193b31, EN 1142a17, Phld.Acad.Ind.p.16 M., Ceb.34: ἡ-κή (sc. ἐπιστήμη) mathematics, Archyt.1 tit., Arist.Metaph. 1026a14; αἱ -καί ib.26; φιλοσοφία μ. ib.19; τὰ μ. mathematics, Id.EN 1151 a17; also, mathematical entities, Id.Metaph. 1076a17; γραμμὴ μ. a mathematicalline, opp. γ. φυσική, Id.Ph. 194a11;κύκλοι μ. Id.Metaph. 1036a4
;ἁρμονικὴ ἥ τε μ. καὶ ἡ κατὰ τὴν ἀκοήν Id.APo. 79a1
: [comp] Comp. - κωτέρα ὕλη too mathematical, Id.Metaph. 992b2. Adv. - κῶς ib. 995a6, Str.2.5.1, etc.b astrological,ἡ μ. τέχνη Sallust.9
, cf. Gal. 19.529; ὁ μ. astrologer, M.Ant.4.48, S.E.M.5.2, Porph. ap. Eus.PE 6.1, etc.3 among the Pythagoreans, οἱ μ. (opp. οἱ ἀκουσματικοί) advanced students, Porph.VP37, Iamb.VP18.81.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαθηματικός
-
15 μεσότης
A central position, , 746f.l. in Arist.Mir. 846a18 (cf. Mu. 399b34); also of Time,τὸ νῦν ἐστι μ. τις Id.Ph. 251b20
;Αἰών.. ἀρχὴν μ. τέλος οὐκ ἔχων SIG1125.10
(i B.C./i A.D.).II Math., mean, Pl.Ti. 32a, 43d (pl.), etc.; μ. ἀριθμητική, ἁρμονική, Arist.Fr.47;γεωμετρουμένη Plu.2.1138d
.2 generally, mean, state between two extremes ( ἔλλειψις and ὑπερβολή), μ. ἐστὶν ἡ ἀρετή Arist.EN 1106b27
, cf. 36;μ. ἡ ἀρετὴ καὶ βίων καὶ ἔργων καὶ τεχνῶν D.H.Comp.24
;ἡ μ. ἐν πᾶσιν ἀσφαλεστέρα Trag.Adesp.547.6
;αἱ μ. ἄρισται AP10.102
(Bass.).3 medium, communicating between two opposites,ἡ αἴσθησις οἷον μ. τις τῆς ἐν τοῖς αἰσθητοῖς ἐναντιώσεως Arist.de An. 424a4
, cf. 431a11; standard,ὡς μ. χρώμενοι τῇ ἁφῇ Id.Mete. 382a19
.4 τῆς λέξεως μ. a style between poetry and prose, D.H.Vett.Cens.2.11, cf.5.2.5 Gramm., middle voice, D.T.638.9, A.D.Synt.211.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσότης
-
16 ἀναλογία
A mathematical proportion, Pl.Ti. 31c, 32c;ἡ ἀ. ἰσότης ἐστὶ λόγων Arist.EN 1131a31
; of progressions, ἀ. γεωμετρική ib. b13; ἀριθμητική ib. 1106a36, cf. Ael.Tact.10.3; ἁρμονική Thrasyll. ap. Theo.Sm.p.85H., Nicom.Ar.2.22;κατὰ τὴν ἀ.
comparing the ratios,Arist.
Pol. 1282b40; τὸ κατ' ἀ. ἴσον ib. 1301a27;ὑπὲρ τὴν ἀ. τινός
out of proportion,Olymp.
in Mete.89.22.2 esp. grammatical analogy, Gell.2.25, A.D.Synt.36.23, etc.IV correspondence, resemblance, ὁμοιότης ἢ ἀ. [τινί] Id.Sign.37, cf. Fr.3; κατ' -ίαν, opp. διαφοράν, Id.D.1.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναλογία
-
17 ἁρμονικός
ἁρμονικός, die Harmonie betreffend, der Harmonie u. der Musik übh. kundig; ἡ ἁρμονική, sc. τέχνη, die Theorie der Tonkunst
См. также в других словарях:
Ἁρμονικῇ — Ἁρμονικός skilled in music fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμονικῇ — ἁρμονικός skilled in music fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁρμονική — Ἁρμονικός skilled in music fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμονική — ἁρμονικός skilled in music fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμονική ανάλυση — Η παράσταση περιοδικών συναρτήσεων με πεπερασμένα ή άπειρα αθροίσματα κυκλικών συναρτήσεων. Ας θεωρήσουμε μια συνάρτηση f(x) ορισμένη στο διάστημα ( ∞, + ∞). Η συνάρτηση αυτή θα λέγεται περιοδική με περίοδο 2ρ (ρ αριθμός πραγματικός) τότε και… … Dictionary of Greek
αρμονική κίνηση — Κίνηση ενός υποκειμένου σε ελαστική δύναμη σημείου γύρω από το σημείο ισορροπίας του. Η α.κ. μπορεί να οριστεί ακόμα και ως κίνηση που εκτελεί στη διάμετρο ενός κύκλου η προβολή ενός σημείου, το οποίο κινείται ομαλά στην περιφέρειά του. Πρόκειται … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
πρόοδος — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται 3 ειδικές ακολουθίες πραγματικών ή –γενικότερα– μιγαδικών αριθμών· οι ακολουθίες αυτές φέρουν τις ονομασίες: αριθμητική π., γεωμετρική π., αρμονική π. Έστω (α): α1, α2,..., αν... μία ακολουθία μιγαδικών, γενικά,… … Dictionary of Greek
προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… … Dictionary of Greek
συγχορδία — (Μουσ.). Συνήχηση τριών τουλάχιστον ήχων με διαφορετικό τονικό ύψος. Η δομή της σ. και οι σχέσεις της με άλλους ήχους ρυθμίζονται από την αρμονία, που είναι η γραμματική της μουσικής και μελετά τη φύση και τους διάφορους συνδυασμούς σ.: μείζονων… … Dictionary of Greek