-
1 ποικίλλω
ποικ-ίλλω, [tense] fut. ποικῐλῶ Choerob.in An.Ox.2.250: [tense] aor. 1 inf. ποικῖλαι ([etym.] δια-) Isoc.9.9; part.A , Inscr.Délos 442A 206 (ii B.C.): [tense] pf.πεποίκιλκα D.H.Pomp.4
:—[voice] Pass., [tense] pf. πεποίκιλμαι, v. infr.: ([etym.] ποικίλος):—work in various colours, work in embroidery,πώλους ἐν ἀνθοκρόκοισι πήναις E.Hec. 470
(lyr.), cf. IT 224(lyr.);ἐν αὐτῷ [τῷ φάρει] π. γῆν Pherecyd.Syr.2
; of any elaborate work, ἐν δὲ χορὸν ποίκιλλε with cunning workmanship he wrought a χορός, Il.18.590;ἀναθήματα π. Emp.23.1
;ἐν πετάλοις στεφανώματα π. Man.2.325
: metaph.,ποικίλλεται γαῖα πολυστέφανος Lyr.Adesp.104A.
2 embroider garments, etc., Inscr.Délos l.c.;μίτρα καναχηδὰ πεποικιλμένα Pi.N.8.15
: metaph., diversify, vary,ἀνθρώπων βίον E.Cyc. 339
, cf. Pl. Lg. 927e, Plu.Mar.23; π. ἱππικαῖς τάξεσι τὰς πορείας vary the order of march with troops of horse, X.Eq.Mag.4.3;π. ταῖς συλλαβαῖς Pl. Cra. 394a
;τρόπους D.H.Comp.12
, al.;σχημάτων μεταβολαῖς π. τοὺς λόγους Id.Is.3
;ἁρμονίαν Nicom.Harm.11
; π. εἴδη δυσκολίας.. παντοδαπά produces various kinds, Pl.Ti. 87a:—[voice] Pass., [πολιτεία] ὥσπερ ἱμάτιον ποικίλον πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένον, οὕτω.. πᾶσιν ἤθεσιν πεποικιλμένη Pl.R. 557c
;οὐκ ἐπαύξεται ἡ ἡδονή, ἀλλὰ μόνον ποικίλλεται Epicur.Sent.18
;τὸ φῶς τὸ ἐκεῖ τὸ ποικιλθὲν ἐν λόγοις τοῖς ἄστροις Plot. 2.1.7
.II of style, embellish, adorn,βαιὰ π.
tell with art and elegance,Pi.
P.9.77; of imaginative constructions,πολλά Hp.Morb.Sacr.1
;κάλλιστα τοῖς ὀνόμασι π. Pl.Mx. 235a
;οὐδὲν ξυνίημ' ὧν σὺ π. S.Tr. 1121
, cf. 412:—[voice] Pass.,Σπάρτη πεποίκιλται τρόπους E.Supp. 187
.III intr., vary, change, Hp.Prorrh.1.92, Coac. 182; πολλὰ ποικίλλει χρόνος makes many changes, Men.593.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποικίλλω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский